Η καμπάνα χτυπούσε πένθιμα από το πρωί, η γιαγιά με την θεία την Φυλλίτσα πήγαν στην κηδεία και έτσι έμεινα μόνος, πράγμα σπάνιο, μιας και η γιαγιά δεν έφευγε ποτέ από το σπίτι, μονάχα μερικές φορές για να πιεί καφέ απέναντι στην κολλητή της, την θεία την Παρέσσα.
Ακόμα και για ψώνια έστελνε τον παππού, τέλος πάντων, λείπαν όλοι έτσι και γω είπα να το εκμεταλλευτώ, δώδεκα χρονών ήμουν τότε, βρήκα ένα πακέτο τσιγάρα της μαμάς μου, που το είχε κρυμμένο στο ντουλάπι με τους καφέδες, και αποφάσισα να μην πάει χαμένη η ευκαιρία και άναψα ένα, εκείνη την ώρα όμως ακούστηκε η γιαγιά μου να μπαίνει στην αυλή, τα έχασα πήρα τα τσιγάρο και χώθηκα στη μικρή αποθήκη στο κουζινάκι …
Μπαίνοντας στο κουζινάκι η γιαγιά μου, με τη θεία τη Φυλλίτσα και τη θεία τη Παρέσσα..
- ΠAPEΣΣΑ: Είδες μαρί κουμπάρα κόσμο, η Ποινή;
- ANΗKA: Ε, γιατί μαρί κουμπάρα καλός άνθρωπος ήταν η συγχωρεμένη…
- ΠAPEΣΣΑ: Ναι η κακομοίρα ,είχε και ζέστη σήμερα …
Η θεία η Φυλλίτσα και η γιαγιά Άνηκα κοιτάζουν η μία την άλλη απορημένες και μετά την θεία την Παρέσσα …
– ΠAPEΣΣΑ: Τι με κοιτάτε αραετs; καλέ δεν είδατε που ίδρωσε από τη ζέστη, της σκούπισαν και το μέτωπο, την καημέντζα …
- ΦΥΛΛΙΤΣΑ: Έθιμο είναι Παρέσσα ..Έθιμο..
- ΠAPEΣΣΑ: Ντο παλαλό έθιμο είναι αραούτο …
- ΦΥΛΛΙΤΣΑ: Δικό μας, ντόπιο, πλένουμε και σκουπίζουμε το πρόσωπο του νεκρού όπως όταν ήταν ζωντανός ..
- ΠAPEΣΣΑ: Εγώ τόσα χρόνια πρώτη φορά ελέπω κάτι αραήκο, γιατί η Ποινή ήταν ντόπια, Ποινή και ντόπια …
Κάθονται στο τραπέζι, ενώ η γιαγιά ετοιμάζει τους καφέδες …
- ΦΥΛΛΙΤΣΑ: Δέσποινα ήταν το όνομα της Ποινίκα την φώναζε η πεθερά της και τις έμεινε ….
- ANΗKA: Δεν την ήθελε καθόλου την συγχωρεμένη, ήταν ελεπς ντόπια, τι τράβηξε η καημένη …
- ΦΥΛΛΙΤΣΑ: Άσε άλλη και κοίνη …
- ΠAPEΣΣΑ: Συγνώμη και τα λαβάσια που έκανε και κοίνα ντόπια ήταν, για αυτή έβαζε μέλι και καρύδια και όχι καρτόφια..
- ANΗKA: Πάει μαρί κουμπάρα το έπαθες το εγκεφαλικό και δεν στο είπε κανείς, μαρί το λαβάσι τεμόν δεν είναι;
- ΠAPEΣΣΑ: Ναι αλλά όχι με μέλι ..
- ΦΥΛΛΙΤΣΑ : Καλά σε άλλο χωριό μένεις Παρέσσα, δεν ξέρεις για την κόρη της..
- ΠAPEΣΣΑ: Γιατί είχε κόρη η Ποινή; και που ζει; πως δεν ήρθε στην κηδεία; πε και γιατί αν ήταν θα την γνώριζα ..
- ANΗKA: Πάει κουμπάρα το κάψες όπως λέει και ο μικρός
- ΠAPEΣΣΑ: Τι μαρί ..;
- ANΗKA: Πέθανε η κόρη της όταν ήταν μικρή..(νευριασμένα)
- ΠAPEΣΣΑ: Και που να το ξέρω, εγώ έχω δουλείες δεν πίνω καφέδες και κουτσομπολεύω όλη την μέρα …άκου, αγριεύς κιόλας, τι αγριεύς, ε μαρί .. εγώ ήξερα ότι δεν μπορούσε να κάνει παιδιά … και γι αυτό την έδερνε η πεθερά της … και ότι ο άντρας της έκανε ότι του πει η μάνα του … και ότι ήταν πολύ της εκκλησίας, και ότι ήταν παπαδοκόρη ..και..
- ΦΥΛΛΙΤΣΑ: Είναι, Παρέσσα που έχεις δουλειές…
- ANΗKA : Καλέ σας μυρίζει τσιγάρο;
- ΠAPEΣΣΑ: Ναι εγώ άναψα ένα .. πας καλά μετά εμένα λες ότι έπαθα εγκεφαλικό…
- ANΗKA : Αει μαρί …
- ΠAPEΣΣΑ: Για πε Φυλλίτσα …
- ΦΥΛΛΙΤΣΑ : Τι να πω, δεν έκανε παιδί για χρόνια, πόσα τάματα, πόσες προσευχές, πόσο ξύλο… άσε μην τα θυμάμαι ..αλλά η Παναγιά, μεγάλη η χάρη της, της έστειλε μετά από χρόνια ένα κοριτσάκι, ήταν μαζί με την Χαρούλα, της Ανήκας…
- ANΗKA: Δυο μήνες διαφορά, όταν την έβλεπε έλεγε ότι της θύμιζε την Μορφούλα … έτσι την έλεγαν Μορφούλα …
- ΦΥΛΛΙΤΣΑ: Αλλά το κακόμοιρο ήταν αρρωστιάρικο , όλο στους γιατρούς το έτρεχε, το έβαζε στην πλάτη της και πήγαινε μέχρι την Χαραυγή με τα πόδια … του λειπε και ασβέστιο, έπρεπε να πίνει γάλα και να τρώει τυρί, αλλά αυτό το σκασμένο δεν του άρεζε τίποτα, ούτε το ένα ούτε το άλλο ,το μόνο που της άρεζαν ήταν τα γλυκά, να μου πεις και πιο μωρό δεν του αρέσουν τα γλυκά… μια, δυο, της ήρθε η ιδέα… μια μέρα που έκανε λαβάσι να το βουτήξει μέσα στο μέλι για να του δώσει μια γλυκιά γεύση ,ώστε να το φάει η μικρή έτσι και έγινε η μικρή ξετρελάθηκε, μετά του έβαζε και καρύδια πολλές φορές και κανέλα όπως τα τσιριχτά ,το λαβάσι έγινε το αγαπημένο της Μορφούλας , σχεδόν κάθε μέρα άνοιγε φύλλο η Ποινή , δυστυχώς όμως πέρασε από το χωριό ανεμοβλογιά και η Μορφούλα έτσι ευαίσθητο που ήταν δεν άντεξε … η Ποινή δεν έκλαψε , στο χωρίο είχαν πει τότε ότι τα χασε, αλλά όχι, μια μέρα που πήγα για καφέ, μετά από χρόνια, μου είπε: «Παρακάλεσα την παναγία να μου στείλει ένα παιδί …δεν της είπα, να ‘ναι αγόρι ή κορίτσι, ψηλό ή κοντό, όμορφο ή άσχημο, της ζήτησα ένα παιδί .. και εκείνη μου στειλε έναν άγγελο, να τον δυναμώσω και να του δώσω φτερά για να μας προσέχει από εκεί ψιλά, την Μορφούλα μου … μου δωσε ένα δώρο … τα παιδιά δεν είναι δικά μας, είναι του Θεού… όπως μας τα χαρίζει, έτσι μπορεί και να τα πάρει πάλι κοντά του» κάθε χρόνο την ήμερα των γενεθλίων και της κηδείας της Μορφούλας, η Ποινή έκανε λαβάσια με μέλι και καρύδια και το μοίραζε σε όλο το χωρίο …
- ΠAPEΣΣΑ: Την γλύκα της και την αλμύρα της μαζί …
ΜΕΛΟΜΕΝΟ ΛΑΒΑΣΙ
- 1 Ποτήρι γάλα
- 1 Ποτήρι νερό
- 1 Φακελάκι μαγιά
- 2 Κουταλάκια του γλυκού αλάτι
- Αλεύρι όσο πάρει
- ½ Κιλό φέτα
- Μέλι
- ½ Κιλό Καρύδια
Ανακατεύουμε τη μαγιά με το νερό και το γάλα, προσθέτουμε το αλάτι και το αλεύρι όσο πάρει ώστε να μην γίνει πολύ σφιχτή η ζύμη και το αφήνουμε να κάτσει περίπου για μια ώρα . Τρίβουμε την φέτα σε έναν χοντρό τρίφτη και προσθέτουμε αλεσμένα τα καρύδια. Χωρίζουμε την ζύμη (περίπου)σε 8 μπαλίτσες , ανάλογα πόσο μεγάλα θέλουμε τα λαβάσια, ανοίγουμε την μία μπαλίτσα με τον πλάστη βάζουμε την γέμιση και τοποθετούμε από πάνω την άλλη μπαλίτσα, αφού πρώτα την έχουμε ανοίξει με τον πλάστη. Τηγανίζουμε σε δυνατή φωτιά. Το μέλι μπορούμε να το βάλουμε στο τέλος από πάνω ή να το βάλουμε μέσα στην γέμιση με την φέτα και τα καρύδια.
ΣΑΜΟΥΗΛ Σ . ΣΤΑΜΑΤΙΔΗΣ