Το ότι ενδεχομένως ο Αλέξης Τσίπρας δεν θα μπορέσει να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, αλλά και το ότι, ακόμα και αν σχηματίσει, στην κυβερνητική του διαδρομή θα χάσει βουλευτές από τα αριστερά του, σημαίνουν μια δύσκολη μετεκλογική περίοδο για τη χώρα. Προβλέπεται μια περίοδος μεγάλης πολιτικής αστάθειας, της οποίας τη διάρκεια δεν γνωρίζει κανείς.
Η Ελλάδα, πέρα από τις οικονομικές προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, θα πρέπει να διαχειριστεί και τα εσωτερικά της ζητήματα, σε μια εποχή που με δεδομένη τη στείρα κομματική αντιπαράθεση, η εθνική συνεννόηση ακούγεται σαν ανέκδοτο.
Οι δύο ισχυροί πόλοι του παλιού δικομματισμού κατακερματίστηκαν. Η απώλεια της αξιοπιστίας των ηγετικών τους ομάδων, έκανε και τους πιο φανατικούς παραδοσιακούς ψηφοφόρους τους να τους αμφισβητήσουν, και σε συνδυασμό με το πολιτικό κόστος από την εφαρμογή των μνημονίων, φαίνεται να τους έχει θέσει εκτός σκακιέρας της 26ης Ιανουαρίου.
Από την άλλη, ο Αλέξης Τσίπρας αδυνατεί να δημιουργήσει μια συντεταγμένη ομάδα, τα μέλη της οποίας θα έχουν συνοχή μεταξύ τους. Τόσο το ότι συνεργάζεται προεκλογικά με τους ορφανούς και περιφερόμενους του παλαιού συστήματος, όσο και το ότι -αν και εν δυνάμει κυβερνητικό κόμμα- οι θέσεις του σε κορυφαία ζητήματα οικονομικής, ενεργειακής, και εθνικής πολιτικής, δεν είναι ακόμα ώριμες, καθιστούν αδύνατη τη συνεννόηση ακόμα και στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Οπότε καταλαβαίνει κανείς, πως ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης ευρύτερης συναίνεσης με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση.
Συνεπώς η επόμενη μέρα των πρόωρων εκλογών ξεκινάει με προβλήματα, για τα οποία δεν γνωρίζουμε καν αν υπάρχει διαχειριστής. Ακόμα και το αισιόδοξο σενάριο της αυτοδυναμίας Τσίπρα, γεννά ανησυχίες για το κατά πόσο μια ανομοιογενής κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί με σταθερότητα και υπευθυνότητα, να βοηθήσει τη χώρα να ανακτήσει την παλιά της αξιοπιστία σε διεθνές επίπεδο. Σωτήρια λύση για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να αποτελέσει η αυστηρή εφαρμογή της κομματικής πειθαρχίας με κομμουνιστικά πρότυπα, κάτι που όπως γνωρίζουμε έχει προβλεφθεί.
Στην εξομάλυνση της κατάστασης, πρέπει να συμβάλλουν τους επόμενους μήνες όλα τα κόμματα. Κόμματα που ιστορικά έχουν υποχρέωση να αφήσουν στην άκρη τις φιλοδοξίες τους και την πρόσκαιρη πολιτική τους επιβίωση. Κόμματα που επιβάλλεται να εγγυηθούν πως η χώρα και κατ’ επέκταση οι πολίτες της, δεν θα χάνουν πλέον κεκτημένα, και που έχουν πρόγραμμα για την επόμενη μέρα των μνημονίων.
Το ερώτημα είναι το εξής: Σε μια τέτοια υποθετική κατάσταση, έχει το πολιτικό σύστημα την ωριμότητα να κάτσει στο ίδιο τραπέζι; Μπορεί μετά από τόση στείρα πόλωση ο Σαμαράς να κάτσει στο ίδιο τραπέζι με τον Καμμένο; Μπορεί ο Βενιζέλος να συνεννοηθεί με τον Παπανδρέου; Μπορεί ο Κουβέλης να εμπιστευθεί τον Τσίπρα; Εστιάζω στην επανασύνδεση συγγενών πολιτικά δυνάμεων, που θεωρητικά είναι πιο εύκολες. Αν και πρακτικά, κάποιες από αυτές είναι αδύνατες. Τα μέλη της τριμερούς συγκυβέρνησης, έδειξαν πως τα προηγούμενα χρόνια, έχουν αποκτήσει κουλτούρα συνεργασίας. Τις εξετάσεις αυτές, θα κληθούν να περάσουν και τα μέλη του πρώην αντιμνημονιακού τόξου.
Εν τέλει: ο διάλογος τους χρειάζεται όλους. Και θα είναι λάθος να μείνουν εκτός παιχνιδιού, σημαντικοί παίκτες που ενώ θα μπορούσαν να είναι ρυθμιστές, είναι πιθανό να προκαλέσουν πολιτικά αδιέξοδα με ορίζοντα την ακυβερνησία.