Του Δημ. Χατζηδάκη
Δρος χημικού μηχανικού
(dhadjidakis@yahoo.com)
Η χώρα μας, ως οργανωμένη κοινωνία, συχνά κλήθηκε και ανταποκρίθηκε, με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία, σε μακροχρόνιες δυσβάστακτες απαιτήσεις, όπως τα επίχειρα της συμμετοχής της σε αποτυχημένες πολεμικές επιχειρήσεις, η υποδοχή μεγάλου πλήθους προσφύγων, οι κατά καιρούς χρεοκοπίες του κράτους και η πρόσφατη οικονομική κρίση με τα «μνημόνια» και τη μετανάστευση στο εξωτερικό υψηλής κατάρτισης επιστημονικού δυναμικού της. Σημαντικότατη μεταξύ αυτών, χωρίς να έχει αποτελέσει, διαχρονικά, «πρώτο θέμα», ήταν και, τελικά, παραμένει το επίπεδο εκπαίδευσης των κατοίκων της, ώστε, αυτοί, ανάλογα με την εποχή και τις προσφερόμενες δυνατότητες, τουλάχιστον να μπορούν να απολαμβάνουν στην καθημερινότητά τους κάτι περισσότερο από το απλό «ζην».
Σύμφωνα με την ελληνική απογραφή πληθυσμού για το 1920, για τους πλέον των 15 ετών τα ποσοστά «αγραμμάτων» ήταν για τη χώρα μας 36% για τους άρρενες και 73% για τις θήλεις (το 1879 τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 69% (άρρενες) και 93% (θήλεις) και σε 17 δήμους, με πληθυσμό από 550 έως 3.030 θήλεις, να μη έχει καταγραφεί ούτε μία εγγράμματη). Μια γενική εικόνα, ανεξάρτητα από τις αιτίες, αδιανόητη για τα σημερινά δεδομένα, εύκολα χαρακτηριζόμενη ως «μεσαιωνική». Αντίστοιχα, για μια σειρά χώρες, όπως το Βέλγιο, η Γαλλία και η Τσεχοσλοβακία, τα ποσοστά ήταν 6 ή 7% για τους άρρενες και 8 ή 9% για τις θήλεις. Η Φινλανδία καλύτερη, με 1% και για τα δύο φύλα. Πιο κοντά στις ελληνικές επιδόσεις η Ισπανία (34% (άρρενες) και 51% (θήλεις)) και η Πορτογαλία (56% (άρρενες) και 73% (θήλεις)).
Εκτοτε, με την υποχρεωτική εκπαίδευση από το 1926 και με την αμείλικτη συνδρομή του χρόνου, στη χώρα μας τα ποσοστά κατέγραψαν ραγδαία πτώση και θεαματική σύγκλιση για τα δύο φύλα (ενδεικτικά: 11% (άρρενες) και 35% (θήλεις) το 1951, 6% (άρρενες) και 23% (θήλεις) το 1981) για να είναι το 2011 (2% (άρρενες), 3% (θήλεις)) πολύ κοντά, αν όχι καλύτερα από εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Και ενώ ολοκληρώνεται η έξοδος από τον «Μεσαίωνα», την τελευταία δεκαετία προέκυψε ο νέος «Γολγοθάς», η ικανότητα χρήσης του Διαδικτύου. Πέρα από τις όποιες επιφυλάξεις για την εκτεταμένη χρήση του (επιπτώσεις στην ανάπτυξη του εγκεφάλου των παιδιών, διάσπαση της συγκέντρωσης κ.ά.), η μη χρήση του Διαδικτύου θα μπορούσε να θεωρηθεί ως δείκτης «ψηφιακού αναλφαβητισμού», όπως από το 1879 η άγνοια γραφής και ανάγνωσης καταγράφεται στη χώρα μας ως δείκτης αναλφαβητισμού.
Το περιορισμένου πλέον ενδιαφέροντος για τη χώρα μας «Δεν γνωρίζω ανάγνωση και γραφή» υποκαθίσταται από το «Ποτέ δεν χρησιμοποίησα το Διαδίκτυο» που πρακτικά ταυτίζεται με το «Δεν γνωρίζω τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή». Το 2018, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat για την Ευρωπαϊκή Ενωση και για τις ηλικίες από 16 έως 74 ετών, «Ποτέ δεν χρησιμοποίησα το Διαδίκτυο» δήλωσε το 25% των Ελλήνων, το 27% των Βουλγάρων, το 23% των Πορτογάλων και το 21% των Κροατών και των Ρουμάνων, άπαντες νότιοι. Οι πιο «μορφωμένοι»; Οι βόρειοι Δανοί, Λουξεμβούργιοι, Σουηδοί, Βρετανοί, Φινλανδοί και Ολλανδοί, με ποσοστά από 2% έως 4%. Λανθάνον το ερώτημα, αν μπορούν να αποδοθούν στη γεωγραφία οι σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των διαφόρων επιδόσεων.
Προφανώς πριν από 100 χρόνια οι συμπατριώτες μας, αν και σε σημαντικό ποσοστό αναλφάβητοι, επιβίωναν στο χωράφι και στο σπίτι, ενώ και οι σημερινοί «ψηφιακοί αναλφάβητοι» δεν χάνονται. Το ζήτημα είναι αν πράγματι ο «ψηφιακός αναλφαβητισμός» αποτελεί τροχοπέδη στο σημερινό «ευ ζην» της καθημερινότητας (επικοινωνία, αναζήτηση πληροφοριών κ.ά.), πολύ περισσότερο που η Διοίκηση έχει επιβάλει τη χρήση του Διαδικτύου (κωδικοί Taxis κ.ά.). Ως κοινωνία, μπορούμε να ανταποκριθούμε στη νέα πρόκληση, τον περιορισμό του «ψηφιακού χάσματος» ανάμεσα σε πληθυσμιακές ομάδες; Ιδιαίτερα στα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας μπορεί να προσφερθεί η υποστήριξη για πρόσβαση και εξοικείωση με το Διαδίκτυο ή ο χρόνος, με την αποσβεστική ικανότητα του, θα αναλάβει τον πρωταγωνιστικό ρόλο;