Σαν σήμερα, κατά την 8η Σεπτεμβρίου του 1991, αυτό το χαλκευμένο έργο που αποκαλείται «Ρεπούμπλικα Μακεντόνιγια» ή καταχρηστικά «Δημοκρατία της Μακεδονίας», εκκινούσε, επίσημα, αφού σε σχετικό δημοψήφισμα, υπερψηφίζονταν με ποσοστό σταλινικού τύπου 96,44%. Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, η προδοσία της Μακεδονίας και της θρυλικής μακεδονικής παράδοσης, αποτελεί διακομματική και διαχρονική ιστορία. Δεν αποτελεί αποκλειστικότητα ενός.
Κατά καιρούς, ήδη από τον 19ο αιώνα, οργανώνονταν στην Βαλκανική μακεδονικές οργανώσεις, που ορισμένες φορές είχαν διάθεση ένωσης των κατακτημένων λαών απέναντι στους Τούρκους.Εκ των πραγμάτων, όμως, αποδείχθηκε, πως κατά κανόνα επρόκειτο για υποκρύπτουσες τα βουλγαρικά συμφέροντα κινήσεις. Οι Βούλγαροι το αργότερο από το 1844, διεκδίκησαν την σχισματική εκκλησιαστική αυτονόμηση των Βουλγάρων από το Πατριαρχείο, κάτι που αντικανονικά πέτυχαν το 1870, με την βοήθεια του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών.
Η διαμορφωθείσα αυτή κατάσταση, επηρεάστηκε από πολλές γεωπολιτικές εξελίξεις, οι οποίες ακολούθησαν: Συνθήκες Αγίου Στεφάνου και Βερολίνου, τον χαμένο για την Ελλάδα πόλεμο του 1897, τον Μακεδονικό Αγώνα, την Επανάσταση των Νεοτούρκων και τις εθνοκαθάρσεις τους την περίοδο 1914-1918, τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο την ίδια περίοδο, καταλήγοντας στο 1922. Μέσα σε αυτά, είχαμε και τις αναγκαστικές διώξεις και μετακινήσεις πληθυσμών, οι οποίες με τις Συνθήκες της Λωζάνης και του Νεϊγύ επισημοποιήθηκαν. Υπ΄αυτές τις συνθήκες, εμφανίστηκε στο προσκήνιο, η Οκτωβριανή Επανάσταση και η διεθνής οργάνωση των διαφόρων σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών ανά τον κόσμο κομμάτων.
Ήδη από το 1920, το κορυφαίο στέλεχος των Βουλγάρων σοσιαλιστών – κομμουνιστών, ο Β. Κολάροφ και αργότερα γραμματέας της Διεθνούς, έθεσε ζήτημα της καταπίεσης των εκτός Βουλγαρίας, μειονοτήτων. Σε μέρη, δηλαδή,τα οποία θεωρούνταν μακεδονικά, ενταγμένα σε περιοχές της σημερινής Αλβανίας, FYROM και Ελλάδας. Αυτή η πιεστική και ανθελληνική απαίτηση, επιχειρήθηκε και το 1922, κατά την 4η Βαλκανική Κομμουνιστική Συνδιάσκεψη, στην οποία πάντως αντέδρασαν οι εκπρόσωποι των Κ. Κ. της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδος.
Η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και η Συνθήκη της Λωζάνης τον Ιούλιο του 1923, δημιούργησε μια απρόβλεπτη εξέλιξη. Μεγάλο μέρος των προσφύγων και ειδικά των μπαρουτοκαπνισμένων Ποντίων οδηγήθηκε στη Βόρεια Ελλάδα. Στην πραγματικότητα εκείνο το σχέδιο το οποίο ναυαγούσε, ήταν η επεκτατική πολιτική των Σοβιετικών, οι οποίοι εποφθαλμιούσαν το δικό τους τεράστιο δικτατορικό κράτος, να προσαρτήσει και τα βαλκανικά κράτη. Στόχος ο οποίος ήταν εφικτός. Έτσι τον Νοέμβριο του 1922, δεσμεύθηκαν στην μελλοντική επέκταση της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας, να ενταχθούν ως αυτόνομες δημοκρατίες η Μακεδονία και η Θράκη. Στην πραγματικότητα, η διεθνιστική αυτή και καλά απόφαση, εξυπηρετούσε πλήρως έναν επιχειρούμενο εκσλαβισμό πληθυσμών αυτών των περιοχών (σλαβοφώνων και μη), με προφανή τα προβλήματα στην ελληνική πλευρά. Το 1923 είχαμε διεθνής κομμουνιστική απόφαση, για αναγνώριση μακεδονικής εθνότητας, γλώσσας και πολιτισμού καθώς και κατοχής των «Μακεδόνων» υπό των Αλβανών, Ελλήνων, Σέρβων και Βουλγάρων. Τα επιμέρους βαλκανικά κομμουνιστικά κόμματα, δεσμεύονταν, όταν επικρατήσουν, να δώσουν τα «μακεδονικά» τμήματα τα οποία «ήταν κατακτημένα» από Αλβανία, Ελλάδα, Σερβία και Βουλγαρία και να τα παραχωρήσουν, ώστε να ιδρυθεί μακεδονικό κράτος.
Στις αποφάσεις αυτές αντέδρασε αρχικά το, τότε, ΣΕΚΕ.Όμως κατά το 3ο Έκτακτο Συνέδριο (26-11 με 3-12-1924), η Komintern θα περάσει την γραμμή της και η αντίδραση στο μακεδονισμό θα γίνει γαργάρα, σαν κάτι δήθεν αντιστασιακούς, που αργότερα ψήφισαν τα επώδυνα μέτρα ως σωτήρια. Η κομμουνιστική, τότε, αποδοχή, του δικαιώματος αυτοδιάθεσης των λαών της Μακεδονίας, θα το οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στην θεώρηση του ως κόμμα μειοδοσίας, ντελάλη των συμφερόντων της ΕΣΣΔ και της Βουλγαρίας, εν ολίγοις στην παρανομία. Φυσικά η αντίδραση μέσα στο ίδιο το κόμμα υπήρξε μεγάλη. Ωστόσο, επίσημα, ελάχιστα άλλαξαν και οι διαφωνούντες Γ. Κοδράτος και Αποστολίδης, διεγράφησαν και περιορίσθηκαν αντίστοιχα το 1927. Το 1931, πρωτοσέλιδα δημοσιεύματα, όπως του Ριζοσπάστη της 23-03-1931, διακηρύσσουν πως «δεν θα πάψουμε την πάλη μας για τη ανεξαρτησία του μακεδονικού λαού». Ενώ το 1932, ο «Νέος Ριζοσπάστης», φ. Δευτέρας 19-09-1932, δημοσίευε «Προκήρυξη προς τον μακεδονικό λαό που ζει κάτω από την ελληνική κυριαρχία»! Το 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ, τον Δεκέμβριο του 1935, θα επισημοποιήσει μια τάση για υποβάθμιση της προηγούμενης περί μακεδονισμού κομματικής προπαγάνδας, όμως δεν θα πάψει να μιλάει για Σλαβομακεδόνες και κατοχή μακεδονικών τμημάτων από το ελληνικό κράτος: «Η αλλαγή του συνθήματος κάθε άλλο παρά αδυνάτισμα της δουλειάς μας στη Μακεδονία και ανάμεσα στις εθνικές μειονότητες σημαίνει. Αντίθετα, επιβάλλεται να δυναμώσουν οι προσπάθειες μας για την εξασφάλιση στις μειονότητες πλέριων δικαιωμάτων. Το Κόμμα δεν παύει να διακηρύττει πως τελικά και οριστικά το μακεδονικό ζήτημα θα λυθεί αδελφικά μετά τη νίκη της Σοβιετικής εξουσίας στα Βαλκάνια που θα σκίσει τις άτιμες συνθήκες των ανταλλαγών των πληθυσμών και θα πάρει όλα τα πρακτικά μέτρα, ώστε να εξαλειφθούν οι ιμπεριαλιστικές τους αδικίες. Μόνον τότε ο Μακεδονικός Λαός θα βρει την πλέρια εθνική του αποκατάσταση». Το λες και επ΄εσχάτη προδοσία, αλλά δεν ήταν οι μόνοι. Ας μην ξεπλένουμε τους υπόλοιπους.
Η Μακεδονία και ειδικά η Θράκη, την περίοδο 1941-44, θα περάσει φρικτές ημέρες γενοκτονίας, από τους Βουλγάρους, συμμάχους, τότε, των Γερμανών. Η λήξη του πολέμου στην βαλκανική περιοχή το 1944, θα σημάνει τον δια Τίτο αφελληνισμό των Ελλήνων, ήδη από το 1944 σε αυτές τις περιοχές και ειδικά στην περιοχή της σημερινής FYROM. Έναν αφελληνισμό, πολύ πιο σκληρό από τον σερβικό του 1913 (αυτοί είχαν κλείσει τα ελληνικά σχολεία κυρίως). Ενδεικτικά τα μακεντόνσκυ στους σταυρούς των νεκροταφείων έγιναν υποχρεωτικά. Ακόμα και παλαιότερες ελληνικές ταφικές επιγραφές αντικαταστάθηκαν με τα αρχικά μόνο του ονοματεπώνυμου του νεκρού ή έναν απλό αριθμό μητρώου. Οι Έλληνες αποκαλούνταν, ξαφνικά, «Μακεδόνες» ή «Βλάχοι».
Το 1947, σε εκτέλεση, τυπικά, της απόφασης του 1923, ο Τίτο και ο Δημητρόφ, επικεφαλής της κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας (η Αλβανία δεν είχε ακόμα καταντήσει η γνωστή άθλια «λαϊκή δημοκρατία», αυτό έγινε το 1949 ), συμφώνησαν στην από κοινού παραχώρηση εδαφών, προς ίδρυση μακεδονικού κράτους. Μάλιστα ο Τίτο έστειλε και δασκάλους για τα «μακεντόνσκυ», μιας και στην Βουλγαρία δεν ομιλούσαν την ντεμέκ μακεδονική σλαβική αυτή διάλεκτο (με πολλές λέξεις να προέρχονται από την αρχαία ή βυζαντινή ελληνική γλώσσα), αλλά άλλες γλώσσες και καθαρά βουλγάρικα. Το 1948 ο Τίτο, ο οποίος δεν ήταν κορόιδο, δεν δέχθηκε να προσαρτήσει την Γιουγκοσλαβία στα Σοβιέτ και την ΕΣΣΔ. Χάλασε η κολεγιά, χάλασε και η «μακεντόνσκυ» προοπτική, αφού οι Βούλγαροι έμειναν πιστοί στον «πατερούλη».Φυσικά άρχισε να κρεμάει το μέτωπο του εμφυλίου. Μαζί και το όνειρο μιας μερίδας μελών του ΚΚΕ, αλλά πάντως όχι όλων, για απόσπαση εδαφών της ελληνικής Μακεδονίας, προς χάριν του υπό ίδρυση μακεδονικού κράτους. Φυσικά με το σπάσιμο της κολεγιάς, αλλά και το γύρισμα της πλάτης του Στάλιν (η Γιάλτα είχε ορίσει τις «σφαίρες επιρροής»), άρχισε να κρεμάει και η τροφοδοσία στο μέτωπο του εμφυλίου. Μπορεί καθένας να φανταστεί, σε τι εξυπηρετούσε ο Γράμμος και το Βίτσι ως κεντρικό θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων. Ασφαλώς, βέβαια, ο Ελληνικός Στρατός νίκησε το 1949 σε ένα ντροπιαστικό πόλεμο, όμως η συνέχεια δεν ήταν, επίσης, δημοκρατική, ούτε ευοίωνη: μετανάστευση, βασιλικοί επίτροποι, μακρονήσια, λογοκρισία, σε μια Ελλάδα, περίπου, προτεκτοράτο των Αμερικανών.