α´. Τὸν χορὸ τῆς Ἡρωδιάδος θὰ στηλιτεύση ὁ λόγος μας. Θὰ ἐκπομπεύση τὴν ἄθεη μανία τῶν γυναικῶν. Θὰ μνημονεύση τὸν Ἡρώδη ποὺ εἶχε γίνει αἰχμάλωτος τῆς ἀκολασίας καὶ τὸν Βαπτιστὴ ποὺ ἀποκεφαλίσθηκε γιὰ τὴν σωφροσύνη, ἀλλὰ δὲν ἀνέχτηκε νὰ σιωπήση οὔτε καὶ στὸν θάνατο. Διότι τέτοια εἶναι τὰ κατορθώματα τῶν δικαίων. Λάμπουν περισσότερο κι εἶναι δυναμικότερα μετὰ θάνατον. Τὸ γεγονὸς ποὺ θὰ ἀναφέρουμε τὸ ἐπενόησε ὁ διάβολος, συνεργάστηκε ὁ Ἡρώδης καὶ χόρεψε ἡ Ἡρωδιάδα. Ὁ Βαπτιστὴς ἀγωνίστηκε κι ὁ εὐαγγελιστὴς κατέγραψε.
Εἶδε ὁ διάβολος τὸν Ἰωάννη νὰ ξεπλένη τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη καὶ νὰ τοὺς ἐλευθερώνη ἀπὸ τὶς Μωσαϊκὲς τιμωρίες. Ἢ νὰ χαλαρώνη μὲ τὸ βάπτισμα τὴν ἀπειλὴ τοῦ νόμου καὶ νὰ ἀπαλλάσση ἀπὸ τὶς εὐθύνες μὲ τὴν μετάνοια. Τότε λοιπὸν ὁ διάβολος κυριεύθηκε ἀπὸ τὸν ἀρχαῖο φθόνο του καὶ φοβήθηκε μήπως ἀχρηστευθοῦν τὰ δυνατὰ μηχανήματά του μὲ τὰ ὁποῖα πολεμοῦσε τὸν ἄνθρωπο. Ἐπὶ πλέον εἶδε ὅτι ἄρχισαν νὰ φυτεύονται στὸ βάπτισμα οἱ ἀκτίνες τῆς ἐν Χριστῷ υἱοθεσίας καὶ τὸν Ἰωάννη νὰ στέκεται σὰν γεωργὸς φιλανθρωπίας στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη. Ἔσπευσε λοιπὸν νὰ τιμωρήση τὸν ὑπηρέτη τούτων καὶ ἐπινόησε ποινικὲς εὐθύνες γιὰ τὴν φιλάνθρωπη διακονία του.
Πρῶτα τὸν συγκρούει μὲ τὸν βαπτισθέντα Χριστὸ καὶ σὰν νὰ τοξεύη ἐναντίον ὁμοδούλου ραπίζεται ἀπὸ τὸν Δεσπότη. Ἀφοῦ δὲν πέτυχε νὰ νικήση ἐκεῖ, τότε στρέφεται ἐναντίον τοῦ Ἰωάννη παίρνοντας ἀντὶ γιὰ ὅπλα τὰ πάθη τοῦ Ἡρώδη. Ἔτσι μεθόδευσε τὸν θάνατο τοῦ βαπτιστῆ.
Ὢ πολυμήχανη μανία τοῦ διαβόλου! Χειροτονεῖ ὡς δήμιο τοῦ Ἰωάννη τὸν βασιλιᾶ. Εἶδε τὸν Ἡρώδη ὡς βασιλιᾶ τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ νὰ εἶναι καὶ δοῦλος τῶν παθῶν. Τὸν εἶδε ὑπηρέτη τῆς ἀκολασίας ἢ τύραννο μὲν στὸ ἀξίωμα, ἀλλὰ νὰ τυραννῆται ἀπὸ τὸ νόσημα τῆς ψυχῆς του. Κοίταξε τὴν τέχνη τοῦ διαβόλου ποὺ ξέρει νὰ σπρώχνη πρὸς τὴν ἀσέβεια ξεκινώντας ἀπὸ τὰ μικρὰ πταίσματα. Πρῶτα τὸν κάμνει νὰ ληστέψη τὴν τιμὴ τοῦ ἀδελφοῦ του, ὥστε ἀπὸ τὸ στάδιο τῆς μοιχείας νὰ τὸν προπονήση γιὰ τὸν φόνο τοῦ βαπτιστῆ.
Τρεφόμενο τὸ πάθος στὴν διάρκεια τοῦ χρόνου αὐξανόταν σὲ ἀδιαντροπιά. Ἐνῶ ζῆ ὁ ἀδελφός του, κλέβει τὴν σύζυγό του χρησιμοποιώντας ὡς συνεργάτη τῆς ἀκολασίας τὸ βασιλικό του ἀξίωμα. Μὲ νόμιμη τόλμη συνέπλεξε τὴν παράνομη διάθεσί του. Ἡ ἀδελφικὴ ἰδιότητα ποὺ διερχόταν μέσα ἀπὸ τὸν δρόμο τῆς ἀδικίας ἔκαμνε παρανομώτερη τὴν μοιχικὴ παρανομία. Πρόσθετε ἀδικία στὴν ἀδικία. Διότι αὐξάνεται ἡ ἀδικία, ὅταν ἀδικῆται ἡ συγγένεια. Ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ὀφείλονταν τὸ χρέος τῆς εὔνοιας ἐξ αἰτίας τῆς συγγένειας, σαὐτὸν ἔχουμε μεγάλες ἐγκληματικὲς κατηγορίες.
Τρέχοντας ὅμως ὁ λόγος στὴν γυναῖκα δὲν βρίσκει ποιὸν νὰ ἐνοχοποιήση περισσότερο. Διότι ὅπως ὅταν ἰσορροποῦν οἱ πλάστιγγες βλέποντας νὰ ἔχουν ἰσοβαρῆ ἀντικείμενα καὶ ἠρεμεῖ ἡ ζυγαριά, μαρτυρώντας μὲ τὴν εἰκόνα ὅτι εἶναι ἴσα αὐτὰ ποὺ εἶναι κρεμασμένα, τὸ ἴδιο κάμνει καὶ ὁ λόγος ζυγίζοντας τὴν παρανομία τοῦ καθενὸς παραχωρεῖ τὴν νίκη σαὐτοὺς ποὺ νικοῦν στὴν ἀδικία. Ὁ μὲν Ἡρώδης ἀδικώντας τὸν ἀδερφό του στὸ συζυγικὸ κρεββάτι ἦταν ἀναίσχυντος. Ἡ δὲ Ἡρωδιάδα ἀφοῦ τρελλάθηκε ἐναντίον τοῦ ἀνδρός της, συμφιλιώθηκε μὲ τὸ μοιχικὸ κρεββάτι. Ἀφοῦ πάλι γλέντησε τὸν νόμιμο γάμο στὴ συνέχεια προσκύνησε καὶ τὴ βρώμικη σχέσι τῆς μοιχείας.
Ὦ Ἡρωδιάδα, ποῦ εἶναι τὸ συμβόλαιο ἀγάπης μὲ τὸν ἄνδρα σου; Ποῦ εἶναι τὰ δεσμὰ τῆς ψυχῆς σου; Ποῦ εἶναι ἡ καλὴ τυραννία τῶν ἀλύτων πόθων σου; Ποῦ εἶναι ἡ ἐπαινετὴ σχέσι τῆς ἀγάπης σου; Ὦ γυναῖκα, ξεντύθηκες καὶ τὴν ντροπὴ μαζὶ μὲ τὸν ἄνδρα σου. Νίκησες ἀκόμη καὶ τὰ θηρία στὴν ἀγριότητα. Διότι ἐκεῖνα σεβόμενα τὸν νόμο τῆς φύσεως ἀγαποῦν τὸν σύζυγό τους. Ἀκόμη δὲ καὶ μετὰ τὸν θάνατο δὲν σβύνει ἡ ἀγάπη τους στὸν σύζυγο. Τὸ γεγονὸς τοῦτο πολλὲς φορὲς εἶναι μάρτυρας τῆς ὁμόνοιας. Μέχρι σήμερα δὲν ἀκούσαμε ὅτι κάποια λιονταρίνα ἔκαμε ἔργα ἐφάμιλλα μὲ τοὺς πόθους σου. Ἡ φύσι τῶν ἑρπετῶν ἀγνοεῖ τὴν παρανομία στοὺς συζύγους. Τὰ γένη τῶν δρακόντων εἶναι ἐλεύθερα ἀπὸ τὸ πάθος αὐτό. Κάποιος λόγος θαυμάζοντας τὴν φιλανδρία τῆς τρυγόνας ἰσχυρίζεται ὅτι καὶ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου της δὲν προδίδει τὴν κοίτη τους. Μένοντας ζωντανὴ αὐτή, κρατάει ζωντανὴ τὴν μνήμη τοῦ πεθαμένου συζύγου. Νὰ ντραπῆς τὸ πάθος σου τὸ ὁποῖο τὸ κατηγοροῦν ἀκόμη καὶ τὰ πτηνά. Σεβάσου τὴν πρᾶξι τῶν ἑρπετῶν ποὺ νικοῦν τὴν ὠμότητα. Σαὐτοὺς τοὺς γάμους, ὦ Ἡρωδιάδα, ἔγινε νυμφαγωγὸς ὁ διάβολος. Ξεσήκωσε τέτοια ζάλη, μὲ τὴν ὁποία προξένεψε τὸν θάνατο γιὰ τὸν Πρόδρομο.
β´. Τέτοιο θέατρο λοιπὸν ἐγκατέστησε μέσα στὸ παλάτι ὁ διάβολος βάζοντας τὸν Ἡρώδη ὡς πρωταγωνιστὴ τοῦ δράματος. Ὁ Βαπτιστὴς ἦταν κορυφαῖος τῶν προφητῶν, πέρας τοῦ νόμου, μεσίτης Καινῆς καὶ Παλαιᾶς Διαθήκης, «Ὁ νόμος γὰρ καὶ οἱ προφῆται ἄχρις Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ» (Λουκᾶ 16,16), ὁ πολίτης τῆς ἐρήμου, ὁ ἐργάτης τῆς σωφροσύνης, βλέποντας τὴν βασιλεία νὰ γίνεται ὑπηρέτρια τῆς ἀκολασίας, νὰ χλευάζονται τὸ ἀξίωμα καὶ οἱ ὅροι καὶ νὰ γίνεται ἡ κοινωνία θέατρο παρανομίας, βλέποντας λοιπὸν αὐτὰ ἐσάλπισε μὲ τὴν φωνή του στὴν ἔρημο. Ἔλεγε, «Φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ» (Ἠσαΐας 40,3). Ἡ φωνή του ἦταν σὰν νυστέρι γιὰ τὸ σάπιο μέλος. Ἡ φωνή του ἦταν καυτῆρι γιὰ τὴν ἄρρωστη ψυχή. «Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν αὐτήν» (Ματθαίου 3,3). Ἔγινε Νομοθέτης γιὰ τὸν βασιλιᾶ ποὺ παρανομοῦσε.
Ὢ παρρησία ποὺ δὲν δειλιάζει μπροστὰ στὴν ἄδικη βασιλεία. Λάλησε ἡ γλῶσσα του, ὅπως καὶ παλιότερα σκίρτησε στὴν μήτρα. Τότε ἔσπρωχνε τὴν φύσι νὰ κοιλοπονήση καὶ κατηγοροῦσε τὴν ἀργοπορία τῆς γέννας πρὶν ἀπὸ τὴν γέννα. Τώρα πάλι κατηγορεῖ, διότι νοθεύεται ἡ φύσι, καὶ στέλνει φωνή, ἡ ὁποία ἀστράφτει ἀπὸ σωφροσύνη. Τὸ πάθος ὅμως ἦταν ἰσχυρότερο ἀπὸ τὸ φάρμακο τῆς φωνῆς. Ὁ Ἡρώδης ἀντέδρασε ὅπως οἱ μανιακοὶ ποὺ ἐπετίθενται μὲ τὸ ξίφος ἐναντίον τοῦ γιατροῦ. Αὐτοὶ βέβαια δὲν ἔχουν αἴσθησι τῆς θεραπείας ἐξ αἰτίας τῆς ἀρρώστειας τους γιαὐτὸ καὶ ἐπετίθενται ἐναντίον τοῦ γιατροῦ σὰν νὰ εἶναι ἐχθρός τους. Ἔτσι ἀκριβῶς ἔκανε κι ὁ Ἡρώδης. Ἀπὸ τὴν μιὰ ἦταν κυριευμένος ἀπὸ φονικὴ ὀργὴ ἀναβάλλοντας τὴν τιμωρία ἐπειδὴ φοβοῦνταν τὴν φήμη τοῦ Ἰωάννη, δείχνοντας μιὰ ἀκούσια φιλανθρωπία καὶ φυλάγοντάς τον ὡς μελλοθάνατο.
Κάποτε ἦλθε ὁ καιρὸς γιὰ τὰ γενέθλια τοῦ Ἡρώδη. Ὅπως ἦταν φυσικὸ ἔγινε λαμπρὸ τὸ συμπόσιο τοῦ ἀκολάστου βασιλιᾶ. Ἡ εὐωχία στήθηκε ὅπως γνώριζε τὸ παλάτι μὲ χορό, μέθη καὶ δαιμονικὴ συντροφιὰ γιὰ τὰ γενέθλια. Ἂν καὶ θἄπρεπε νὰ εἶναι κατηφεῖς καὶ νὰ εἶναι πένθιμη ἡμέρα, διότι κατ’ αὐτὴν γεννήθηκε ἕνας ὑπηρέτης αὐτῆς τῆς παράξενης μοιχείας. Αὐτοὶ ὅμως πανηγύριζαν τὴν μνήμη τῶν γενεθλίων. Μέσα σαὐτὰ ἡ Ἡρωδιάδα ἀφοῦ ἑτοιμάστηκε γιὰ τὸν χορό εἰσπήδησε μέσα στὸ θέατρο τῆς εὐωχίας. Ἡ θυγατέρα δείχνοντας μὲ τὰ λικνίσματα ὅσα ἔμαθε ἀπὸ τὴν μάννα της ἦταν ἀκριβὲς ἀντίγραφο τῆς μητρικῆς ἀκολασίας μὲ ἀναίσχυντο βλέμμα, μὲ φιδίσιο κορμί, μὲ διαλυμένη ψυχή, μὲ σηκωμένα τὰ χέρια στὸν ἀέρα, χοροπηδώντας μὲ τὰ πόδια, μὲ ἡμίγυμνο τὸ σῶμα, πανηγύριζε τὴν ξετσιπωσιά της. Καθὼς χόρευε προσέλκυσε πάνω της τὰ μάτια ὅλων τῶν συνδαιτυμόνων. Ὁ Ἡρώδης ἔμεινε κατάπληκτος ἀπὸ τὸ θέαμα τοῦ χοροῦ καὶ ἔταξε νὰ δώση μισθὸ γιαὐτὸ ποὺ εἶδε. Ἔδωσε δὲ ἐλευθερία στὴν κόρη νὰ διαλέξη ὅποιο δῶρο ἤθελε. Ὑπέγραψε καὶ ὅρκο, νὰ δώση μέχρι καὶ τὸ μισὸ βασίλειο ὡς ἔπαθλο γιὰ τὸν χορό. Τὸ κορίτσι τότε ἀνακοίνωσε στὴν μάννα της τὴν σκέψι της. Ἀφοῦ δὲ τῆς δόθηκε ἡ εὐκαιρία νὰ δικάση, δάνεισε στὸν διάβολο τὴν ψῆφο της καὶ δωρίζει σαὐτὸν τὴν χάρι τῆς δολοφονίας τοῦ Ἰωάννου.
Τέτοια περίπου λόγια εἶπε στὸ κορίτσι της. «Σκέφτεσαι, παιδί μου, τὶ πρέπει νὰ κάνης; Ἔχοντας μπροστά σου νὰ διαλέξης ἕνα δῶρο, ἀγνοεῖς αὐτὸ ποὺ πρέπει; Ἔτσι ἡ σκέψι τοῦ τὶ πρέπει νὰ ζητήσης γίνεται αἰτία ἀναβολῆς; Παιδί μου, ποιὸ δῶρο εἶναι γιὰ μᾶς λαχταριστότερο ἀπὸ τὴν κεφαλὴ τοῦ Ἰωάννου; Ποιὸ ἄλλο ἀπὸ τὴν σφαγὴ ἐκείνου θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι γιὰ μᾶς μεγαλείτερη εὐωχία; Νὰ μᾶς φέρουν σὲ πινάκιο τὴν κεφαλή του. Νὰ χορτάσουν τὰ μάτια μας ἀφοῦ δὲν μποροῦμε νὰ τὸν φᾶμε μὲ τὰ δόντια μας. Αὐτὸς προσπαθεῖ νὰ μᾶς στερήση τὸ βασιλικὸ κρεββάτι. Ἔ λοιπόν, ἂς στερηθῆ αὐτὸς τὴν κεφαλή του. Αὐτὸς προσπαθεῖ νὰ μὲ ἀπομακρύνη ἀπὸ τοὺς πόθους μου καὶ πολεμάει ἐναντίον τῆς ἡδονῆς μου; Ἂς δεχθῆ τὸ ξίφος ποὺ εἶναι ἀκονισμένο πάνω στὴν ὀργή. Αὐτὸς ἔστειλε τὴν γλῶσσα του σὰν δόρυ. Ἂς κοπῆ μαζὶ μὲ τὴν κεφαλὴ καὶ τὸ ὄργανο τῶν λόγων του. Ἐγὼ ἐπιθυμοῦσα ἀπὸ παλιὰ νἄρθη αὐτὴ ἡ ὥρα καὶ πρὶν νὰ ἔχω τὴν ἐξουσία ὀνειροπολοῦσα τὴν εὐκαιρία. Παιδί μου, ἀπόδωσέ μου, τὴν ἀμοιβὴ τῆς διδασκαλίας μου. Δῶσε μου τὰ ἔπαθλα τῶν κόπων ποὺ κατέβαλα γιὰ σένα. Εἴθε νὰ εἶναι γιὰ χάρι μου τὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ ἐχθροῦ μου ὁ καρπὸς τοῦ χοροῦ σου. Δὲν ἀποστρέφομαι τὴν φωνή του ἀλλὰ διαπραγματεύομαι τὴν σιωπή του. Νὰ τὴν φέρουν γρήγορα, ὡς τὴν ὥρα ποὺ εἶναι σὲ ἀκμὴ τὸ συμπόσιο, ἕως ὅτου τρῶνε οἱ καλεσμένοι. Θέλω νὰ γίνη ἡ κεφαλὴ τοῦ Βαπτιστῆ μέρος τῆς ἀπολαύσεως. Θὰ χορτάσω τὴν δίψα μου μὲ τὰ αἵματα. Τροφή μου θὰ εἶναι ἡ σφαγὴ καὶ ποτό μου ἂς γίνη τὸ αἷμα». Ὢ ἀσεβέστατη μάννα, καὶ δυσεβέστατη δασκάλα!
Ἀφοῦ λοιπὸν ἡ κόρη ὁπλίσθηκε μὲ τὶς συμβουλὲς τῆς μητέρας της ἔτρεξε πρὸς τὸν Ἡρώδη ποὺ τὴν ἐπαίνεσε καὶ ζήτησε ὡς μισθὸ τοῦ χοροῦ της τὸν ἀπαίσιο φόνο. Πῶς ἀντέδρασε ὁ Ἡρώδης; Προφασίζεται τὸν θλιμμένο. Ἐσωτερικὰ μὲν πανηγύριζε, ἀλλὰ ἐξωτερικὰ παράσταινε τὸν στενοχωρημένο. Χορεύει κι αὐτὸς γιὰ χάρι τῆς κόρης μὲ τὸ σχῆμα τῆς λύπης καὶ τὴν κατήφεια τοῦ προσώπου. Χάρηκε μὲ τὴν κατὰ πρόσωπο τιμωρία τοῦ ἐχθροῦ του. Λυπήθηκε μόνο γιὰ τὴν ἀργοπορία τοῦ φόνου. Προβάλλει τὸν ὅρκο ὡς συνήγορο τοῦ φόνου καὶ ἔτσι ἐξαπατᾶ τοὺς παρόντες καλώντας τους ὡς μάρτυρες τῆς ἀληθοφανοῦς διαδικασίας τοῦ φόνου. Ὅλα δὲ αὐτὰ τὰ προσποιοῦνταν αὐτὸς ποὺ δὲν παραιτοῦνταν ἀπὸ τὴν βρωμιὰ τῆς μοιχείας!
Πώ, πώ! Τὶ ἀλλόκοτα γεγονότα! Εἰρωνεύεται τὸν φόβο τῆς ἐπιορκίας! Ἀλλὰ μὲ ὅσα εἶπε δήλωσε σαφῶς ὅτι ἔφθασε στὸν φόνο ἑκούσια καὶ ἐπιθυμώντας μανιακὰ κι ὄχι ἀκούσια ἢ τάχα πιεζόμενος.
Ἂς κάνουμε μιὰ ὑπόθεσι. Ὅταν ὑποσχέθηκε νὰ δώση μέχρι καὶ τὸ μισὸ βασίλειο καὶ τοῦ ζητήθηκε ἀντὶ γιὰ δῶρο ἡ κεφαλὴ τοῦ Ἰωάννη, σὲ τὶ θὰ ἀδικοῦνταν ὁ Ἡρώδης ἂν ἔλεγε στὸ κορίτσι τέτοια λόγια, «Ἐγὼ μέν, ὦ κορίτσι μου, ἐπειδὴ θαύμασα τὸν χορό σου γιαὐτὸ ὑποσχέθηκα ὡς μισθὸ γιὰ τὴν εὐχαρίστησί σου τὸ μισὸ βασίλειό μου. Ἐσὺ ὅμως ἐπιζητεῖς τὴν κεφαλὴ τοῦ βαπτιστῆ, ποὺ εἶναι προτιμότερη ἀπὸ ὁλόκληρο τὸ βασίλειό μου, λάμπει περισσότερο ἀπὸ τὰ σκῆπτρα μου καὶ εἶναι ὑψηλότερος ἀπὸ τὸ ἀξίωμά μου. Γιαὐτὸ λοιπὸν ἢ δεῖξε μου ἕναν ἄλλον Βαπτιστὴ καὶ ἕναν ἄλλον Ἰωάννη νὰ μένη ὡς ὑπόλοιπο στὸ βασίλειό μου, ἢ ὅπως φαίνεται ἐπιδιώκεις νὰ διαλύσης ὅλο τὸ βασίλειό μου. Ὅπως ἂν μοῦ ζητοῦσες κτήματα ἢ χρήματα θὰ μοῦ ἄφηνες τὰ μισά, ἔτσι καὶ τώρα, ποὺ ζητᾶς τὸν Βαπτιστή, νὰ μοῦ δείξης ἕναν ἄλλο νὰ παραμένη στὸ βασίλειο. Ἕως ὅτου ὅμως δὲν βλέπης ἄλλον μὲ παραπλήσια ἀρετή, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνης, κορίτσι μου, δημεύεις ὁλόκληρο τὸ βασίλειό μου».
Ὁ Ἡρώδης ὅμως δὲν εἶπε τὰ παραπάνω λόγια, ἀλλὰ σιωπᾶ εὐχαριστημένος. Χάρηκε ἐσωτερικά. Σκυθρώπασε κάπως στὴν ὄψι. Ἔντυσε τὴν ἀπανθρωπία του τάχα μὲ ὑποκριτικὴ φιλανθρωπία, ἀλλὰ μὲ χαρὰ συμφωνεῖ μὲ τὸ αἴτημα ἐπικυρώνοντας γιὰ τὸ ξίφος τὸν φόνο ποὺ εἶχε σχεδιάσει. Παραδίνει στὸν θάνατο αὐτὸν ποὺ εἶχε δέσμιο καὶ τοῦ ὁποίου μισοῦσε τὴν γλῶσσα.
Ὁ λόγος του ἔγινε ἀμέσως ἔργο, τὸ δὲ κορίτσι περίμενε τὴν ὑπόσχεσι τοῦ φόνου. Ἐνῶ ἀκόμη τὸ συμπόσιο ἦταν ἁπλωμένο, ἦλθε ἕνας ὑπασπιστὴς φέροντας σὲ ἕνα δίσκο τὸ κεφάλι μόνο του. Ἔφερε τὴν κεφαλὴ χωρὶς τὸ σῶμα ἀνάμεσα σαὐτοὺς ποὺ γλεντοῦσαν. Γιὰ τοὺς ἄλλους ἦταν ἕνα φρικτὸ θέαμα. Μόνο στὸν Ἡρώδη φαινόταν τερπνὸ ἐξ αἰτίας τῆς ἀκολασίας του. Ἅπλωσε τὰ χέρια της ἡ κόρη, ἔλαβε τὸν μισθὸ ποὺ ταίριαζε στὴν ἀκολασία καὶ πρόσφερε στὴν μάννα της τὰ δῶρα τῆς ἀδιαντροπιᾶς. Εἶπε στὴν μάννα της. «Λάβε, ὦ μητέρα, τὰ κέρδη ἀπὸ τὴν διδασκαλία ποὺ μοῦ δίδαξες. Δέξου τὴν εὐγνωμοσύνη τοῦ χοροῦ μου. Λύθηκε ἐπὶ τέλους ὁ δρόμος τῆς ἀκολασίας σου».
Ἡ κεφαλὴ βέβαια ἀπεκόπη. Ἀλλὰ ἡ φωνὴ τοῦ Ἰωάννη δὲν σιώπησε. Μετὰ τὸν θάνατό του κηρύττει ἀθάνατα. Ὦ γυναῖκα, ὅπλισες ἕναν κατήγορο ἐναντίον σου. Διότι δὲν ἔκοψες καὶ τὴν φωνή του μαζὶ μὲ τὴν κεφαλή. Ὁ κατήγορος παραμένει καὶ μετὰ ἀπὸ τὴν σφαγή. Ἡ γῆ γέμισε μὲ τὴν κατηγορία ἐναντίον σου. Ἡ θάλασσα ἀπορεῖ μὲ τὴν τόλμη σου. Ὁ οὐρανὸς ἀπὸ πάνω κηρύττει μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη. Μία γλῶσσα ἔκοψες καὶ ὁ κόσμος ὁλόκληρος ἀντικατέστησε τὴν γλῶσσα τοῦ Ἰωάννη. Ἡ κτίσι ὅλη γέμισε μὲ τὴν κατηγορία σου. Δὲν ἐννοῶ βέβαια τὸ ἀθάνατο βῆμα, τὸ ἀδέκαστο δικαστήριο, τὸν φόβο τῆς αἰωνίου κολάσεως, τὸ ἐξώτερο σκότος, ὅταν ὁ βαπτισθεὶς θὰ ἐκδικῆται τὸν βαπτίσαντα, τότε ποὺ θὰ ξεσκεπασθοῦν οἱ πράξεις τοῦ καθενός, ὅταν θὰ παραστέκουν ἄγγελοι καὶ θὰ διεκπεραιώνουν γρήγορα τὶς ποινὲς καθενός.
Αὐτὰ ἂς γίνουν σωφρονισμὸς γιὰ ὅσους ἀκοῦνε. Αὐτὸ εἶναι τὸ μήνυμα τῆς εὐαγγελικῆς διηγήσεως. Ἂς γίνουν φάρμακο γιὰ τὴν σωτηρία τὰ λόγια τῶν Εὐαγγελίων. Ἡ δὲ κατηγορία τῆς Ἡρωδιάδος ἂς γίνη σωτηρία τῶν ἀκουόντων, ὥστε νὰ ἐμφανισθοῦμε μὲ παρρησία στὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ἀπολαύσουμε τὰ αἰώνια ἀγαθὰ μαζὶ του. Σαὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.