Την ανάγκη κατάρτισης εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού αλλά και την ανάγκη συζήτησης των όρων ανάπτυξης και εκμετάλλευσης του λιγνιτικού μας δυναμικού, καθώς είναι απόλυτα αναγκαίο ένα ποσοστό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη για τις επόμενες 2-3 δεκαετίες, τόνισε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ ΑΕ, Εμμανουήλ Παναγιωτάκης, μιλώντας την Τρίτη στο 21ο εθνικό συνέδριο του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΙΕΝΕ), με θέμα «Ενέργεια και Ανάπτυξη 2016».
Προανήγγειλε σημαντικότατες επενδύσεις στις ΑΠΕ και τόνισε ότι στρατηγικός στόχος είναι να καταστεί η ΔΕΗ ένας από τους Leaders (ηγέτες) στην περιοχή.
Αναφερόμενος ειδικότερα στην ανάγκη κατάρτισης εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού ανέφερε ότι: «Δεν είναι νοητό, ιδιαίτερα ενόψει των σεισμικών αλλαγών και εξελίξεων που προαναφέρθηκαν η χώρα σε ό,τι αφορά στην ενέργεια να συνεχίζει να βαδίζει χωρίς πυξίδα και στόχους. Να λαμβάνονται αποφάσεις και να νομοθετούνται μέτρα υπό το βάρος της εκάστοτε τρέχουσας συγκυρίας ή σύμφωνα με τις επιρροές συμφερόντων. Εκτός των άλλων ο ενεργειακός σχεδιασμός θα ήταν σημαντικό εφόδιο στη διαπραγμάτευση με τους θεσμούς με -ενδεχόμενα- καλύτερα αποτελέσματα, και πάντως απαραίτητη προϋπόθεση για ουσιαστικές παρεμβάσεις στα όργανα της ΕΕ και δημιουργία συμμαχιών, ώστε οι αποφάσεις να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες και τα προβλήματα της χώρας.
Ένας εθνικός ενεργειακός σχεδιασμός αποτέλεσμα συστηματικής επιστημονικής μελέτης και τεκμηρίωσης και βέβαια ουσιαστικού διαλόγου ώστε να τύχει της ευρύτερης δυνατής αποδοχής, εναρμονισμένος με τις γενικότερες ευρωπαϊκές πολιτικές και στόχους, θα ξεκαθάριζε πλήρως το τοπίο και τους ρόλους, και θα έδινε τις αναγκαίες κατευθύνσεις αλλά και κίνητρα για επενδύσεις. Αφετέρου θα αποτελούσε το υπόβαθρο για πολιτικές επιλογές και ρυθμίσεις κάθε είδους.»
Διατύπωσε δε την άποψη ότι «ίσως το πιο λεπτό ζήτημα σε πρώτη ανάγνωση είναι η απανθρακοποίηση, για την οποία διεξάγεται ένας διάλογος, κατά τη γνώμη μου επιφανειακός, που κατά τα ειωθότα παίρνει συχνά χαρακτήρα πολεμικής. Κατ’ αρχάς ας ξεκαθαρίσουμε ότι η ΕΕ με την απανθρακοποίηση εννοεί μείωση, και προοπτικά απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα όχι μόνο για την παραγωγή Ηλεκτρικής Ενέργειας αλλά και για άλλους σημαντικούς τομείς, όπως οι μεταφορές και οι θερμάνσεις και ψύξεις κτηρίων με επέκταση της χρήσης του ηλεκτρισμού.
Αν αυτό το συνδυάσουμε με την άλλη ευρωπαϊκή πολιτική τη μείωση της ενεργειακής εξάρτησης με χρήση εγχώριων πόρων, προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι για τη χώρα μας ένα ποσοστό παραγωγής ΗΕ από λιγνίτη είναι, για τις επόμενες 2-3 δεκαετίες, απόλυτα αναγκαίο, και η συζήτηση πρέπει να μετατοπιστεί στους όρους ανάπτυξης και εκμετάλλευσης του λιγνιτικού μας δυναμικού. Ως ΔΕΗ έχουμε κατ’ αρχάς κάνει τις επιλογές μας. Με την Πτολεμαΐδα V και την 2η μονάδα στον ΑΗΣ Μελίτης (Φλώρινα), σε συνδυασμό με τις προγραμματισμένες αποσύρσεις των παλαιότερων λιγνιτικών μονάδων η χώρα μας όχι μόνο θα είναι ευθυγραμμισμένη με τους Ευρωπαϊκούς στόχους αλλά θα προηγείται σημαντικά. Υπενθυμίζω τα στοιχεία: 2014 34,5 εκατ. τόνοι, εκπομπών CO2. Μέσα της δεκαετίας του 1920 λιγότερα από 20 εκατ. τόνοι, ήτοι μείωση άνω του 40%. Μάλιστα με ορισμένες προϋποθέσεις και επενδύσεις που μελετάμε μπορεί να επιτύχουμε πολύ καλύτερα αποτελέσματα, το δε συνολικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα της χώρας μας, με την επέκταση της χρήσης της ΗΕ στους άλλους τομείς της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας θα είναι ασύγκριτα καλύτερο από το σημερινό.
Ας μου επιτραπεί να πω ότι η τυφλή πολεμική εναντίον του λιγνίτη ανοίγει διάπλατα το δρόμο για τις εισαγωγές και τα εισαγόμενα καύσιμα. Δε νομίζω ότι ιδιαίτερα σήμερα μπορεί αυτό να είναι λύση για τη χώρα. Δεν θα σταθώ ιδιαίτερα στην πολιτική της βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης και την εξοικονόμηση, τα οφέλη των οποίων στην οικονομία και στην κοινωνία είναι προφανή.»
Ο πρόεδρος της ΔΕΗ επισήμανε επίσης πως ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ενοποίηση της ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρισμού, στα πλαίσια της οποίας οι περιφερειακές αγορές θα διαδραματίζουν ιδιαίτερο σημαντικό ρόλο. «Η περιφερειακή αγορά που μας αφορά είναι η γειτονιά μας, οι χώρες της Βαλκανικής. Η χώρα μας, παρά τα προβλήματα, έχει τη μεγαλύτερη εμπειρία και γνώση της αγοράς ΗΕ. Αυτό είναι πολύ σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, που πρέπει να αξιοποιήσουμε.
Ως ΔΕΗ, με το ισχυρό –εκτός των άλλων- brand name που διαθέτουμε, όπως αναγνώρισε μόλις χθες ο Πρόεδρος της μεγάλης Κινεζικής εταιρείας CMEC, έχουμε στρατηγικό στόχο να καταστούμε ένας από τους leaders στην περιοχή. Σ’ αυτή την κατεύθυνση εντάσσονται οι επιχειρηματικές μας πρωτοβουλίες με την ίδρυση θυγατρικών και τη διεκδίκηση συγκεκριμένων έργων.»