Στην άκρη του χωριού , στο βουνό κοντά , ήταν το σπίτι του Αλέκου του κουτσού , τον φωνάζανε έτσι όχι γιατί ήταν κουτσός αλλά κοροϊδευτικά μιας και ήτανε μονάχος , σ ένα πόδι στηριγμένος μια ζωή …
Εκείνο τον χειμώνα χιόνισε πολύ , είχε διακοπή ρεύματος εδώ και δύο ώρες , κόντευε έξι το απόγευμα και ο ήλιος σιγά σιγά τον αποχαιρετούσε από το παράθυρο , έβαλε ένα κούτσουρο στην σόμπα , κοίταξε από το παράθυρο … Όλα ήταν λευκά αλλά στο μυαλό του όλα ήταν σκουρόχρωμα γκρι και μαύρα σαν τα ρούχα που φορούσε τελευταία , καθρέφτιζαν και αυτά την ψυχή του … Κόντευε τα πενήντα και στο μυαλό του γύριζαν τα χρόνια που ήταν νέος , θυμήθηκε τους φίλους τους , τα γέλια , τα ξενύχτια , τα τραπεζώματα και ψευτοχαμογέλασε , ναι , ψετοχαμογέλασε σαν τις ψεύτικες φιλίες , τα μεγάλα άδεια λόγια … Άσπρο το χιόνι γκρίζο η ψυχή του …
Θυμήθηκε τον γάμο του , το γλέντι , το νυφικό και την γυναίκα του και δάκρυσε … Πάνε χρόνια που κοιμάται πια μόνος , σκοτείνιασε έξω σκοτείνιασε και στην καρδιά του … Το μυαλό του δεν σταματούσε να θυμάται , σαν δρομολόγιο τρένου που περνά από τους ίδιους σταθμούς ξανά και ξανά … ‘Έβαλε να πιει , ουίσκι σκέτο , το αγαπημένο του … Πόσα έχασε , πόσα δεν έχει και τι άραγε να περιμένει , τι θα αλλάξει σε αυτό το μικρό χωριό , σε αυτήν την χώρα , στην ζωή του ;;; Τίποτα … Ούτε και ο ίδιος , και το προσπάθησε , μα τον θεό προσπάθησε να γίνει καλύτερος , σωστότερος , αυτός που πρέπει , να γίνει ένας άλλος … Ζαλίστηκε από το ουίσκι … Σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπο του να συνέλθει , μέσα στο σκοτάδι χτύπησε κατά λάθος το ντουλαπάκι του μπάνιου έπεσαν κάτω τα χάπια , πήρε το μπουκαλάκι στα χέρια …
Έβαλε κούτσουρο στην σόμπα κοίταξε από το παράθυρο τον ουρανό , χιόνιζε ακόμα , δεν θα μας δώσουν το ρεύμα σήμερα σκέφτηκε , έβαλε κι άλλο ουίσκι κοίταξε το χέρι του … Σφιχτά τα κρατούσε ακόμα , τι εύκολο , τι απλό … Είναι δειλία ; Είναι δύναμη ; Είναι ηρεμία ; Τι εύκολο , τι απλό …
Το στομάχι του γουργούρισε , πείνασε , σαν να θελε το σώμα του να του πει θέλω κι άλλο … Θυμήθηκε την μάνα του , του χε φέρει το πρωί τραχανά καθώς πήγαινε στην εκκλησία , ο αγαπημένος του , με τυρί και ψωμί … Θυμήθηκε την μάνα του, τα γαλαζοπράσινα της μάτια , το ίδιο όμορφα τόσα χρόνια, το ίδιο λαμπερά … Θυμήθηκε την μάνα του και δεν ήταν πια κουτσός … Θυμήθηκε την μάνα του γέμισε το σπίτι φως …
ΤΡΑΧΑΝΑΣ
- 1 φλιτζάνι τραχανά
- 4 φλιτζάνια νερό
- αλάτι
- πιπέρι
- βούτυρο
- τυρί φέτα
Ρίχνουμε το νερό στην κατσαρόλα και αμέσως, ενώ το νερό είναι κρύο, ρίχνουμε και τον τραχανά! Ανακατεύουμε καλά σε μέτρια φωτιά , προσθέτουμε το αλάτι, το πιπέρι και το βούτυρο και βράζουμε για 10 με 15 λεπτά ανακατεύοντας συνεχώς . Μόλις είναι έτοιμος ρίχνουμε την φέτα τριμμένη .
Καλή σας όρεξη …
Σαμουήλ Σταύρος Σταματίδης …