Ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Κωνσταντίνος Χατζηδάκης παρουσίασε το τελικό σχέδιο Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης των λιγνιτικών περιοχών της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης.
Το αντικείμενο του masterplan της απολιγνιτοποίησης είναι η κατάρτιση ενός ολοκληρωμένου οδικού χάρτη για την Δίκαιη Αναπτυξιακή Μετάβαση των λιγνιτικών περιοχών της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης, σε συνέχεια της απόφασης της Κυβέρνησης για παύση της λειτουργίας όλων των εν λειτουργία λιγνιτικών μονάδων έως το 2023 (και της Πτολεμαΐδας V ως λιγνιτικής μονάδας έως το 2028), στο πλαίσιο των εθνικών και ευρωπαϊκών πολιτικών για τη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου και τη μετάβαση σε μια οικονομία κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050.
Το Σχέδιο εδράζεται σε πέντε πυλώνες ανάπτυξης: Καθαρή ενέργεια. Βιομηχανία, βιοτεχνία και εμπόριο. Έξυπνη αγροτική παραγωγή. Βιώσιμος τουρισμός. Τεχνολογία και εκπαίδευση.
Προτεραιότητα του Σχεδίου είναι η προσέλκυση παραγωγικών επενδύσεων στις λιγνιτικές περιοχές και η δημιουργία βιώσιμων θέσεων εργασίας που θα υπερκαλύψουν αυτές που θα χαθούν λόγω της απολιγνιτοποίησης. Το Σχέδιο θέτει τα θεμέλια για τη δημιουργία ενός παραγωγικού μοντέλου που δεν θα εξαρτάται μόνο από την ενέργεια, αλλά και από τη βιομηχανία, τη βιοτεχνία, τον εναλλακτικό τουρισμό και την βιολογική γεωργία Βασικό εργαλείο για την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων αυτών είναι η χρηματοδότηση ύψους 5 δισ. ευρώ από κοινοτικούς και εθνικούς πόρους που θα διοχετευθεί στις λιγνιτικές περιοχές έως το 2027.
Στόχος του masterplan είναι η μετάβαση της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης που επί δεκαετίες είχαν υπέρμετρη εξάρτηση από την λιγνιτική δραστηριότητα της Δ.Ε.Η. (και τις συναφείς δραστηριότητες) σε ένα βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο, με ανάπτυξη άλλων δραστηριοτήτων με πράσινο και καινοτόμο πρόσημο και ενίσχυση της απασχόλησης. Σημειώνεται ότι η κατάργηση των δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων το 2013 κατέστησε την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη έντονα ζημιογόνα, ενώ η αύξηση των τιμών των δικαιωμάτων ρύπων το 2018, από 5 ευρώ/τόνο στα 30ευρώ/τόνο εκτίναξε το κόστος παραγωγής στα 90 ευρώ/Mεγαβατώρα από 50 ευρώ/Mεγαβατώρα. Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με τη μείωση των τιμών φυσικού αερίου και της ζήτησης ενέργειας λόγω της οικονομικής κρίσης, συρρίκνωσε την παραγωγή, με πρώτες συνέπειες την αύξηση της ανεργίας και την αδυναμία αδιάλειπτης τροφοδοσίας των τηλεθερμάνσεων.