Χαντακωμένα τα μετακατοχικά – μετεμφυλιακά χρόνια, αφού τα όνειρα ήταν ημερήσια, να πορέψουμε σήμερα κι έχει ο
Θ(ε)ός.
Το ψωμί λιγοστό, αφού τα μεροκάματα ήταν δυσεύρετα για τα λαϊκά στρώματα, οικοδόμοι, εργάτες, τσιφτσήδες, με μυστριά και σκεπαρίδες, συνωστίζονταν μπροστά στ΄Νταβάν΄, στο ανθρωποπάζαρο, για να τους διαλέξουν τα αφεντικά.
Ανάσαιναν, όμως, με φιλίες ατράνταχτες, για μια ζωή είχαν πού να βαΐσουν, ξεχνιούνταν και λυτρώνονταν με τα γιορτάσια κι άλλες σημαδιακές γιορτές του χρόνου, κυρίαρχη ανάμεσά τους η Αποκριά, που τους έδεναν με την κοινότητα.
Μπορεί το κορυφαίο, το τρανό γεγονός της αποκριάς να είναι οι Φανοί, όμως, όλη την προηγούμενη βδομάδα τα καρναβάλια βούιζαν στα στενοσόκακα.
Μπορεί στο Ερμιόνιο, στου Τερζή και στου Καραδήμου οι αστοί να ντύνονταν αρλεκίνοι και κολομπίνες κατά τα ευρωπαϊκά, η φτωχολογιά, όμως, είχε άλλες συνήθειες, εκτός από τα ντόπια.
Η αντιστροφή, άντρες ντυμένοι γυναίκες και γυναίκες – άντρες, στο κλίμα της ανατροπής της αποκριάς, ή και για ευκολία, ήταν μια προτίμηση.
Κι οι πιο φτωχοί άντρες ράβονταν για το γάμο και το γαμπριάτικο κοστούμι, σπανίως φορεμένο και πάντα χωρίς γραβάτα, αφού δεν ανέχονταν ζυγό στο ζνίχο, τους συνόδευε μέχρι το ξόδι.
Αλλά κι οι γυναίκες, ίσως, να δανείζονταν το νυφιάτικο, έραβαν , όμως, πάντα το δεύτερο, συνήθως μαύρο, για να γνωρίσει η νύφη καλύτερα το σόι σε επίσκεψή της τη δεύτερη Κυριακή. Κι αυτό το ρούχο κρατούσε μια ζωή προσαρμοσμένο σε χαρές και λύπες, αφού τα λιγοστά ρούχα τα τιμούσαν και δεν αντλούσαν αξία από αυτά.
Τέλη δεκαετίας του ΄50, βράδυ αποκριάς και μια ομάδα ανδροντυμένων γυναικών ξεπροβάλλει στη βόλτα, με πρώτη στάση στο γλυκόλαλο κλαρίνο του Καλέα, στο καφενείο του Πατρώνα.
Μια κουστουμάτη βεργολυγερή από φτιαξιά ή από στερήσεις, σέρνει πρώτη το χορό, όταν αντηχεί: γεια σου Μανόλη Καρά, με τα τσαλίμια σου, το όνομα και το παρατσούκλι του σκουρόπετσου πατέρα μου, που ήταν παρών, αλλά βυθισμένος ως ταιριασμένος Σκαρκιώτης. Το μοναδικό, το γαμπριάτικο κοστούμι του πατέρα μου, ως πολύχρονο σήμα, πρόδωσε τη μητέρα μου, που έγινε άφαντη…
Οι Παρταλαίοι ήταν η άλλη αγαπημένη μεταμφίεση. Οι όπλατες, μπαλώματα στα παρτάλια, ήταν ένα ακόμα ζύγι νοικοκυροσύνης εκτός από τα ασπρισμένα ραλίκια, τα γιαπράκια- τσιόμκες, τα τανυσμένα στρωσίδια. Κι η μια όπλατα πάνω στην άλλη ήταν η ακραία ένδειξη φτώχειας, αλλά τα παραφθαρμένα ρούχα κανέναν δεν καταδίκαζαν και μόνον η βρωμιά ήταν ντροπή.
Οι παρταλαίοι της Σκ΄ρκας προσωποκαλυμμένοι κι αμίλητοι, αφού η επιτυχία ήταν να μην αναγνωριστούν στα σπίτια συγγενών, φίλων, κουμπάρων που τους περίμενα ορθάνοιχτα, αλλά να δοκιμάσουν τους μπακλαβάδες και τα σαραγλιά με τα αραχνοϋφαντα φύλλα, να πειράξουν χειρονομώντας, να ευχηθούν με νοήματα την καλοχρονιά και να φύγουν.
Εγώ μικρό κοριτσάκι τους ακολουθούσα κι όταν τους έχανα στο χαμό της αποκριάς τσίριζα, μαμά.. κι η μάνα μου αποκρινόταν με τα χαϊδευτικά, ξιπατουμένου, ουρσούζκου, που μ΄ακλουθάς, άντυτου κιόλας, αφού ντυμένοι ήταν μόνον οι
μεταμφιεσμένοι , όκαχτη ου μπαμπάς σ΄είσι…
Καλή απουκρά,
Με ελπίδες να σιγήσουν τα όπλα
Να φύγει το χτικιό
Τάσα Σιόμου
Υ.Γ.
Ως θυμίαμα σε όλους τους ανυποψίαστους που κράτησαν τα αντέτια μας κι εγχύμωσαν τη διακριτή ύπαρξη του τόπου μας κι ενίσχυσαν την ανυπακοή μας.