-Τι να το κάνεις; Άμα ο άνθρωπος είν’ άξεστος…είν’ άξεστος!
-Έ ναι Χάμπο. Κι εγώ ακόμα, που είναι πιο νέος και δε δίνω τόση σημασία σ’ αυτά τα πράματα…μ’ ενοχλεί! Άμα είν’ άξεστος κάποιος…μ’ ενοχλεί!
-Εσύ Τασούλ λες πως δε δίνεις σημασία σ’ αυτά;
-Έ ναι Γιάννε. Όχι και τόσο όσο εσείς, ας πούμε, οι πιο παλιοί…
-Έ λοιπόν Τασουλ, κι εγώ σου λέω πως μια χαρά δίνεις σημασία και πως οι τρόποι σου είν’ σωστοί και πως δε χρειάζεται, εσύ ειδικά, να δίνεις και τόσο σημασία γιατί απλά… το ‘χεις, που λέτε κι εσείς οι νέοι!
-Σ’ ευχαριστώ Γιάννε, να ‘σαι καλά.
-Όχι Τασούλ. Είναι η αλήθεια! Συμφωνώ κι εγώ με το Γιάννε.
-Σ’ ευχαριστώ κι εσένα Χάμπο.
-Κοίτα Τασούλ. Όλα αυτά γενικά…οι τρόποι, η ανατροφή σου ας πούμε βρε παιδί…είναι πράματα που δεν κρύβονται!
-Συμφωνώ Γιάννε. Δεν κρύβονται ! Και ούτε και τα αποκτάς εύκολα, άμα δεν τα κουβαλάς μέσα σου από παιδί. Τι από παιδί; Από βρέφος!
-Ναι Χάμπο. Πίσω από την ανατροφή και τους τρόπους είναι οι γονείς. Μη σε πω, σε εμάς τους Πόντιους, είναι κυρίως η μάνα.
-Σ’ όλους, κυρίως, η μάνα είναι Γιάννε!
-Συμφωνώ με τον Χάμπο! Κι εγώ, που είμαι Γραικός, πάλι η μάνα μ’ ήταν που με γάνωνε βρε Γιάννε. “Έτσι το ένα…αλλιώς το άλλο”!
-Ναι βρε Τασούλ. Αλλά μ’ αυτά και μ’ αυτά κέρδισες από αυτή τη μάνα. Κέρδισες κάτι από νωρίς. Πολύ πριν από το πανεπιστήμιο και τα πτυχία…
-Ναι Γιάννε. Από μωρό τα κέρδισε αυτά ο Τασούλς.
-Ναι Τασούλ. Και τώρα θα λέω τι μ’ έλεε η δικιά μ’ η μάνα από μωρό. “Γιάννε”, μ’ έλεε, “εκεί που θα πάμε, πούλι μ’, θα είσαι φρόνιμος. Θα κάθεσαι ωραία – ωραία και άμα θα το φέρει να παίξετε με τ’ άλλα παιδιά, δε θα φωνάζεις!
-“Ήσυχος”, σ’ έλεγε, “θα ‘σαι ήσυχος. Παναΐα θα ‘σαι”, σ’ έλεε;
-Ναι Χάμπο. Ακριβώς έτσι μ’ έλεγε!
-Μα και μένα, ακριβώς τα ίδια μ’ έλεγε: “Χαράλαμπε”, μ’ έλεε,”άμα σε προσφέρουν γλυκό, ή κουλουράκι, θα λες ευχαριστώ! Άμα σε δώσουν νερό, θα πεις, στην υγεία σας”.
-Να πω κάτι ακόμα. Εμένα μ’ έλεγε: “Γιάννε…αλλοίμονό σου άμα εκεί που θα πάμε κάνεις αταξίες. Θα σε κανονίσω καλά, άμα γυρίσουμε στο σπίτι”!
-Αήκα κι αραήκα μ’ έλεγε κι εμένα Γιάννε. “Και πως θα τρως να προσέχεις, με το στόμα κλειστό. Και να είν’ μικρές οι μπουκιές σου, να μη γεμίζεις το στόμα! Και να μη λύνεις το ζωνάρι όταν τρως, για να φαν κάτι κι οι άλλοι!
-Ναι βρε Τασούλ. Μ’ αυτά και μ’ αυτά όμως απέκτησες κάτι που η τ’ αποκτάς νωρίς, η μετά, βράσε όρυζα!
-Τι είν’ αυτό Γιάννε;
-Αποκτάς “λούστρο” Τασούλ. Φίνο, ανθεκτικό και απαλό. Λούστρο σα μετάξι! Όχι αγαρμπο και εκ των υστέρων.
-Ή αλήθεια είναι πως η μάνα μου μ’ έβαλε τόσο πολύ λούστρο που προσπαθούσα να το κρύψω απ’ την παρέα μου! Αφού παράσταινα πως είμαι…κάπως αγροίκος!
-Αυτό, να είσαι σίγουρος Τασούλ, όσο να προσπαθήσεις δεν μπορείς να το πετύχεις!
-Φαίνεται το παλιό και το καλό το λούστρο δηλαδή, ε Γιάννε;
-Έμ και το λούστρο φαίνεται και το μη λούστρο φαίνεται κι άλλα πολλά φαίνονται!
-Όμως ποτέ δεν είν’ αργά γι’ αυτό, ε Γιάννε;
-Μπορεί. Είν’ άλλο όμως το λούστρο που αποκτάς με τα πολλά τα χέρια από μικρός…από μωρό κι άλλο αυτό που περνάς άρον – άρον. Ας πούμε το λούστρο που θα σου χρειασθεί να έχεις και να δείχνεις όταν πια είσαι μεγάλος και συ αφού δεν το ‘χεις το αποκτάς…ταχύρυθμα!
-Και φαίνεται αυτό λες Γιάννε;
-Κάνει “μπαμ” Χάμπο!