Φαίνονται οι λιθοξοτές πέτρες (‘ς σην καμάραν τ’ οτζακί)
Ο ποντιακός ελληνισμός πέραν της ομηρικής γλώσσας και των αρχαιοπρεπών χορών, διέσωσε και πολλά από τα αρχαία ελληνικά ήθη και έθιμα.
Ένα από αυτά είναι και η διατήρηση της εστίας με την αρχαϊκή προσέγγιση της ιερότητας, που αυτή είχε ως θεά της ειρηνικής οικογενειακής ζωής και συμβολίζονταν με την εστία ( οτζάχ’) και το μέρος γύρω από την εστία (παρακαμίν) στην ποντιακή διάλεκτο.
Το όνομα της εστίας στα ποντιακά σήμαινε σπίτι και προσδιόριζε την αγαστή συμβίωση σύμφωνα με τους κανόνες και τις ηθικές αρχές, που θα έπρεπε να διέπουν όλους τους ενοίκους του.
Οι παρακάτω φράσεις επιβεβαιώνουν την οικογενειακή και κοινωνική διάσταση της εστίας. ( από τρανόν τσάχ έν’) ή το σπίτι τους είναι γεμάτο από πλούτη κι από ζωή: (το τζάχ ν ατουν καμίαν κι νεβζίζ’…)
Ή από τζάχ να παίρτς κορίτσ’..
Η θεά Εστία ήταν κόρη της Ρέας και του Κρόνου και αδελφή του Δία και παρουσιάζεται στην ελληνική μυθολογία ως η σεμνή, αγνή, καλοσυνάτη και ευγενική θεότητα,
που φρόντιζε να παραμένει άσβεστη η ιερή φωτιά πάνω στον Όλυμπο.
Την θεά Εστία την αποκαλούσαν στην αρχαιότητα και ένοικο .Την ίδια ονομασία συναντάμε στο ακριτικό ποντιακό τραγούδι του Ακρίτα : το ένοικο σ’ εχάλασαν και την καλή σ’ επέραν.
Τα ίδιες αρετές είχε και η νύφη μέσα στα πλαίσια της ποντιακής οικογένειας. Η νύφη ενσάρκωνε ουσιαστικά την θεά Εστία και έπρεπε να είναι το υπόδειγμα της ηθικής και της ανιδιοτέλειας στα πλαίσια της πατριαρχικής οικογένειας στον Πόντο.
Η μικρή θεά, όπως χαρακτηρίζονταν η Εστία, έκανε την πρώτη θυσία, όταν αυτό ήταν απαραίτητο. Την ίδια θυσία έκανε και η νύφη, η γυναίκα του πρωτομάστορα, όταν χρειάστηκε να στεριώσει της Τρίχας το γεφύρι.
Η εστία τοποθετείται στο κεντρικότερο σημείο του σπιτιού και συμβολίζει το ιερό κέντρο της οικογενειακής συνύπαρξης.
Ο Παντελής Μελανοφρύδης αναφέρει, πως το παρακαμίν’ ( τζάχ) εστία θεωρούνταν στον Πόντο, όπως και στην αρχαιότητα, ένα μέρος ιερό.
Στην περιοχή των Σουρμένων διασώθηκαν αναλλοίωτες οι αρχέγονες τελετουργικές συνήθειες, αφού πίσω από την εστία, που ήταν χτισμένη πενήντα πόντους έξω από τον τοίχο, τοποθετούνταν ειδική πελεκητή πέτρα, που την έλεγαν θεμέλιο (τεμέλ’) του σπιτιού και υποκαθιστούσε την ιερά εστία . Αποτελούσε ιεροσυλία να την πατήσει κάποιος ή να καθίσει πάνω της…!
Το τζάκι ήταν ο χώρος, όπου γύρω από αυτόν λαμβάνονταν οι μεγάλες αποφάσεις μπροστά στην ηρεμιστική επίδραση της φλόγας. Οι συμβουλές και οι νουνέχειες των γεροντότερων προς τους νεαρούς λέγονταν γύρω από αυτό .
Τα τιμώμενα πρόσωπα, ο αρχηγός του σπιτιού ( τέτες), ο ξένος ,ο ιερέας, οι προεστοί κάθονταν πάντα σε ειδική τιμώμενη θέση με στρωσίδια μαλακά απέναντι από αυτό:
( εκάτσεν ‘ς σο τζάχ’- πασίν )
Η τοποθέτησή του στο κεντρικό μέρος της οικίας λειτουργούσε επιπλέον και ως θερμαντικό σώμα .
Ο τρόπος κατασκευής του ήταν παρόμοιος με την εστία των ομηρικών χρόνων, χτισμένη στο κέντρο της μεσοτοιχίας με λίθινες πελεκητές πέτρες.
Δεξιά και αριστερά πελεκητές πέτρες 20 εκ. ( παρακαμόλιθα ) πάνω από τις οποίες τοποθετούνταν μια μεγάλη σκαφτή μονόπετρα 80 εκ. ( παρακαμίν ή χωνοπλάκ’).
Πάνω από το παρακαμίν δεξιά και αριστερά κτίζονταν δύο κολώνες ύψους 60 εκ. τα επιστήλια, με σκαλισμένα επίκρανα. πάνω στα οποία τοποθετούσαν μια μονοκόμματη πέτρα ( την καμάραν τ΄οτζακί), που προεξείχε του τοίχου και ήταν σκαλισμένη με διάφορα σχέδια (ταουλπάζ) .
Όλες μαζί τις πέτρες που συγκροτούσαν το τζάκι τις ονόμαζαν και ( τα παρακαμία).
Άλλες φορές πάλι έχτιζαν τον θόλο του τζακιού από πέτρες λιθοξοτές. (όπως στην παραπάνω φωτογραφία.)
Ο καπνός έβγαινε από τη χτιστή καπνοδόχο ( ποχωρίκ’ ή καπνορδάμ’), που κατέληγε σε στρογγυλή καπνοδόχο, (το τζάχ’ ) και προεξείχε ένα με δύο μέτρα πάνω από την σκεπή (το δρανίν) του σπιτιού.
Για καύσιμη ύλη χρησιμοποιούσαν χοντρά κομμένα ξύλα (τα κουρία).
Όταν δεν υπήρχαν, έκαιγαν φλούδες (τσέπλια) από φουντούκια ή καρύδια, ακόμα και σβουνιές ζώων ( κουσκούρια), ζυμωμένα κατάλληλα με άχυρα.
Πάνω από τη φωτιά έβαζαν την τρίποδη σιδεροστιά ( εμπρο –εστία= εμπροστία ), ένα μεταλλικό τρίποδα πάνω στον οποίο έβαζαν τα σκεύη για το μαγείρεμα: την κατσαρόλα ( δίλαβον ) ,το καζανάκι ( χαλκοπούλ’) ή το τηγάνι ( τηγάν’). Η τρίποδη εμπροστία απεικονίζεται και σε παραστάσεις της θεάς Εστίας.
Πολλά τζάκια αντί για σιδεροστιά είχαν ένα μεταλλικό σίδερο οριζόντιο τον ( χαντζοκράτεν) πάνω στο οποίο τοποθετούσαν τα σκεύη.
Εξαρτήματα για την λειτουργικότητα του τζακιού ήταν: η τσιμπίδα ( μασιά),
με την οποία ανακάτευσαν τις θράκες τα τσιλίδια, παρακάμια ή παρακαμία.
Η επιμέλεια της φωτιάς λεγόταν προκειμένου να ανάψει το τζάκι λεγόταν ( συνδαύλισμα. τα ξύλα προκειμένου να ανάψουν η φράση . Όταν το τζάκι πυράκτωνε πολύ έλεγαν την όμορφη φράση: (εκαμίνωσεν το τζάχ). Μετά την καύση των ξύλων τα έμεναν η κόκκινη θράκα την οποία περιγράφανε με την φράση ( Εθράκωσεν το τζάχ’) Όταν η φλόγα κόπαζε έλεγαν ( εχώνεψεν τ’ άψιμον).
Το φτυάρι από λαμαρίνα (θρακάλ’), για να βάζουν τ’ αποκαΐδια ( αποκάμια ή παρακάμια ) στο μαγκάλι ( το μαγκάλ’) και για να σκεπάσουν τη φωτιά με στάχτη, ( σύγκρεναν τη φωτίαν) το βράδυ προκειμένου αυτή να διατηρηθεί μέχρι το πρωί .
Μέσα στο τζάκι άναβε συνήθως το λυχνάρι ( λυχνάρ’), ένα μεταλλικό έλασμα με κοιλότητα, πάνω στο οποίο άναβαν τα δαδιά ( δαδία). Το δαδιά χρησιμοποιούνταν ως βασικός φωτισμός του σπιτιού.
Η παρουσία τους ήταν συνδεδεμένη με την αρχαία συνήθεια, που ήθελε την εστία να έχει πάντα ζωντανή τη φλόγα στο κέντρο του σπιτιού ,του ναού ή της πόλης.
Γύρω από το τζάκι κάθονταν σε μικρά σκαμνάκια ( σκαμνία) ή ξύλινα παγκάκια ( σετύρια), και αναπαύονταν οι ηλικιωμένοι ( μειζοτέρ) . Εκεί συναντιόντουσαν τα μέλη της οικογένειας και περνούσαν τα κρύα βράδια του χειμώνα, κάνοντας τα οικογενειακά νυχτέρια ( παρακάθια) λέγοντας παραμύθια ( τα μεσέλια).
Για την ευεργετική και ενωτική επίδραση, που είχε η εστία στα μέλη της οικογένειας από την αρχαιότητα κιόλας, επικράτησε η φράση : το τζάχ’, ‘ς σ οσπίτ’ ευλοϊα έν’.
Το τζάκι υποκατέστησε τον αρχαίο βωμό, πάνω στη φλόγα του οποίου γίνονταν κάποια τελετουργικά, που είχαν σχέση με το φως και τις τροπές του ηλίου.
Τη χειμερινή περίοδο πίστευαν, ότι γεννιέται ο ήλιος και το βράδυ της Πρωτοχρονιάς έπρεπε να καεί το μεγάλο κούτσουρο, που έσκισε ο γαμπρός, ( το γαμπροκούρ’), σύμβολο της ανδρείας του γαμπρού.
Το τζάκι ερανίζονταν από το αμίλητο νερό (το καλαντόνερο) το βράδυ της Πρωτοχρονιάς και γίνονταν θυσίες με ξηρούς καρπούς, που ρίχνονταν για να καούν για το καλό της χρονιάς.
Στην περιοχή της ορεινής Ματσούκας η εστία είχε πιο αρχαιοπρεπή χαρακτηριστικά: ήταν πανομοιότυπη με την αρχαία εστία, η οποία προέρχεται από την πρώτη ελληνική ΄΄Εφέστια΄΄ θεότητα, που βρισκόταν στη μέση του Μυκηναϊκού μεγάρου.
Την ίδια περιγραφή μας καταθέτει και ο Κορνούτος λέγοντας : ΄΄Η εστία εστί και ζώων μήτηρ’ , στρογγύλη δε πλάττεται και κατά μέσους ιδρύεται τους οίκους…΄΄
(Η εστία απεικονίζεται στρογγυλή και ο βωμός της στήνεται στο μέσον κάθε σπιτιού..)
Στο μέσο της ματσουκέικης κατοικίας ( μεσοχάμ’) στο μεγάλο δωμάτιο σημερινό σαλόνι (ασχανά) ήταν χτισμένη με πανομοιότυπη κυκλική κοίλη πέτρα (το χωνόν ή χωνευτέρ) Η λέξη χωνόν προέρχεται από το αρχαίο ρήμα χώννυμι = χωνευτήρι όπου έχουν καεί τα ξύλα. γι’ αυτό επικράτησε και η φράση επεβόρωσεν ο χωνόν απανθρακώθηκαν τα ξύλα. Το κέντρο της εστίας το έλεγαν ( χωνοκέφαλον) στο μέρος αυτό τοποθετούσαν τα ξύλα. Φράση: ( Σιμά ‘ς σο χωνοκέφαλον εθέκα τα ξύλα).
Εκεί πάνω στην κοίλη πυρακτωμένη πλάκα της εστίας έψηναν την πολύ νόστιμη χωνόπιτα αφού την σκέπαζαν με ένα μεταλλικό καπάκι το Σάτς .
Ο καπνός έβγαινε από ένα κεντρικό σημείο (το καπνορδάμ’ ). Τα δε μαγειρικά σκεύη κρέμονταν με σύρμα από την οροφή.
Εκεί γύρω από την της εστία ( το χωνόν) κάθονταν ο ερωτευμένος νέος και έβρισκε συντροφιά δίπλα στην παρηγορητική φλόγα τραγουδώντας τον πόνο και τους καημούς του.
Εχάσα και τ’ εμόν τ’ αρνίν , άλλο ‘ς σον κόσμον ‘κ’ έχω,
τα δάκρυα μ’ ξύουν ‘ς σο χωνόν και τ’ αποκάμια βρέχω..!
Όντες εφτάγω άχ’ και βάχ’, τα χιόνια όλια λύουν,
τα δάκρυα μ’ τρέχνε ‘ς σο χωνόν και τα τσιλίδια σβήγουν..!
Στην αρχαιότητα γύρω από την καθημερινή εστία υπήρχαν δύο λυχνοστάτες, πάνω στους οποίους υπήρχαν λυχνίες, που έκαιγαν, συμβολίζοντας την πύρινη φύση της θεάς Εστίας.
Στον Πόντο όπως μας περιγράφει ο Μελανοφρύδης, υπήρχαν αντίστοιχα δύο λυχνίες μεταλλικές, που έκαιγαν γκάζι και τις ονόμαζαν (τη μαϊσσας τα λάμπας) και τις κρεμούσαν στη θέση της εστίας.
Η εστία ως συμβολισμός στην αρχαία και ποντιακή ηθογραφία έχει τις ίδιες εννοιολογικές ταυτίσεις όπως: η ευγένεια ( το κορίτσ’ από τζάχ έν): την αρμονική συμβίωση, το τζάχ’ ν ατς εξέρ’ και τερεί ) τη φροντίδα :
( τ’ οτζάχ ν ατ’ χουλιάν έν) ) και τέλος την ελπίδα για τη συνέχιση των γενεών (το τζάχ’ ν ατ’ ενεβζήεν…!) ή το παρόμοιο: (το κορίτσ’ οτζάχ ‘κι κρατεί.)
Το ιερό πυρ της εστίας αποτελούσε ένα ηθικό όν, που έδινε το φως, ζέσταινε και μαγείρευε.
Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο που ταυτίζει τα κοινωνιολογικά χαρακτηριστικά της αρχαίας θεάς Εστίας η οποία ορκίστηκε να παραμείνει για πάντα αγνή αφού αρνήθηκε όλα τα συνοικέσια που τις έκαναν οι αδελφοί της Ποσειδώνας και Απόλλωνας. Η εστία έμεινε για πάντα αφοσιωμένη γύρω από την παρακάμινο.
Στην ποντιακή γλώσσα διασώθηκε ακριβώς αυτή η ταύτιση της θεάς με την γεροντοκόρη ( ανάντριστος) με τη φράση : (επέμνεν ‘ς σο παρακαμίν’).
Η φωτιά αποτελούσε διαχρονικά μια βασική προέκταση των ανθρώπινων αναγκών. Ίσως γι’ αυτό οι θεοί τιμώρησαν τόσο σκληρά τον Προμηθέα πάνω στον ποντιακό Καύκασο, γιατί χάρισε τη φωτιά στους ανθρώπους.
Η ποντιακή παροιμία επιβεβαιώνει την ευεργετική του δυναμική όταν βέβαια αυτή συνυπάρχει με την ανθρώπινη συνοίκηση.
Όσα οτζάχα καπνίζ’νε μ’ εθαρρείς πα μαειρεύνε..!
Ο βωμός της εστίας με το ιερό πυρ στους Δελφούς ήταν για τους Έλληνες η κοινή εστία, γιατί οι Δελφοί αποτελούσαν το κέντρο της γης .
Ο καπνός του τζακιού στον Πόντο ήταν η ελπίδα και το όνειρο της επιστροφής για κάθε ξενιτεμένο, ενώ το ενεργό τζάκι ήταν η ίδια του η ζωή. Η έρημος και ο θάνατος ήταν η εικόνα της σβηστής και άκαπνης εστίας: (αδακές οτζάχ ‘κι καπνίζ’ … )
Το αίσθημα του νόστου ταυτίζεται με τον καπνό της εστίας τόσο στον ομηρικό Οδησσέα ,που μετά είκοσι χρόνια ξενιτιάς ομονόησε να δει τον καπνό από το τζάκι του σπιτιού του κι ας πεθάνει: Ιέμενος και καπνόν αποθρώσκοντα ,νοήσαι ής γαίης θανέειν ιμείρεται…!
Όσο και με τον πόθο του ξενιτεμένου από την Ίμερα του Πόντου:
Είδα ας ση κυρού μ’ το τσάχ’ καπνός πάλ’ να εβγαίνει…
Είδα τ’ οσπίτι μ’ ,είδ’ ατό, τ’ ομμάτια μ’ εφωτίγαν….
Τη λέξη Εστία χρησιμοποίησε ο Φίλωνας Κτενίδης στο περιοδικό του, που έγινε για τους Ποντίους η ιστορική και πνευματική κιβωτός, που φιλοξένησε τις μνημονικές εικόνες του ποντιακού ελληνισμού….