ΜΝΙΑ φουρὰ κι ἕναν κιρό, ἀπ’ λέν’ στὰ παραμύθχια, οὐγγοῦσι πουλὺ ἕνα τρανὸ β’νό. Ἦταν ἱτμόγιννου. Φσοῦσι, ξιφσοῦσι, οὐγγοῦσι, ξιουγγοῦσι κι ὅλ’ καρτιροῦσαν σὰν τὶ θὰ γιννοῦσι τοὺ β’νό τς. Χρόνια οὐχταλιοῦνταν κι δὲν κατάφιρνι νὰ γιννήσ’. Ὥσπου, ἅμα ρουβόλτσαν τὰ χρόνια, βρέθκι μνιὰ Τρανουμαμὴ πουνηρέτσου, σὰν τν ἀλούπου ἀπ’ ξιγιννοῦσι ἀκόμα κι τς κότις στς φουλιὲς μέσ’ στὰ κουκουτουκούμασα. Τν ἀλούπου αὐτὴν τν ἴλιγαν Νύμητσα. Ἦταν μαστόρσα γιρὴ κι σπέρδουλ’ ἡ ξιπατουμέν’. Πόσα ἀηρόπλανα ἄλλαξι; Πῆγι-ἦρθι. Ξικουκκάλτσι ἄσουτα κουκουτάργια. Ἔμ τόσα χρόνια νὰ πααίντς κι νἄρχισι στς Κουλλημένις Πουλιτείις κι στοὺν ΟΥΗΑΙ δὲν γίνιτι κι μὶ τοὺ ἀζημίουτου. Ἀποὺ κάνα ψαχνὸ θἄβγαζι ἡ φουκαργιάρου ἡ Τρανουμαμὴ κάθι τρεῖς κι λίγου.
Τιλικῶς ὅμους ἔφτασι κι ἡ τρανὴ ἡ ὥρα κι ἔστση τοὺ μαμουχειρουργείου τς σιαπὰν κα’ ‘ν Κρέσπα. Ἀμ’ τὶ θάρσιτι ἰσεῖς π’ γκαουνίζντι ἀράδα. Τραπέζ’, μαχαίργια, σουϊάδις, γδαρουμάχιρα, χλιάρις, χλιάργια κι χλιαρούλια, ὅλα ἕτοιμα γιὰ τὰ γηνντούργια. Ἰπιτέλους γένντσι τοὺ ἔρμου τοὺ β’νό μας. Ὅμους τοὺ κούτσκου βγῆκι λειψανάφαγου. Ἦταν ντὶπ λιανό. Ἕνα β’νὸ γέντσι πουντικούλ’! Ἀ ρὰ γένιτι κι αὐτόϊας; Ἔτσιας ἴλιγαν οἱ θκοίμας οἱ παλιοί. Ντὶπ κρῖμα στοὺ σύρι κι ἔλα τόσα χρόνια. Ἔπριπι ὅμους πάλι νὰ καρτιρέσν κάνα δγυὸ-τρεῖς μῆνις, γιὰ νὰ πουδαρώσ’ τοὺ ἔρμου τοὺ κούτσκου κι ὕστιρα νὰ τοὺ βγάλν στοὺ φαντὸ στς μαρμαρουκουλόνις στὰ Σκρόπχια.
Κα’ τς τριάντα Σιπτιμβρίου 2018 τὄβγαλαν στὰ κιραμίδγια. Π’ νὰ μὴν τὄβγαζαν. Ὤχ οἱ ξάλμυρ’! Τὶ ἤθιλναν κι τὄβγαναν; Βγῆκι ντὶπ ζαΐφκου-ζούφχιου τοὺ ἔρμουτ’, ἀπ’ λέν’ οἱ μπάμπις στοὺ χουργιό μας. Σὰν τἀρνιά μας, π’ δὲν μπουρούσαμι νὰ τὰ πλύσουμι στοὺ Νιάημιρου στὰ Σέρβγια, ἰπειδὴς τσιρλίζουνταν τοὺν Αὔγουστου κι φτώχυναν ντὶπ καταντίπ.
ΟΜΟΥΣ νὰ τοὺ ξέρτι καλά. Ἡ θκόζμας ἡ Ἀλέξς ἔχ’ κι ἄλλ’ μνιὰ γιρὴ ΣΥΝΤΑΓΗ. Τοὺ ΟΧ’ ξέρ’ νὰ τοὺ φκιάν’ ΝΑΙ. Μᾶς τσούζ’ δὲν μᾶς τσούζ’. Κι νὰ δῆς. Τοὺ φκιάν’ κι ντὶπ δημουκρατκά τοὺ βιριάγκουτ’!!! Μπουρεῖ ἀκόμα κι τοὺ πουντικούλ’ ἀπ’ γιννήθκι ἰχτὲ στὰ Σκρόπχια νὰ τοὺ ξιταλώσ’ χέργια, πουδάργια, νουρά, κι νὰ τοὺ φκιάσ’ ἰλέφαντα μὶ δικατρία κέρατα. Φουκαράδιζμ’ ΜΑΚΙΔΟΝΙΣ, πρέπ’ νἀντέξουμι ὅλ’. Ἡ Ἀλέξς κι ἡ ρουδουκόκκιανους Γκουτσιᾶς θὰ μᾶς βγάλν τοὺ γάλα ἀπ’ βύζαξάμι.
Φαντάσ’ ἡ μπαρμπαΓιάνντς ἡ Μιταξᾶς (ὤχ τὶ γράφου) νὰ μασκάριβι ἰκείνου τοὺ ΟΧ’, ἀ κι νὰ τὄφκιανι ΝΑΙ. Τώραϊας ἀπ’ τὰ λέμι, ἡ μψὴ Ἱλλὰς θὰ ἦταν Χιτλιρικιὰ, ἡ ἄλλ’ Μουσουλινικιὰ κι σὰν παραπέρα Μπουλγκαρικιά! Ἂχ Ἱλλάδα σι ἀγαπῶ… Μπράβους ἀ ρὰ μπαρμπαΓιάνν’ Μιταξᾶ!!! Ἦσαν παλληκάρ’ κι σὺ κι ὅσ’ πουλέμσιτι τοὺ ‘40!!! Ἰφτυχῶς ἀπ’ εἶνι γραμμέν’ ἡ ἱστουρία ἀπ’ τς αὐτόπτδις τς μαρτύρ’. Ἔγραψι κι ἡ Ἰλύτς κι ἄλλ’ ἀπ’ πουλέμσαν, Ἰκεῖ σιαπὰν στὴν Κουρυτσᾶ… Ἀλλιῶς θὰ ἰλιγέτι γιὰ τίπουτα συνουστισμοὶ σιαπὰν στν Πίνδου. Μὴ χαζὰ ρά. Μὴ χαζὰ ρά.
Ἀ ρὰ φουκαράμ’ Ἀλέξ’, ἅμα σκουθῆ τοὺ ΠΑΛΛΗΚΑΡ’, ἀπ’ ἔφτασι σιακάτ’ στς Ἰνδίις, θὰ σὶ γαλουμιτρήσ’ κι θὰ σὶ πῆ: Μανάριμ’, ἢ νὰ ἀλλάξς τὄνουμασ’, ἢ νὰ ἀλλάξς πιρπατσιά. Κι τν Τρανουμαμή μὴ τ’ φουβᾶσι ρά.
1.10.2018
Μνιὰ μέρα ὕστιρας
ἀπ’ τοὺ Δημουψήφζμα στὰ Σκρόπχια.
ἀρ.νι.μα.