Όταν ο Α.Παπανδρέου τη δεκαετία του 1980 αναφωνούσε στους ευρωπαίους εταίρους: πάμε κουτόφραγκοι, κλείνοντας, ταυτόχρονα, με νόημα το μάτι στην εγχώρια πλεμπάγια της μετριοκρατίας, του κρατικοδίαιτου συνδικαλισμού, της θεσιθηρίας και της φατριαστικής δημοσιουπαλληλίας – σοσσιαλιστικής έμπνευσης κοινωνικές κατακτήσεις οι οποίες μετέτρεψαν μέσα σε λίγα χρόνια τα κοινοτικά κονδύλια σε έναν φενακισμένο νεοπλουτίστικο επαρχιωτισμό ο οποίος αποκλήθηκε από ορισμένους αμετανόητους παπανδρεικούς ως η θεμελίωση της ελληνικής μεσαίας τάξης!!! –δεν γνώριζε ότι 30 χρόνια περίπου αργότερα ο υιός του, Γεωργιος Παπανδρέου , με ένα παρόμοιας έμπνευσης σύνθημα θα καταλάμβανε την εξουσία προκειμένου να λάβει ως πρωθυπουργός την αναμενόμενη λυπητερή από τα όργανα της ΕΕ ,για τα έργα και τις ημέρες της διακυβέρνησης του πατέρα του καθώς και για τις λογιστικές πράξεις των σπιθαμιαίων επιγόνων του.Ένθεν και ένθεν. Επιβεβαιώνοντας κατ΄ αυτόν τον τρόπο την θέαση της ιστορίας ως φάρσας που επαναλαμβάνεται.
Σε αυτό το κλίμα μιζέριας και απαξίωσης που καλλιεργείται τις τελευταίες ημέρες για τη χώρα μας, τα όσα συμβαίνουν στους κόλπους της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με τους εναπομείναντες βουλευτές να επιδίδονται σε έναν απαράδεκτο τηλεοπτικό κανιβαλισμό και τους υποτιθέμενους φυσικούς τους ηγέτες να διαγκωνίζονται για το ποιος θα αντιγράψει επι το προοδευτικότερω το δημοκρατικό ΄΄πανηγυράκι΄΄ που εγκαινίασε ο Γ.Παπανδρέου λίγα χρόνια πρίν, δεν μπορούν παρα να εξοργίζουν τoυς έλληνες πολίτες, οι οποίοι ως γνωστόν πάντα θυμώνουν με τα γεγονότα αδυνατώντας να κατανοήσουν τα κλεψίρρυτα και τα λανθάνοντα. Αυτά δηλαδή που αφαιρούν από την κριτική την ανέξοδη αερολογία και της προσθέτουν την απαραίτητη αξιοπιστία. Για τους υπόλοιπους όμως, όσους δηλαδή καμώνονται πως ασχολούνται με τα της πόλεως από μια θέση περισσότερο η λιγότερο περίοπτη του επιστητού, ο θυμός δεν μπορεί να αποτελεί εργαλείο πολιτικού προβληματισμού και επιχείρημα πολιτικού διαλόγου. Η νηφάλια αναζήτηση των αιτιών που οδήγησαν τη Νέα Δημοκρατία στο εκλογικό βατερλό, όχι απαραίτητα με την μορφή ενός άκαμπτου και απλουστευτικού ντετερμινισμού που αποδίδει με απίστευτη ευκολία τα βάρη της ήττας σε συγκεκριμένα πρόσωπα και σε συγκεκριμένες πολιτικές, καθίσταται πλέον μονόδρομος.
Δυο αιτίες οριοθετούν, κατά τη γνώμη μου, το πρόβλημα της κεντροδεξιάς παράταξης σήμερα. Η εμμονή ορισμένων στελεχών της, συμπεριλαμβανομένου και του μέχρι πρότινος αρχηγού της, με τις λαικιστιστικες και δημοκοπικές διακηρύξεις του παπανδρεικού βολονταρισμού της δεκαετίας του 1980 και η χωρίς ουσία προβληματική που αναπτύσσεται τον τελευταίο καιρό μεταξύ των στελεχών της Νέας Δημοκρατίας σχετικά με το ιδεολογικό στίγμα της νέας παράταξης που οραματίζονται.
Ξεκινώντας από το τελευταίο δεν μπορώ παρα να σημειώσω ότι όλη αυτή η συζήτηση περι ιδεολογικού στίγματος αποτελεί στην πραγματικότητα ένα πουκάμισο αδειανό. Μια Ελένη, αφορμή για το ξέσπασμα ενός ακόμα μεγάλου ενδοπαραταξιακού πολέμου. Και αυτό γιατί το ζητούμενο σήμερα για την αξιωματική αντιπολίτευση δεν είναι τόσο ο καθορισμός μιας θολής ιδεολογικής πλατφόρμας επι τη βάσει της οποίας θα κινηθούν οι μελλοντικοί της ηγέτες – προσέγγιση που επιλέγεται τεχνηέντως από ορισμένους επαγγελματίες της πολιτικής προκειμένου να καλύψουν τα βαρύτατα σφάλματα της διακυβερνήσης στην οποία μετείχαν και τους ανομολόγητους πόθους των αυλικών τους για γρήγορη επάνοδο στην εξουσία- όσο είναι η συγκρότηση μιας αξιόμαχης ηγετικής ομάδας από στελέχη εγγνωσμένης αξίας και υψηλού μορφωτικού επιπέδου η οποία θα ανανεώσει το στελεχιακό δυναμικό της παράταξης και θα επιβάλλει την αξιοκρατία σε όλα τα επίπεδα της κομματικής οργάνωσης . Οι ιδεολογικές προσλαμβάνουσες της παράταξης δεν μπορούν παρα να χαρακτηρίζονται ως φιλελεύθερες. Και θα τολμούσα να πώ ως οικουμενικές στα πλαίσια ενός διακριτού και μετανεωτερικού φιλελευθερου ουμανισμού, ο οποίος θέτει τον άνθρωπο στο επίκεντρο της προσοχής και την κοινωνία αρωγό στις προσπάθειες του για βελτίωση του τρόπου ζωής και των συνθηκών διαβίωσης του. Αν ο φιλελευθερισμός αυτός θα είναι κοινωνικός, ατομικιστικός, ριζοσπαστικός, νέος ή παλιός αυτό θα εξαρτάται κάθε φορά από τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που επικρατούν. Τα γεγονότα καθορίζουν τα πολιτικά προτάγματα και όχι το αντίθετο. Η εποχή κατά την οποία ορισμένοι επιχειρούσαν να ιδεολογικοποιήσουν την πραγματικότητα, προκειμένου να την προσαρμόσουν στην μίζερη κοσμοθεωρία τους πέρασε ανεπιστρεπτί. Όπως ανεπιστρεπτί πέρασε και η εποχή της προσπάθειας ορισμένων εγχώριων πολιτικών ασπόνδυλων να αποκτήσουν την πολυπόθητη ιδεολογική ραχοκοκκαλιά, απαραίτητο προσόν για να μπορούν να πωλούν την πραμάτεια τους όρθιοι στις αγορές του Δήμου, ψάχνωντας δεξιά και αριστερά μέσα στους σκουπιδοντενεκέδες των ιδεών της Δύσης.
Γιατί αν αποτελεί αδήριτη ανάγκη για μια ευνομούμενη και πολιτισμένη κοινωνία ανθρώπων η δόμηση ενός σύγχρονου κράτους πρόνοιας και αλληλεγγύης αλλά τόσο αποτελεί επιτακτική ανάγκη και η εξασφάλιση των αναγκαίων οικονομικών πόρων για τη βιωσιμότητα του κράτους αυτού. Ο πρωθύστερος σοσιαλιστικός μεγαλοιδεατισμός του 1980, που ήθελε την συγκρότηση προνοιακών μηχανισμών και δικτύων με δανεικά και αγύριστα και μάλιστα πρίν από την ανάπτυξη μιας ρωμαλαίας ελεύθερης αγοράς – και όχι της ιδιάζουσας αυτής κρατικοδίαιτης αγοράς μεσαζόντων, εμπόρων και χρηματιστών που έχουμε σήμερα – η οποία θα μπορούσε μέσω της φορολόγησής της να υποστηρίξει τις ευγενείς αυτές επιδιώξεις της κυβέρνησης, αποτέλεσε την ταφόπλακα της προσπάθειας εκσυγχρονισμού της χώρας. Και το δυστύχημα είναι οτι το γοητευτικό αυτό τραγούδι των Σειρήνων της Αριστεράς , παγίδευσε και ορισμένους κεντροδεξιούς, οι οποίοι φορώντας το καλιμαύχιο της λαικής Δεξιάς, επιχείρησαν να ανακηρύξουν την πλάνη τους σε κυρίαρχη ιδεολογική πρόταση της Νέας Δημοκρατίας.
Το 1836, σε μια θυελλώδη συνεδρίαση της ελληνικής βουλής , προεικασία της δικτατορικής κατάληψης της εξουσίας από τον Μεταξά και της εγκαθίδρυσης του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, ο εκ του Λαικού Κόμματος, Βάσος Στεφανόπουλος έλεγε: «Εχάσαμεν ίσως και τον ψυχικόν σύνδεσμον προς τον λαόν, το οποίο ενετάλημεν να διακυβερνήσωμεν… Διότι τι είδος ψυχικός σύνδεσμος είναι δυνατόν να διατηρηθεί, όταν ο μεν λαός φωνάζει δεν θέλω να με κυβερνήσει ο Μεταξάς, ημείς δε αδιαφορούντες προς την κραυγήν ταύτην του απαντάμε: Και όμως θα σε κυβερνήσει ο Μεταξάς ». Ε λοιπόν. Μια παρόμοια κραυγή αρχίζει να αρθρώνεται και σήμερα, πενήντα χρονιά μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου και της οριστικής ήττας του αριστερού προτάγματος των ηττημένων, η οποία καταγράφεται ως εξής: ΄΄διότι τι είδος ψυχικός σύνδεσμος είναι δυνατόν να διατηρηθεί, όταν ο μεν λαός φωνάζει δεν θέλω να κανοναρχείται η πολιτική από τα αριστερά ιδεολογήματα και εμείς αδιαφορούντες προς την κραυγή ταύτην του απαντάμε: και όμως θα σε κυβερνήσει η Αριστερά΄΄. Έστω και μέσω της κατάληψης της εξουσίας από οιονεί αστικά φιλελεύθερα κόμματα τα οποία ανήμπορα να διαμορφώσουν ένα γενναίο εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα κοινωνικής και οικονομικής ανασυγκρότησης, βασισμένο σε σύγχρονες φιλελευθερες αρχές και αξίες, μηρυκάζουν σαν τα γνωστά σε όλους μας παχύδερμα θηλαστικά, τις φληναφηματικές ανοησίες της ρακοσυλλέκτριας αριστεράς, σκύβοντας ευλαβικά τον ευέλικτο αυχένα τους μπροστά στις κριτικές αιτιάσεις καλοζωισμένων αριστοφανικών γελωτοποιών και στα δριμύ κατηγορώ των μπουκωμένων από κρατικό χρήμα αριστερόστροφων μεγαλο- δημοσιογραφίσκων, για να λάβουν την θεία κοινωνία του μπαγιάτικου παπανδρεισμού και ζαχαριαδισμού. Ο αριστερός κομφορμισμός αποτελεί σήμερα το πρωτοπαθές καρκίνωμα του κοινωνικο- πολιτικού μας συστήματος. Αν πρίν από πολλά χρόνια αποτελούσε ένα βολικό περιγραφικό σχήμα των εξελικτικών μηχανισμών της ιστορίας και των κυρίαρχων δομών της κοινωνίας, θέτοντας την οικονομία στο επίκεντρο της πολιτικής συζήτησης και θεωρώντας όλα τα άλλα, συμπεριλαμβανομένου της πολιτικής, της ιδεολογίας, της θρησκείας και της κοινωνίας, ως απλά συστατικά ενός θολού εποικοδομήματος, σήμερα ο αριστερισμός αυτός αποτελεί έναν επικίνδυνο αναχρονισμό. Τα μανιχαιστικά του δίπολα: καλός εργάτης -κακός αστός, καλό προλετάριο -κακό κεφαλαιο, καλός καταναλωτής -κακός παραγωγός, καλός πολίτης- κακός πολιτικός, προοδευτικός πολίτης- συντηρητικός πολίτης, καλή κοσμική εξουσία- κακή Εκκλησία, ακούγονται σήμερα ψελλίσματα νηπίων και όχι ορθολογικές προσεγγίσεις ενηλίκων. Χαριτωμένο το αριστερό ανάγνωσμα αλλά επιτέλους ας τοποθετηθεί δίπλα στα άλλα συμπαθή αναγνώσματα της παιδικής μας ηλικίας μήπως και καταφέρει ο έλληνας πολίτης να στρέψει την προσοχή του στα ουσιώδη και να ασχοληθεί επιτέλους με τον πολυπόθητο εξορθολογισμό της πολιτείας του. Γιατί αυτό που χρειάζεται σήμερα η χώρα μας προκειμένου να εκσυγχρονιστεί και να εισέλθει με αξιώσεις στη χορεία των πολιτισμένων κρατών της Δύσης δεν εξαντλείται σε ξεπερασμένα σοφίσματα άμεσης δημοκρατίας και σε πολιτικές δοκησισοφίες μαθητευόμενων μάγων της πολιτικής τέχνης (βλ. Αρης Σπηλιωτόπουλος) αλλά απαιτεί τον πλήρη αναπροσανατολισμό των πολιτικών δυνάμεων από τις θεωρητικές γενικολογίες των κυρίαρχων ιδεολογιών στις πρακτικές και λειτουργικές αιτιάσεις του διαχρονικού ορθολογισμού.
Είναι καιρός πλέον να συνειδητοποιήσουν όλοι ότι η χώρα μας στέκεται από καιρό μπροστά σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι επιλογών. Ο δρόμος που θα επιλέξουμε θα καθορίσει σε σημαντικό βαθμό τις προοπτικές του ελληνικού κράτους μέσα στο ευμετάβλητο περιβάλλον του παγκόσμιου χωριού ενώ θα δεσμεύσει και τις επόμενες γενιές σε μια κατεύθυνση δίχως επιστροφή. Χρέος της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην παρούσα φάση είναι να σοβαρευτεί και να επικεντρωθεί με όλες της τις δυνάμεις στην διαμόρφωση μιας νέας πολιτικής πρότασης για την έξοδο από την κρίση. Κρίση σίγουρα οικονομική αλλά κατά βάση βαθιά πολιτική και κοινωνική. Γιατί σε τελική ανάλυση «η πολιτική είναι που μετράει, βλάκα».
ΦΟΥΝΤΟΓΛΟΥ
Χ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ
Ειδικευόμενος ιατρός