Δεν χαίρομαι που ξαναγράφω για αυτή την ημέρα ιστορικής μνήμης. Ντρέπομαι κάπως… εξαιτίας της «εθιμοτυπίας» και «επετειακής αρθρογραφίας», παγίδα στην οποία κινδυνεύουμε να πέσουμε παρ’ όλες τις καλές προθέσεις μας.
Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου είναι ένα διαρκές έγκλημα, το οποίο αμφισβητείται από το κράτος που το διέπραξε. Θα έπρεπε ως τέτοιο να μας απασχολεί διαρκώς και όχι μόνο μία μέρα του χρόνου.
Δεν άλλαξε κάτι από πέρυσι μέχρι σήμερα, δεν υπήρξε καμία νέα αναγνώριση της Γενοκτονίας. Η Κύπρος, η Αρμενία, η Σουηδία και η Ολλανδία καθώς και δώδεκα αμερικανικές πολιτείες, δυο αυστραλιανές και κάποιες πόλεις του Καναδά έχουν αναγνωρίσει με ψηφίσματά τους την Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου.
Το Ελληνικό κράτος αναγνώρισε επίσημα τη Γενοκτονία στις 24 Φεβρουαρίου 1994 με τον Νόμο 2193/1994, όταν η Βουλή των Ελλήνων κατόπιν εισήγησης της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου ψήφισε ομόφωνα υπέρ της αναγνώρισης, αλλά και της καθιέρωσης της 19ης Μαΐου ως ημέρα μνήμης, μέρα της αποβίβασης του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα.
Προχθές, δυο μέρες πριν την επέτειο, ο Έλληνας πρωθυπουργός μίλησε στην αμερικανική εθνική αντιπροσωπεία σε μία ιστορικής σημασίας στιγμή για την εξωτερική μας πολιτική. Δυστυχώς, απώλεσε μια μοναδική ευκαιρία, απευθυνόμενος στο Κογκρέσο, να καταθέσει επίσημο αίτημα της Ελλάδας για αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου.
Σωστό το αίτημα για την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα, αλλά δεν απευθύνεται στις ΗΠΑ, απευθύνεται σε άλλο κράτος. Τα χειροκροτήματα και οι βερμπαλιστικοί ενθουσιασμοί είναι ανέξοδοι και βολικοί όταν δεν υπάρχει συγκεκριμένο πολιτικό αίτημα, αλλά και έμπρακτη και ουσιαστική αντίδραση από την πλευρά στην οποία απευθύνεται.
Οι Αρμένιοι δε φοβήθηκαν να απαιτήσουν αναγνώριση από το Κογκρέσο. Την αξίωσαν και την κέρδισαν.
Είναι παράδοξο, να έχεις αναγνωρίσει ο ίδιος μία Γενοκτονία σε βάρος του Λαού σου, αλλά να μην απαιτείς να το κάνουν και οι άλλοι. Να διστάζεις να το ξεστομίσεις, διότι θεωρείς ότι θα βγεις απολογούμενος για εχθρική ή «μη εποικοδομητική» στάση. Είναι σαν να λέμε δηλαδή, ότι ο Εβραϊκός ή ο Αρμενικός Λαός θα αρκούνταν στην αναγνώριση των δικών τους Γενοκτονιών από τα ίδια τους τα κράτη, χωρίς να τους πολύνοιάζει βεβαίως τί θα έκαναν τα υπόλοιπα.
Είναι ζήτημα αυτοσεβασμού και αξιοπρέπειας. Είμαστε υπόλογοι στους νεκρούς μας. Κανείς άλλος δε θα μας σεβαστεί, αν πρώτα εμείς δε σεβαστούμε τον αυτό μας.
Εγκλωβισμένο στους ιδεοληπτικούς του μηχανισμούς, στα ξενοκίνητα κελεύσματα και στα φοβικά του σύνδρομα, το ελληνικό κράτος δε φαίνεται να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει με θάρρος και αποφασιστικότητα το δικαίωμα στην ιστορική μνήμη, τη διεθνή αναγνώριση της Γενοκτονίας και την ακαδημαϊκή και πολιτική ανάλυση εκ βαθέων για τα αίτια της εξαφάνισης του Ελληνισμού στη Μικρασία. Αυτό είναι ένα διαχρονικό πρόβλημα.
Αποσπασματικές, περιληπτικές οι ανακοινώσεις των κομμάτων και των ΜΜΕ, επικοινωνιακού τύπου αναφορές για εσωτερική κατανάλωση, «να’χαμε να λέγαμε» ως μία συμβατική, τυπική υποχρέωση που πρέπει να γίνει βιαστικά κι επιδερμικά χωρίς το δάχτυλο επί τον τύπον των ήλων.
Κι όλα αυτά για να μη δυσαρεστήσουμε την Τουρκία, για να μη θέσουμε σε κίνδυνο την «ελληνο-τουρκική φιλία» ή τη συνοχή της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, λες και οι πραγματικές φιλίες δεν είναι ανθρώπινες και ειλικρινείς σχέσεις, αλλά τυπικές συμβάσεις και μπορούν να βασίζονται σε ψεύδη, σε μισές αλήθειες και σε λευκές σελίδες της ιστορίας, που οφείλουν να παραμείνουν κενές για να εξυπηρετήσουν πολιτικές σκοπιμότητες και ευτελή ιδεολογικά αφηγήματα.
Φωνάζει ο κλέφτης για να φοβηθεί ο νοικοκύρης.
Όχι μόνο δε διεκδικούμε ενεργητικά και επιθετικά σε διεθνές επίπεδο την αποκατάσταση της αξιοπρέπειάς μας, όχι μόνο δεχόμαστε αδιαμαρτύρητα συναυλίες rap μουσικής στον προαύλιο χώρο της Παναγίας Σουμελά, όχι μόνο υποβαθμίζουμε το σημαντικό πολιτικό και ιστορικό ζήτημα της Γενοκτονίας με τυπικά «μνημόσυνα», αλλά αντιμετωπίζουμε και στο εσωτερικό σκοτεινές, πονηρές και ρητορικές υπεκφυγές που στόχο έχουν να προκαλέσουν σύγχυση, απαξίωση, υποβίβαση και τελικά λήθη.
Τρέχουμε τότε σαν τη γάτα πίσω από την ουρά της και αναλωνόμαστε σε συζητήσεις αν πρόκειται για γενοκτονία ή εθνοκάθαρση, αν είναι ένα υπό ιστορική εξέταση γεγονός που απαιτεί περαιτέρω επιστημονική διερεύνηση, αν θα θέσουμε σε κίνδυνο την ειρηνική συνύπαρξη με την Τουρκία και δεν κατηγορηθούμε για προκλητικότητα, αν με την αναγνώριση εξυπηρετούμε τον ελληνικό εθνικισμό ή εθνολαϊκισμό, αν είναι ακαδημαϊκό ζήτημα, στο οποίο οφείλουν να απαντήσουν οι ιστορικοί ή αν είναι (και) πολιτικό ζήτημα που οφείλει να απασχολήσει τη διεθνή κοινότητα με ψηφίσματα και αποφάσεις ξένων κοινοβουλίων κοκ.
Αντιστρέφεται η ουσία της συζήτησης από διεκδίκηση σε απολογία. Αποπροσανατολισμός και ηθικός σκοταδισμός. Κι αντί να είναι το ψέμα βολικό και η αλήθεια επικίνδυνη μόνο για τον θύτη, είναι και για το θύμα!
Μας φταίει η Τουρκία που αρνείται και σωστά. Εμείς τί κάνουμε;
Δεν υπάρχει κάποιο επίσημο εκπαιδευτικό πρόγραμμα και διδακτέα ύλη για την Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου σήμερα στα σχολειά μας. Ίσως κάποιες επετειακές εκδηλώσεις, συνοπτικές ομιλίες, χωρίς όμως να γίνεται συζήτηση, προβληματισμός, ανάλυση και ουσιαστική σπουδή των ιστορικών γεγονότων, των αιτιών, των επιπτώσεων, της έρευνας του γενικότερου ιστορικού υποβάθρου. Δήθεν μάθημα ιστορίας, «διδασκαλία» με sms.
Οφείλουμε κάποια στιγμή να πάρουμε τη στροφή. Τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Οφείλει το ελληνικό κράτος να διεθνοποιήσει το ζήτημα και να ζητήσει ψηφίσματα για την Αναγνώριση.
Δεν είμαστε εμείς αυτοί που θα ζητήσουμε συγγνώμη για τα αίσχη που διέπραξαν οι γενοκτόνοι στους προγόνους μας. Δε θα είμαστε εμείς αυτοί που θα ζητήσουμε συγγνώμη στους σημερινούς αρνητές που υποθάλπουν τον φονιά, ντόπιους και ξένους. Δε θα ζητήσουμε εμείς συγγνώμη σε αυτούς που ενώ δήθεν ενοχλούνται από τον «ελληνικό φασισμό», χαριεντίζονται ανενόχλητα με τον φασισμό των άλλων.
Οφείλουμε να ενεργοποιήσουμε διεθνή fora, think tanks, να οργανώσουμε διεθνείς εκδηλώσεις, ημερίδες, σεμινάρια και συνέδρια, να απαιτήσουμε και να οργανώσουμε προβολή του ζητήματος της Γενοκτονίας στα κάθε είδους μέσα επικοινωνίας, στην Ελλάδα και παντού.
Οφείλουμε να συμπεριλάβουμε την Γενοκτονία στην επίσημη διδακτέα ύλη του εκπαιδευτικού προγράμματος και να απαιτήσουμε να το κάνει και η υπόλοιπη Ευρώπη στα δικά της σχολικά βιβλία ως μέρος και της δικής της ευρωπαϊκής ιστορίας.
Οφείλουν τα πανεπιστήμιά μας να δώσουν βαρύτητα σε διπλωματικές και διδακτορικές εργασίες σχετικά με το ζήτημα της Γενοκτονίας, ενώ παράλληλα οφείλει το ελληνικό κράτος να χορηγήσει υποτροφίες σε σπουδαστές και ερευνητές και να χρηματοδοτήσει ακαδημαϊκά και ερευνητικά κέντρα της Ελλάδας και του εξωτερικού.
Οφείλουμε να δημιουργήσουμε ένα μουσείο της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, μία κιβωτό μνήμης για τους άταφους νεκρούς μας. Οφείλουμε να ξεφύγουμε από τα στενά όρια επετειακών και ψηφοθηρικών εορτασμών και να οργανώσουμε εκθέσεις με φωτογραφικό, αρχειακό, εικαστικό υλικό.
Οφείλουμε να ενεργοποιήσουμε Έλληνες και ξένους διανοούμενους, ακτιβιστές, καλλιτέχνες, λογοτέχνες, επιστήμονες, πολιτικούς.
Και τέλος, ας το λέμε πια ανοιχτά ως διαρκές αίτημα στο ελληνικό πολιτικό κατεστημένο:
Ας απαιτήσουμε επιτέλους τη δημιουργία ελληνικού προξενείου στον Πόντο, στην Τραπεζούντα, που ως στόχο θα έχει την ανάδειξη του ποντιακού πολιτισμού στη γη που μεγαλούργησε επί αιώνες, που ως στόχο θα έχει τον διάλογο τόσο με Τούρκους διανοούμενους όσο και με τους εξισλαμισμένους Πόντιους αυτάδελφους.
Ή μήπως θα θεωρηθεί και αυτό εχθρική κίνηση, ειδικά μάλιστα από όλους αυτούς που δέχονται κι ανέχονται «τουρκικά προξενεία» στην Πατρίδα μας;
Είναι υποχρέωση της πολιτείας, αλλά και δική μας, του κάθε Πόντιου ξεχωριστά να ξεκινήσουμε δράσεις για την αναγνώριση και μνήμη της Γενοκτονίας των παππούδων μας. Κανείς δε θα το κάνει για μας, αν δεν το κάνουμε εμείς.
Η διαρκής χλεύη των αρνητών στους νεκρούς μας είναι καταισχύνη που τους βαραίνει, αλλά θέλει και για εμάς, αρετή και τόλμη η ελευθερία. Η αδράνεια και η φοβικότητα, αντίθετα, είναι ανελευθερία.
Μας μιλούν οι νεκροί αλλά κάνουμε πως δεν ακούμε.
Ανδρέας Τσιφτσιάν
Οικονομολόγος