Καθώς έβαζε το μπρίκι για να ψήσει τον πρωινό της καφέ, η Παρέσσα, κοίταξε από το μικρό παράθυρο της κουζίνας και είδε την Μαρίκα την χήρα να τρέχει σαν τρελή και να μπαίνει στο σπίτι της Αγλαΐας της γεροντοκόρης. Κάτι κακό συνέβη σκέφτηκε και έτρεξε γρήγορα προς το σπίτι της Αγλαΐας, καθώς έβγαινε από την αυλή της είδε στον δρόμο την Αλέκα του ψωμά …
- ΠΑΡΕΣΣΑ: Καλημέρα Αλέκα , ξέρεις τι συνέβη … ;
- ΑΛΕΚΑ : Η Αγλαΐα δεν είναι καλά Παρέσσα μου, τα έχασε …
- ΠΑΡΕΣΣΑ : Τι εννοείς Αλέκα μου, με ανησυχείς …
- ΑΛΕΚΑ : Τι να σου πω, στο φούρνο είπαν ότι φόρεσε τα μαύρα και κλαίει και χτυπιέται λες και έχει πεθάνει κάποιος …
- ΠΑΡΕΣΣΑ : Μέγας είσαι κύριε και θαυμαστά τα έργα σου …
Μπαίνοντας στο σπίτι αντίκρισε ένα κλίμα πένθους, τραβηγμένες κουρτίνες, νεκρική ησυχία και η λυγμοί της Αγλαΐας πνιγμένοι μέσα στον πόνο και στο δάκρυ…Η Παρέσσα κοίταξε την Μαρίκα που ήταν όρθια στο πλάι της Αγλαΐας και με τα μάτια την ρώτησε αν ήξερε τι συνέβη, εκείνη της έγνεψε ότι δεν γνώριζε, την πλησίασε κάθισε στα γόνατα μπροστά της και της χάιδεψε τα μαλλιά …
- ΠΑΡΕΣΣΑ : Τι έγινε κορίτσι μου , έλα πες μου, τι είναι όλα αυτά ;
- ΑΓΛΑΙΑ : Πενθώ παρέδωσα μου, πενθώ … (κλαίγοντας με αναφιλητά )
- ΠΑΡΕΣΣΑ : Ποιόν κορίτσι μου ;
- ΠΑΡΕΣΣΑ : Τα νιάτα μου .. Τον άντρα που δεν γνώρισα και το παιδί, αυτό το παιδί που χρόνια ολόκληρα περίμενα …
Πάγωσαν όλες κοιτάχτηκαν με βλέμμα τρόμου “ Τα χάσε “ σκέφτηκαν …
- ΑΓΛΑΙΑ : Δεν τα έχασα, μην στεναχωριέστε, τα χω τετρακόσια, αυτό που δεν έχω πλέον είναι η ελπίδα, πήγα χθες στον γιατρό μπήκα στην κλιμακτήριο, δεν θα γίνω μάνα ποτέ πια …
- ΑΛΕΚΑ : Και μου λες ότι δεν τα ‘χασες ; γιατί μπρι περίμενες να κάνεις παιδί στα πενήντα πλάκα μας κάνεις
- ΜΑΡΙΚΑ : Συγγνώμη για να καταλάβω έστησες όλο αυτό το τσίρκο γιατί δεν έχεις πλέον περίοδο … Τι το περάσες το πένθος θέατρο …
- ΑΛΕΚΑ : Θα έπρεπε να ντρέπεσαι … Εμείς χάσαμε τους ανθρώπους μας και τέτοια καραγκιοζιλίκια δεν κάναμε …
- ΜΑΡΙΚΑ : Σαράντα χρόνων έμεινα χήρα με τρία παιδιά , δεν ντρέπεσαι …
- ΑΛΕΚΑ : Και ‘γω τι να πω, που ο Δημήτρης μου ήταν μόνο είκοσι χρόνων… Να ζει η μάνα και να πεθαίνει το παιδί της και συ να μας στήνεις κηδείες για το παιδί που θα μου έκανες… Τρελή …
- ΜΑΡΙΚΑ : Και η Παρέσσα τι να πει από δεκαέξι χρόνων ορφανή …
Η Παρέσσα δεν μιλούσε κοιτούσε λυπημένη, πόσος πόνος μαζεμένος , πόσο πένθος … Την αγαπούσε πολύ την Αγλαΐα , ήταν γειτόνισσες από μικρές, ακόμα και στην τρέλα της δεν μπορούσε να της φωνάξει …
- ΑΓΛΑΙΑ : Ξέρω μπορεί να σας φαίνεται τρελό , αλλά είναι μεγάλος ο πόνος μου … Όλα τα χρόνια της ζωής μου μοναξιά … Εσύ Μαρίκα μπορεί να έχασες τον Κώστα αλλά τον αγάπησες και σε αγάπησε, έχεις αναμνήσεις και όμορφα λόγια να θυμάσαι και τρία παιδιά … Τον καλύτερο παντρεύτηκες πάντα στο πλάι σου μέχρι και το τέλος να σου λέει πόσο σ’ αγαπάει… Η Παρέσσα έμεινε ορφανή μικρή αλλά η μάνα της την αγαπούσε κι αυτήν ,όχι σαν την δικιά μου που ντρεπόταν για μένα που έμεινα γεροντοκόρη, δεν άκουσα μια καλή κουβέντα από τα χείλη της , μόνο κριτική, μέχρι και που πέθανε μου έλεγε “Εσένα ποιος θα σε πάρει έτσι που είσαι ;’’ και από ότι φαίνεται κανείς … Όσο για σένα Αλέκα μου δεν έχω να πω τίποτα, μοναχά ότι όσο σκληρό και να ακούγεται είναι μεγάλη ευλογία να γίνεται μια γυναίκα μάνα ,έστω γι αυτά τα είκοσι χρόνια “ ΜΆΝΑ” ,ενώ εγώ δεν έγινα και δεν θα γίνω ποτέ …Θαμμένη σε αυτό το σπίτι …Μια ζωή με τις ελπίδες μου , χαζές ίσως, αλλά ελπίδες … Τώρα πάνε και αυτές πέθαναν …Μια ζωή άδειά , κενή, ούτε γέλια, ούτε αγάπη, ούτε φωνές, ούτε πόνο έστω … Άδειά. …
- ΑΛΕΚΑ : Δεν μπορώ να σε ακούω άλλο, φεύγω… Είσαι τρελή, με ακούς τρελή …
- ΜΑΡΙΚΑ : Τι να σου πω … Γι’ αυτό μάλλον σας λένε γεροντοκόρες …
Και φύγαν όλες … Η Αγλαΐα έμεινε εκεί καθισμένη στην καρέκλα της , να κοιτάζει του άδειους ήσυχους πεντακάθαρους τοίχους της …
Η Παρέσσα το βράδυ δεν μπόρεσε να κοιμηθεί, άνοιξε το ντουλάπι της να βρει να φάει κάτι γλυκό , μιας και της έπεσε το ζάχαρο, είδε στο ράφι τα βαζάκια με το βύσσινο της Αγλαΐας … Σε όλες πήγαινε κάθε χρόνο , ήταν η μόνη που κάθε χρόνο τις θυμόταν όλες και τις πήγαινε από ένα βαζάκι, τι είναι ένα βαζάκι αλλά ήταν η μόνη που το σκέφτηκε … Είχε χρόνο λογίστηκε η Παρέσσα , δεν είχε παιδιά , άντρα …Και αμέσως έκανε το σταυρό της … Τι κακιά σκέφτηκε Θεέ μου … Το έκανε γιατί ήταν καλός άνθρωπος, γι’ αυτό το έκανε … Η Μαρίκα σκεφτόταν τον Κώστα της όλη την μέρα, πόσο ευτυχισμένη ήταν, τι καλό άντρα είχε παντρευτεί, τον καλύτερο του χωριού, τι γέλια, τι γιορτές, τι τραπεζόματα , έφυγε νωρίς και δεν πρόλαβε να τον χορτάσει και μετά σκέφτηκε την Αγλαΐα και την τρέλα της … Πάντα δίπλα της στην αρρώστια του , στην κηδεία , σαράντα μέρες έμεινε μαζί της για να μην φοβάται, πάντα εκεί, είχε χρόνο σκέφτηκε … Και αμέσως έκανε τον σταυρό τής … Και η Αλέκα πήρε τις φωτογραφίες του Δημήτρη και άρχισε να του μιλάει, το έκανε συχνά αλλά από το μυαλό της δεν έφευγε η Αγλαΐα σαν κάτι να θελε να της πει ο Δημητάκης της, και θυμήθηκε τα δώρα που του έκανε πόσο τον αγαπούσε, ήθελε να τον βαφτίσει αλλά δεν ήθελε ο άντρας της γιατί δεν ήταν παντρεμένη και δεν θα είχε κουμπάρο για να παίζει τάβλι στο καφενείο , αλλά καλύτερη από νονά η Αγλαΐα , όταν πέρασε ο Δημητράκης στην Θεσσαλονίκη και δεν έφταναν τα λεφτά η Αγλαΐα της έδινε , και Δημητράκης της είχε πει ότι του έστελνε λεφτά, με ταχυδρομική επιταγή , να χει χαρτζιλίκι, είχε λεφτά η Αγλαΐα, δεν είχε κανένα σκέφτηκε … Και έκανε τον σταυρό τής …
Την άλλη μέρα πήγαν όλες πρωι πρωι στην Αγλαΐα με φαγητά στο χέρι για το συγχωριο, κάθισαν πλάι της και έκλαψαν με τον πόνο της … Σε μια στιγμή η Παρέσσα σηκώθηκε όρθια νευριασμένη …
- ΠΑΡΕΣΣΑ : Δεν είναι σωστό αυτό που κάνουμε… Δεν τελείωσε ακόμα τίποτα … Μπορεί μην μπορείς να κάνεις παιδί αλλά μπορείς να πάρεις, άλλαξαν οι καιροί, λεφτά έχεις, σπίτι έχεις, θα σε βοηθήσουμε και εμείς … Τόσα ορφανά υπάρχουν …
Έτσι και έγινε και η Αγλαΐα έγινε μάνα στα πενήντα τέσσαρα , ενός όμορφου εξάχρονου αγγέλου, της Μαρίας … Γιατί η ζωή δεν τελειώνει … Και όταν πεθαίνει η ελπίδα μια καινούργια μπορεί να γεννηθεί …
ΓΛΥΚΟ ΤΟΥ ΚΟΥΤΑΛΙΟΥ ΒΥΣΣΙΝΟ
- 1 κιλό βύσσινο
- 1 κιλό ζάχαρη
- 1 κούπα του καφέ νερό
- ½ κούπα του καφέ χυμό λεμόνι
- 1 βανίλια
Αφαιρούμε τα κουκούτσια από τα βύσσινα, σε ένα μπολ, τοποθετούμε σε στρώσεις, εναλλάξ, τα βύσσινα και τη ζάχαρη. Τα καλύπτουμε µε μεμβράνη και τ᾿ αφήνουμε µία νύχτα στο ψυγείο ανακατεύοντάς τα, δύο µε τρεις φορές, για να βγάλουν τα ζουμιά τους. Την επόμενη μέρα, βάζουμε την κατσαρόλα σε δυνατή φωτιά και ρίχνουμε μέσα τα βύσσινα, μαζί με τη ζάχαρη και τα ζουμιά που έχουν βγάλει, προσθέτουμε το νερό, τη βανίλια και ανακατεύουμε. Τα αφήνουμε και μόλις πάρουν βράση, χαμηλώνουμε τη φωτιά .Βράζουμε για 10′ – 12′ λεπτά , ξαφρίζοντας όποτε σχηματίζεται αφρός. Αποσύρουμε από τη φωτιά, κι αφήνουμε το γλυκό να κρυώσει . Μετά από 5 – 6 ώρες, ή την άλλη μέρα, το ξαναβράζουμε μέχρι να δέσει το σιρόπι. Λίγο πριν το τέλος, προσθέτουμε το χυμό λεμονιού και βράζουμε για 1΄- 2΄ λεπτά ακόμα.
Καλή σας όρεξή ,
Σαμουήλ Σταύρος Σταματίδης …