Πόσο αργεί να έρθει αυτή η βροχή! Να ξεπλύνει τ’ αποκαΐδια, να νοτίσει τις στάχτες, να παρασύρει μακριά τις εικόνες του τρόμου! Κι όταν σταματήσει, ν’ αφήσει πίσω της ένα ουράνιο τόξο με τα χρώματα της ελπίδας…
Στο μεταξύ, θα μετράμε τους νεκρούς μας, θ’ αναζητούμε αγνοούμενους, θα βλέπουμε φωτογραφίες με παιδικά χαμόγελα που έσβησαν για πάντα, θ’ ανεβάζουμε μαύρες κορδέλες στο Facebook, θα προσπαθούμε να πάρουμε ανάσα μέσα απ’ τους καπνούς, θα βλέπουμε τσουρουφλισμένα σκυλιά να τριγυρνούν μέσα στον ορυμαγδό και θολές σκηνές συνωστισμένων ανθρώπων στην παραλία να περιμένουν πλεούμενα – όπως κάποιοι άλλοι περίμεναν μάταια τα καράβια σε μια άλλη παραλία πριν ενενήντα έξι χρόνια – θα δακρύζουμε, θα κλείνουμε την τηλεόραση…
Πόσο αργεί να έρθει αυτή η βροχή! Να σκεπάσει τις κραυγές των απελπισμένων, τα κλάματα των μικρών παιδιών, το λαχάνιασμα αυτών που παλεύουν να γλιτώσουν, το βόμβο των Canadair, το τρίξιμο των ξερόκλαδων που καίγονται! Να δροσίσει τα κάθιδρα πρόσωπα! Να εξαφανίσει τις ΚΙΤΡΙΝΕΣ ΣΑΚΟΥΛΕΣ – αυτές, που στο εξής, θα κατατρύχουν τις μέρες μου, θα στοιχειώνουν τις νύχτες μου! –
Παίρνω μαρκαδόρο ανεξίτηλο και διαγράφω τις παραλίες που πήγαινα παιδί μικρό, εκεί που πρωταγάπησα τη θάλασσα τη διάφανη, με τα μεγάλα βότσαλα: Μάτι, Αργυρή Ακτή, Κόκκινο Λιμανάκι, Ραφήνα. Εκεί που τις Κυριακές πήγαιναν κάποτε για μπάνιο οι οικογένειες με κέφι και τραγούδια, χθες κάποιες άλλες οικογένειες πέρασαν σφιχταγκαλιασμένες τις τελευταίες τους στιγμές. Δεν το χωράει ο νους…
Πόσο αργεί να έρθει αυτή η βροχή! Να φανεί πάλι ο ουρανός! Να τα πάρει όλα στο διάβα της! Τις ΚΙΤΡΙΝΕΣ ΣΑΚΟΥΛΕΣ, τους εφιάλτες – μα, ναι, όπου να ’ναι θα ξυπνήσουμε, δεν μπορεί!-, τα ερωτηματικά, τον άφατο πόνο, τον θυμό… Δεν υπάρχει αυτό που ζούμε, απλά δεν υπάρχει!
Σπίτια στις φλόγες, άνθρωποι στη θάλασσα, προσκλητήριο των πεθαμένων, σοροί που περιμένουν ταυτοποίηση, νεκρανάσταση των αναζητήσεων του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, ΚΙΤΡΙΝΕΣ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΕΣ ΣΑΚΟΥΛΕΣ, σημαίες μεσίστιες – μα δεν τελειώνει ποτέ ο πόλεμος σ’ αυτή την καθημαγμένη χώρα;
Πέτρωσα στη θέση μου κι η φωνή μου δεν βγαίνει. Εσύ, αν ακόμα μπορείς ν’ αρθρώσεις λόγο, προσευχήσου σε όποιον θεό πιστεύεις, να τελειώσει γρήγορα το κακό όνειρο, να ξαναγίνουν όλα όπως πριν, γιατί οι αντοχές μου μ’ εγκαταλείπουν και δύναμη άλλη δεν έχω. Ούτε δάκρια.
Κι η βροχή – η καθαρτήρια βροχή – αργεί πολύ, πάρα πολύ…
www.palmografos.com