Μετά τον Οκτώβριο του 1976 και τα «Τραγούδια μας», θα αρχίσει η τελευταία, επώδυνη, αλλά έστω και έτσι δημιουργική, περίοδος του Μάνου Λοΐζου. Οι νέες παράμετροι πολλές. Πολιτικά, ο Καραμανλής ηγεμονεύει, ενώ η Αριστερά μετά το εγχείρημα της «Ενωμένης Αριστεράς», διασπάται σαν καρκινικό κύτταρο, το οποίο, όμως, ο πολλαπλασιασμός το μειώνει. Για τον συνθέτη έχουν αρχίσει και τα πρώτα προβλήματα υγείας. Στο ελληνικό τραγούδι, είναι ευδιάκριτη η κυριαρχία των προσωπικών δίσκων των τραγουδιστών και των εισαγόμενων ξένων τραγουδιών με διασκευασμένους ελληνικούς στίχους. Σε αυτό το εκδυτικισμένο τοπίο, ρίχθηκαν με μεγάλη επιτυχία ονόματα όπως ο Πάριος, η Μαρινέλλα και ο Βοσκόπουλος. Μπαλανταδόροι όπως οι Σαββόπουλος, Κ. Χατζής, Κ. Τουρνάς και Θ. Γκαϊφίλλιας θα κομίσουν πολλά στο χώρο. Στην αντίπερα όχθη, η δωρική και δρομική λαϊκή σχολή, θα βρει μετά το «Υπάρχω» των Νικολόπουλου, Πυθαγόρα και Καζαντζίδη (1975), ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα σε δίσκους όπως τα «Ορθόδοξα» του Α. Καλδάρα με τον Στράτο Διονυσίου (1978). Το 1977, είχαμε Θεοδωράκη στα «Λυρικά» σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη, Μ. Χατζιδάκι στο «Λεωφορείον ο Πόθος», αλλά και Γ. Μαρκόπουλο στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Δ. Σολωμού. Ο Θάνος Μικρούτσικος στις δικές του καταθέσεις: «Φουέντε Οβεχούνα», αλλά και «Τροπάρια για φονιάδες» σε στίχους Μάνου Ελευθερίου. Μέσα στο κλίμα αυτό, ο Λοΐζος ανέλαβε το 1978 την προεδρία της Ε.Μ.Σ.Ε. Μια θητεία στην οποία ο ίδιος θα δοθεί ολόψυχα, βοηθώντας, ουσιαστικά και τους ίδιους τους τραγουδιστές. Ωστόσο τον κούρασε, αναμφίβολα, ψυχικά και τον δίχασε με συναδέλφους, οι οποίοι περνούσαν από την Ε.Μ.Σ.Ε. στην Α.Ε.Π.Ι.
Έτσι φτάνουμε το 1979, στα «Τραγούδια της Χαρούλας». Ένας δίσκος που πέρασε από σαράντα κύματα, για να καταλήξει στους βασικούς του συντελεστές. Ο μύθος (sic) λέει, πως ο συνθέτης είχε στα σκαριά μια συνεργασία με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο και με θεματική στίχους εμπνευσμένους από την ζωή της Χαρούλας Αλεξίου. Επίσης το μουσικό θέμα που έγινε γνωστό αργότερα ως «Όλα σε θυμίζουν», είχε δοθεί στον Φώντα Λάδη, ο οποίος είχε παραδώσει, ήδη, τους στίχους: Χίλιες πεταλούδες/ στο σπίτι που έχω φέρει/ χρόνια τις μαζεύω/ μέσ΄απ΄τα όνειρα… Όμως ο Μανώλης Ρασούλης, έχοντας, πλέον, τις πρόσφατες, τότε, επιτυχίες από την «Εκδίκηση της Γυφτιάς», είχε καταθέσει και αυτός στίχους. Ο Λοΐζος διέγραψε μονοκοντυλιά ότι είχε πάρει μέχρι εκείνη την ώρα και άρχισε να δημιουργεί. Ο μεν Λευτέρης ακροάσθηκε τα τραγούδια, με στίχους από τη ζωή του Μανώλη Ρασούλη σαν να μην τρέχει τίποτα για το Λοΐζο ! Ο δε Φώντας Λάδης, σοκαρίστηκε όταν αντί για την δική του «Πεταλούδα», άκουγε: Όλα σε θυμίζουν/ απλά κ΄αγαπημένα/ πράγματα δικά σου/ καθημερινά. Τραγούδι που κατά μαρτυρία του Αχιλλέα Θεοφίλου, δεν πίστευαν και πολύ, γι’ αυτό και υπήρχε 5ο στην πρώτη πλευρά του δίσκου. Το δεδομένο της πρώτης οργής, ξεπέρασαν αμφότεροι συγχωρώντας ελέω Μάνου και αναγνωρίζοντας τους νέους εξαιρετικούς στίχους: και υπείροχον έμμεναι άλλων (Ιλιάδα Ζ, 208). Λογοκρισία δεν υπήρχε από το κράτος, αλλά καλά κρατούσε η εσωτερική. Στον «Φαντάρο» ο Ρασούλης έγραφε: Η πόλη σαν την γκόμενα όλο ματιές και επόμενα. Η Χαρούλα αρνήθηκε να το τραγουδήσει και η στροφή έγινε Η πόλη σαν την γόησσα, σαν την παλιά αρχόντισσα…. Το «Τίποτα δεν πάει χαμένο», επιχειρήθηκε να γίνει ερωτικό από τη σύζυγο του Μάκη Μάτσα (παρά τις κατά καιρούς σχετικές αναφορές, δεν είναι βέβαιο αν η παρατήρηση έγινε εσκεμμένα). Εκεί αντέδρασε ο Μάνος, επικαλούμενος με νόημα την κοινή αριστερή τους ιδιότητα. Μουσικά τον δίσκο διέτρεξε σε αρκετά τραγούδια, ένα λάγνο και απελευθερωμένο ύφος, το κατά Ρασούλη «καζαντζιδέικο». Εκεί, όμως, συνάντησε και άλλες αναστολές. Η «κοινοβουλευτική αριστερά» δεν συμπαθούσε καθόλου το ύφος των στίχων του τροτσκιστή Ρασούλη και γενικά το λαϊκό τραγούδι. Έτσι επιστρατεύτηκαν τεχνάσματα όπως οι τζουράδες, για να μετριαστεί, κάπως, το «ανατολικό» αποτέλεσμα. Θα έλεγα, προσωπικά, πως πλησίασε ιδιαίτερα την αισθητική της «Ευδοκίας». Μετά από πολλές παλινωδίες, «ραψίματα και ξηλώματα», ο δίσκος από πλευράς Ρασούλη ολοκληρώθηκε. Συν τοις άλλοις είχαμε: «Γύφτισσα τον εβύζαξε», «Πες μου πως γίνεται», «Και εγώ σαν πόλη» και το αμιγώς πολιτικό «Μεσ’ στο πλήθος». Στο τελευταίο, η αλλαγή του ρεφραίν από «Κάνε διάλειμμα Μανώλη» σε «Χαρούλα», εξόργιζε ως το τέλος τον Μ. Ρασούλη. Ο δίσκος συμπληρώθηκε ισάξια από τον Πυθαγόρα (σε μια από τις τελευταίες και καλύτερες δημιουργίες του πριν «αναχωρήσει» στις 13 Νοεμβρίου του 1979): «Σε πέντε ώρες ξημερώνει Κυριακή», «Τι να πω σε μια πόλη», «Τέλι, τέλι, τέλι» ! Ο δίσκος χαρακτηρίστηκε από το Λοΐζο «πάντρεμα του διανοητή με τη ζωή, τη λαϊκή μουσική και το ερωτικό πάθος που η γενιά μας αρκετά το έθαψε !» (Ελευθεροτυπία φ. 13-08-79). Αρχικά δεν πούλαγε, στη συνέχεια απλώς σάρωσε και έμεινε στη ελληνική μουσική αιωνιότητα, μαζί με την ορχήστρα, την ανεπανάληπτη Χαρούλα ως α΄ φωνή και τις διφωνίες της Δ. Γαλάνη ! Τον Δεκέμβριο του 1980 θα παρουσιαστεί στην αγορά ο τελευταίος δίσκος με τον Μάνο εν ζωή. Αρεκτοί τον χαρακτήρισαν ως «κλείσιμο λογαριασμών» του συνθέτη. Η υγεία του κλονισμένη. Από τη μια έκανε δίαιτες με ανάλατα φαγητά, σαν και αυτά που του μαγείρευαν ως καλεσμένο η κα. Μάτσα και η Αιμιλία Κουγιουμτζή. Από την άλλη τον έβρισκε ο Νότης Μαυρουδής, έχοντας κάνει σε 3 ημέρες 10 πακέτα τσιγάρα ! Πάνω σε αυτήν την μνήμη, ο Άλκης Αλκαίος θα γράψει το «Πρωινό Τσιγάρο». Ο δίσκος μουσικά ήταν για μια ακόμα φορά έκπληξη. Έγινε χωρίς χρήση παραδοσιακών οργάνων, με ερμηνευτές τη Δήμητρα Γαλάνη, τον Β. Παπακωνσταντίνου και την 2η σύζυγό του Δώρα Σιτζάνη. Σε στίχους της τελευταίας, ανήκει η μοναδική άμεση επιτυχία του δίσκου, το «Κι αν είμαι ροκ». Υπήρχαν 3 τραγούδια του Λευτέρη, 2 εκ των παλαιότερα κινηματογραφικά. Στίχοι σημαντικοί του Ρασούλη που, όμως δεν ξεχώρισαν ως τραγούδια. Δύο στίχοι του Φώντα Λάδη, ο ένας εξ αυτών το «Η μέρα εκείνη δεν θ΄αργήσει». Αλλά και τα αριστουργηματικά «Σ’ ακολουθώ» για τον πλατωνικό του έρωτα, την Λίζυ, το «Σε Ψάχνω» σε ποίηση της Δώρας και το «Γερνάς και σκοτεινιάζει» του εξαιρετικού Τάσου Λειβαδίτη.
Τα νέα του σχέδια, περιελάμβαναν δίσκο με την Γαλάνη. Σε μια παράλληλη εξέλιξη, το δίδυμο Αλεξίου – Γαλάνη, θα τραγουδήσει, αριστουργηματικά, στα «Τραγούδια της χθεσινής μέρας» του 1981, τον «Αρχηγό», την «Τζαμάικα», το «Παλιό Ρολόι» και τον «Δρόμο».
Προς το τέλος, ο Μάνος είχε επιτέλους αρχίσει να δίνει πιο οριστικές μορφές στις υπό του Γ. Ρίτσου διασκευές του Ναζίμ Χικμέτ. Ωστόσο προς το τέλος του χρόνου θα νοσηλευθεί στη Μόσχα και θα επιστρέψει στην Ελλάδα. Την επόμενη χρονιά, τον Ιούνιο, θα τον βρει το πρώτο εγκεφαλικό. Στις 16 Αυγούστου θα μεταφερθεί ξανά στη Μόσχα, με παρέμβαση του ΚΚΕ, σε …νοσοκομείο υψηλών στελεχών του Σοβιετικού καθεστώτος. Εκεί διαπιστώνει εικόνες του ολοκληρωτισμού. Ο Φώντας Λάδης μέχρι να βγάλει διαπίστευση να τον δει, τον βρίσκει το 2ο εγκεφαλικό. Η ψυχή του πέταξε στις 17 Σεπτεμβρίου του 1982. Μετά από μάχη, ΠΑ.ΣΟ.κ. και Κ.Κ.Ε., κηδεύεται με την ελληνική σημαία 45 χρονών: Όμορφο που ‘ναι να συλλογιέμαι μέσα απ’ τους θορύβους του θανάτου και της νίκης. Να συλλογιέμαι εσένα μέσα από τη φυλακή κι έχοντας περασμένα τα σαράντα…(Ν. Χικμέτ).
Κόττης Κωνσταντίνος
konstantinosoa@yahoo.gr