-Χάμπο;
-Τι ‘ναι Κάκο;
-Συ που, ετς…που διαβάζεις εφημερίδες, που βλέπεις ειδήσεις, που ξες πολιτική ας πούμε. Να σε ρωτήσω κάτι;
-Ρώτα Κάκο κι άμα ξέρω να σε πω.
-Ξες εσύ! Αφνοί, λέει κάνουν κρυφές δημοσκοπήσεις. Τι ‘ναι αυτό Χάμπο; Γιατί είν’ κρυφές; Κι άμα ήταν φανερά, δηλαδή, τι θα λα γινόταν;
-Στασου Κάκο. Ένα – ένα. Με ρέγουλα. Πάμε με τη σειρά.
-Να πάμε όπως θες Χάμπο μον’ πε μου συ.
-Κρυφές δημοσκοπήσεις. Κρυφές ας πούμε σα τα χρόνια της Κούλας της μοδίστρας. Ξες, ας πούμε, συ πόσο χρονών είν’ η Κούλα;
-Όχι Χάμπο. Που να ξέρω; Αφού δε λέει αυτή, γω που να ξέρω.
-Και τι λέει Χάμπο σα τη ρωτάς;
-Κούλα λέει “όσο φαίνομαι είμαι” ή πάλι λέει “να μη σε μέλλει”, λέει.
-Α μπράβο! Να πεις είναι 30; Μπορεί! Να πεις είναι 40 βάλε; Πάλι μπορεί.
-Έ ναι. Μα δε μπορεί. Κατ’ θα ‘ναι!
-Ναι Κάκο. Αυτή είναι ό,τι είναι. Σένα όμως σ’ αφήνει να φαντάζεσαι ότ’ θες.
-Ναι για!
-Μια μέρα ας πούμε θα σε πει “τι να σου κάνω και γω μικρή κοπέλα”; Θα πεις και συ, “λες να ‘ναι 25;
-Λες ε;
-Ξέρω γω;
-Την άλλη θα σε πει “κουράστηκα τόσα χρόνια στο βελόνι”. Θα πεις συ “ ρε λες να ‘ ναι πάνω από 40 για να κουράστηκε τόσο;
-Ναι Χάμπο, αλλά…
-Κοίτα Κάκο. Θα σε πάω αλλού γιατί με την Κούλα σα να μπερδεύτηκες.
-Ναι Χάμπο, πε το αλλιώς να καταλάβω.
-Ψες βράδυ, εδώ στον καφενέ, τι έκανες;
-Ψες βράδυ; Τι έκανα; Έπινα τσίπρα.
-Και πόσα ήπιες Κάκο;
-Ξέρω γω; Καμιά δεκαριά;
-Σε μένα Κάκο λες καμιά δεκαριά. Γιατί Κακό;
-Γιατί Χάμπο ψες βράδυ μαζί τα πίναμε.
-Στην κυρά ς, ψες βράδυ σα γύρισες σπίτι, δε σε ρώτησε “Κάκο, πάλι ήπιες;”.
-Με ρώτηξε Χάμπο. Πως για;
-Και τι της είπες Κάκο;
-Της είπα “έεε δύο – τρία”.
-Γιατί στην κυρά ς είπες Κάκο “δύο – τρία” και σε μένα είπες “δεκαριά”;
-Γιατί Χάμπο συ είσαι θκος μου. Αν πω στην κυρά μ’ δεκαριά; Μαύρο φίδι που μ’ έφαε!
-Έ! Αφού είσαι δάσκαλος ρε Κάκο, τι με ζαλίζεις τι είναι οι “ κρυφές δημοσκοπήσεις”;