Αφορμή για το «τεχνικό» κείμενο αυτό στάθηκε η φράση που από πάρα πολλούς ακούω τις τελευταίες ημέρες: «κάτσε να ανοίξουν οι τράπεζες, και ξέρω τι θα κάνω τα χρήματα μου». Με αυτή, αιτιολογείται απολύτως το καθεστώς τραπεζικής αργίας (bank holiday) που διερχόμαστε, και συνάμα καταδεικνύεται η ανησυχία όλων των καταθετών, που θα καταλαγιάσει μετά από πολλούς μήνες. Είμαστε, λοιπόν περισσότερο από ποτέ, πιο κοντά στο ενδεχόμενο κουρέματος των καταθέσεων;
Μέχρι σήμερα οι τράπεζες ήταν στο μυαλό του μέσου Έλληνα, οι γνωστοί καταραμένοι τοκογλύφοι που έπρεπε να καούν στην πυρά. Εν πολλοίς, αυτή η άποψη δεν είναι τυχαία εδραιωμένη, αφού τα εδώ πιστωτικά ιδρύματα έχουν επιδείξει ελάχιστα καλή τραπεζική πρακτική προς τους συναλλασσόμενους και πελάτες τους.
Φαίνεται όμως πως εδώ και 10 μέρες στην σύγχρονη πτωχή Ελλάδα μας, αγωνιούμε τελικώς για την διάσωσή τους και -για να το πω καλύτερα- για την διάσωση των καταθέσεων μέσω της διάσωσής τους. Μα, τώρα; Τώρα αγωνιούμε για αυτές; Τώρα που είμαστε όλοι πτωχοί;
Δυστυχώς, αρχίζουμε μόλις τώρα να αντιλαμβανόμαστε την σημασία και την συνεισφορά τους στην οικονομία και την ευημερία ενός τόπου. Και από την δαιμονοποίηση τους μέχρι την αγιογραφία τους θα πει κανείς ότι η απόσταση είναι τεράστια, αλλά καταφέρνουμε σιγά-σιγά, αν μη τι άλλο, να αντιλαμβανόμαστε το τι γίνεται και το πόσο αλληλένδετες στην κοινωνική και πολιτική ζωή μας, τελικώς, είναι. Και, ναι, η παρουσία τους είναι αναγκαία.
Καταρχήν, πρέπει να ξεκαθαρίσω την άποψη μου: οι τράπεζες μας, τουλάχιστον οι λεγόμενες «συστημικές», είναι ουσιαστικά πτωχές, δεδομένης, άλλωστε της αδυναμίας τους να αποδώσουν ημερησίως περισσότερα από 60 ευρώ την ημέρα στους καταθέτες. Προσεχώς, δε, ακόμη λιγότερα.
Η γύμνια τους, που σήμερα διαπιστώθηκε από το σύνολο του κόσμου, ξεκίνησε ήδη από το 2010 από ένα κατάπτυστο και εκτός δικής μου λογικής νόμο (τον περίφημο νόμο Κατσέλη, η οποία, ως εκπρόσωπος πλέον της Ελληνικής Ένωσης τραπεζών, ειρήσθω εν παρόδω, συνηγορεί με την άποψη μου περί γύμνιας, εδώ: http://loukakatseli.gr/λούκα-κατσέλη-το-ελληνικό-τραπεζικό-σ/ και μάλιστα ΠΡΙΝ από το πρόσφατο bank run) που έθεσε την πρώτη βόμβα στα θεμέλια τους, γεμίζοντας τους με «κακά» έως «σκουπίδια» δάνεια.
Και μπορεί, λόγω διαχείρισης «κακών χαρτοφυλακίων» όπως αυτά, που στο σύνολο τους αποτελούν και εγγύηση (collateral) προς την ΕΚΤ, το ζήτημα να μην ετέθη νωρίτερα, αλλά στην ανάγκη ενδεχομένως αναζήτησης κουρέματος και νέων εγγυήσεων, η ΕΚΤ θα εξορθολογήσει, ενδεχομένως, τα δάνεια αυτά και θα τα βρει μπροστά της. Μαζί της και εμείς που ήδη έχουν συνεισφέρει στην αναχρηματοδότησή και επανακεφαλαιοποίησή τους. Που δεν αποκλείεται να το ξανακάνουμε σύντομα.
Ακολούθησαν όλως ενδεικτικά: κουρέματα ομολόγων, σχεδόν υποχρεωτικές απορροφήσεις τοξικών τραπεζών που είχαν αποτύχει και πλήρης υποβάθμιση της εμπιστοσύνης προς εκείνες που αποτελούσε και το τελευταίο σημαντικό του ενεργητικού (asset) τους. Περνούσαν βέβαια, υποτίθεται, τα λεγόμενα stress test, οπότε ευλόγως αναρωτιόμαστε: Τότε γιατί φτάσαμε στις ουρές των ΑΤΜ, την ασφυξία των (ούτως ή άλλως εδώ και χρόνια ταλαιπωρημένων) επιχειρήσεων και το λεγόμενο (ιδιότυπο στην εφαρμογή του) capital control;
Η θεωρητική κουβέντα είναι ατέλειωτη για το τι έφταιξε και το τι μέλλει γενέσθαι και γι’ αυτό στην παρούσα, αισθάνθηκα την ανάγκη να απαντήσω επιπλέον σε 2 «τεχνικά» και πρακτικά ερωτήματα που απασχολούν το σύνολο των καταθετών και συναλλασσομένων: Είναι οι καταθέσεις μου στις Ελληνικές τράπεζες εγγυημένες; Οτιδήποτε έχω στην τραπεζική θυρίδα μου κινδυνεύω να το χάσω;
Όσο πιο συνοπτικά απαντώντας ως προς το πρώτο ερώτημα, θα πρέπει να ξεκαθαριστεί πως σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, σε εφαρμογή αρκετά παλαιότερης κοινοτικής νομοθεσίας, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής σταθερότητας (ΤΧΣ), είναι ήδη συστημένο από το 2010 ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με σκοπό την διατήρηση της σταθερότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, ενώ το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (ΤΕΚΕ), συστημένο από το 2009 με κεφάλαια των τραπεζών του συστήματος που υποχρεωτικά τα μετέφεραν, εγγυώνται, μεταξύ άλλων, τις καταθέσεις μέχρι του ποσού των 100.000 ευρώ ανά καταθέτη και ανά τράπεζα σε περίπτωση αδυναμίας εκπλήρωσης της υποχρέωσης της τράπεζας, δηλαδή επιστροφής στον καταθέτη των χρημάτων που αυτός τις κατέθεσε. Για να γίνει πιο εύληπτο το παράδειγμα, στην περίπτωση της ανάκλησης της συνεταιριστικής Δυτ. Μακεδονίας, εάν δεν είχε αποφασίσει η ελληνική πολιτεία την κάλυψη του συνόλου των καταθετών και ανεξαρτήτως ποσού κατάθεσης, το ΤΕΚΕ θα κάλυπτε μόνο έως 100.000 ευρώ κατά τους κανόνες του.
Αυτό μπορεί να ακούγεται για πολλούς ικανοποιητικό, πλην όμως καταρχήν θα πρέπει ξεκάθαρα να διευκρινισθεί και διερευνηθεί εάν το ΤΧΣ και το ΤΕΚΕ έχουν επάρκεια κεφαλαίων για να καλύψουν το σύνολο των καταθέσεων σε περίπτωση κατά την οποία η οποιαδήποτε τράπεζα, αφού επανέλθει από την τραπεζική αργία που μέχρι σήμερα ισχύει, αρνηθεί την επιστροφή των καταθέσεων. Ολως ενδεικτικά, τα κεφάλαια του ΤΕΚΕ, αυτή την στιγμή δεν φαίνεται να ξεπερνούν τα 2 δις. Δική μου δυσάρεστη εκτίμηση αποτελεί το ότι κατά πάσα πιθανότητα η όποια απόφαση κουρέματος θα φέρει την ονομασία, τον τίτλο –πείτε όπως θέλετε- τέλους ή φόρου ή οτιδήποτε, ώστε να ΜΗΝ εμφανισθεί ως αδυναμία του πιστωτικού ιδρύματος να αντεπεξέλθει στην επιστροφή των καταθέσεων, αλλά ως υποχρέωση καταθετών προς την Ελληνική πολιτεία. Από εκεί και πέρα, μεγάλη κουβέντα μπορεί να γίνει για το εάν θα μπορεί ή θα πρέπει να ενεργοποιηθεί το ΤΕΚΕ και εάν υποκρύπτεται στην ουσία αδυναμία επιστροφής των καταθέσεων εκ μέρους των τραπεζών (άρα έχει επέλθει ο κίνδυνος της ασφάλειας του ΤΕΚΕ). Εντούτοις, αυτό μέλλει να κριθεί στα Ελληνικά και Ευρωπαϊκά, ενδεχομένως, δικαστήρια, αφού όμως το όποιο ποσό κουρέματος αποδοθεί προηγουμένως στην Ελληνική κυβέρνηση.
Οι θυρίδες, από την άλλη, δεν καλύπτονται από το ΤΕΚΕ και σε κάθε περίπτωση δεν αποτελούν κατάθεση, κατά την θεωρία της ανώμαλης παρακαταθήκης άλλως δανεισμού, σύμφωνα με την νομική επιστήμη. Είναι απλώς, μίσθωση ενός χώρου εντός της τραπέζης, έναντι ετησίου μισθώματος. Με βάση την υφιστάμενη νομοθεσία, θεωρώ απίθανη την περίπτωση να διαταχθεί «κούρεμα» περιεχομένου θυρίδων, δεδομένου, καταρχήν, ότι το περιεχόμενό του ενδεχομένως να μην είναι χρηματικό. Είναι εξαιρετικά απίθανη, κατά την γνώμη μου, η επιβολή κατάσχεσης ή δέσμευσης του περιεχομένου τους, καθόσον αυτό θα παραβίαζε ευθέως θεμελιώδη συνταγματικά δικαιώματα των μισθωτών θυρίδας, αφού θα ζητούσε, χωρίς μάλιστα, να συντρέχει λόγος στο πρόσωπο των πιστωτικών ιδρυμάτων (δεδομένου ότι αυτά δεν οφείλουν τίποτα στους πελάτες τους) την καταβολή από τους συναλλασσόμενους χρηματικών αξιών απευθείας προς το Ελληνικό δημόσιο άνευ αιτιολογίας της εις βάρους τους διάκρισης από τους λοιπούς πολίτες. Πιο απλά, θα ήταν σαν να επιχειρούσε να φορολογήσει άμεσα και οριζόντια οτιδήποτε βρίσκεται μέσα στο σπίτι του καθενός από εμάς.
Αντί επιλόγου: Για ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν υπάρχει τίποτα πολυτιμότερο από την εμπιστοσύνη των πελατών του. Η επάνοδος στην προηγούμενη κανονική λειτουργία των τραπεζών δεν θα είναι εύκολη και σίγουρα δεν θα είναι άμεση, αναλόγως των ενεργειών που θα λάβουν χώρα. Δεν αποκλείεται στο τέλος του τούνελ που διερχόμαστε, να βρεθούμε με ακόμη λιγότερες τράπεζες ως επιλογή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα ήταν ο,τι καλύτερο για τον καταναλωτή-όταν η αγορά ξεκινήσει και πάλι να λειτουργεί.
Βρίκος Ζήσης,
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
LL.M. Τραπεζικού και Χρηματοοικονομικού Δικαίου, QMW, Πανεπιστήμιο του Λονδίνου