«Ποίοις οἱ εὐτελεῖς χείλεσι, μακαρίσωμεν τὴν Θεοτόκον; τὴν τιμιωτέραν τῆς κτίσεως, καὶ ἁγιωτέραν ὑπάρχουσαν, Χερουβὶμ καὶ πάντων τῶν Ἀγγέλων, τὸν θρόνον, τοῦ Βασιλέως τὸν ἀσάλευτον, τὸν οἶκον, ἐν ᾧ κατῴκησεν ὁ Ὕψιστος, τὴν σωτηρίαν τοῦ κόσμου, τοῦ Θεοῦ ἁγίασμα, τὴν παρέχουσαν τοῖς πιστοῖς, ἐν τῇ θείᾳ μνήμῃ αὐτῆς, πλουσίως τὸ μέγα ἔλεος». Α΄Στιχηρό προσόμοιο εις το Κύριε Εκέκραξα, ακολουθίας μικρού Εσπερινού,της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Ο ελληνικός πολιτισμός,με τις πολλές και ποικίλες πνευματικές και υλικές δημιουργίες του, έχει ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας τον ελληνικό λόγο. Μέσα στο διάβα των αιώνων η ελληνική γλώσσα αποκρυπτογραφεί με πολύ ξεκάθαρο τρόπο, όσο καμιά άλλη, αξίες, νοήματα, εκφράσεις της ζωής και της ανθρώπινης δημιουργίας. Γίνεται προπαντός η «ιερά γλώσσα» του Ευαγγελίου, με την οποία μεταλαμπαδεύονται οι θεϊκές αλήθειες στο σύνολο των ανθρώπων. Η εκκλησιαστική ποίηση του Κανόνα που διαμορφώνεται από τον 8ο αι. και μετά και πρωτοστατεί στις εκκλησιαστικές ακολουθίες (ειδικά του Όρθρου), εκφράζεται μέσω μιας ξεχωριστής μορφής της ελληνικής γλώσσας, αυτήν της Υμνογραφίας. Η Υμνογραφική γλώσσα με δάνεια από την αρχαία ελληνική και αττικίζουσα γλώσσα, έχει την ιδιαιτερότητα να εκφράζει τα ύψιστα θεολογικά νοήματα με έναν τρόπο όχι ανθρώπινο, αλλά υπεράνθρωπο. Κι αυτό γιατί, τα ιερά πρόσωπα που υμνούνται, συμβάλλουν στην ανθρώπινη σωτηρία, ξεπερνούν τους νόμους της φθοράς και του θανάτου, ενώνουν τον πρόσκαιρο αυτό κόσμο με τον αιώνιο.
Το πρόσωπο που συνέβαλε αποφασιστικά στην ενανθρώπιση του Θεού και την σωτηρία του ανθρώπου, η Παναγία, αποτελεί το καλύτερα τιμώμενο πρόσωπο από την υμνογραφική-ελληνική γλώσσα. Οι υμνογράφοι μιμούμενοι τον τρόπο ζωής της,που είναι ασκητικός και παρθενικός συνάμα, στολίζουν με πολύ ξεχωριστά ονόματα και καλλιλογία το ιερό πρόσωπο της Αειπαρθένου Μαρίας.Χειριζόμενοι αριστοτεχνικά,λόγω της θύραθεν παιδείας τους, τον ελληνικό λόγο, πλάθουν καινούριες αντονομασίες,, μεταφορές και παρομοιώσεις για την μητέρα του Θεού και μας το παραδίδουν είτε στην ακολουθία της μικρής ή μεγάλης Παράκλησης είτε στις καθημερινές ακολουθίες του Εσπερινού και του Όρθρου.
Η αντονομασία αποτελεί το σχήμα λέξεων κατά το οποίο στη θέση ενός ονόματος κύριου ή προσηγορικού τίθεται λέξη, το παράγωγο αντί εθνικού ονόματος,περίφραση που δηλώνει την καταγωγή ή μια ιδιότητα ενός προσώπου αντί του κύριου ή του εθνικού.[1]
Στην εκκλησιαστική ποίηση του κανόνα η αντονομασία χρησιμοποιείται για την έκφραση πολλών ιδιοτήτων και αρετών των ιερών προσώπων. Η αναγκαιότητα της χρήσης αυτού του λεκτικού φαινομένου έγκειται στο γεγονός ότι απηχεί τις πολυποίκιλλες εκφράσεις και φανερώσεις των «υπερφύσει» ενεργειών είτε της Αγίας Τριάδος, είτε του Χριστού, είτε της Παναγίας όσο και των Αγίων. Η μέγιστη συχνότητα του λεκτικού φαινομένου της αντονομασίας αφορά το ιερό πρόσωπο της Παναγίας με εκατοντάδες παραδείγματα και στη συνέχεια με λιγότερα αντιπροσωπευτικά δείγματα για τον Ιησού Χριστό και τα ιερά πρόσωπα Αγίων,Ασκητών,Οσίων κ.ά. Οι αντονομασίες για το πρόσωπο της Παναγίας συναντώνται στα θεοτοκία -τροπάρια που συντάχθηκαν προς τιμήν της- τα οποία συμπληρώνουν κάθε σύνολο τροπαρίων εκάστης ωδής, στην εκκλησιαστική ποίηση του κανόνα. Αποτελούν το απαραίτητο καταληκτικό τροπάριο το οποίο και διανθίζεται από πλήθος εγκωμιαστικών και ξεχωριστών αντονομασιών για το ιερό πρόσωπο της Παναγίας.
Υπάρχουν τροπάρια στα οποία οι αντονομασίες της Παναγίας δίδονται με περίφραση: Κιβωτός του σεπτού αγιάσματος, ουρανός και θρόνος Θεού, δοχείον καθαρότητος, τροφός της ζωής ημών κ.α.
Στην εκκλησιαστική ποίηση του κανόνα είναι χαρακτηριστικές οι πολλές περιφραστικές αντονομασίες που δίδονται στην Θεοτόκο σε ένα και μόνο τροπάριο: «Χαίρε Άγιον Όρος και θεοβάδιστον,χαίρε έμψυχε βάτε και ακατάφλεκτε,χαίρε η μόνη προς Θεόν κόσμου γέφυρα, η μετάγουσα θνητούς,προς την αιώνιον ζωήν.χαίρε ακήρατε Κόρη, η απειράνδρως τεκούσα,την σωτηρίαν των ψυχών ημών»,Θεοτοκίο κάθισμα εις τον όρθρο,μετά την β΄στιχολογίαν,της ακολουθίας του όρθρου, εορτή Σύλληψης του Τιμίου Προδρόμου, Μηναίον ΚΓ΄ Σεπτεμβρίου, σ.345
Συχνά επίσης ο υμνογράφος επινοεί πρωτότυπες, ξεχωριστές και συνάμα πολλές σε αριθμό αντονομασίες: «Ολόφωτε σκηνή θεοδόμητε, λυχνία κατάχρυσε, στάμνε κιβωτέ,θεοκατοίκητε ναέ, ξενοβλάστητε ράβδε Μητράνανδρε, τους σούς ικέτας ημάς, πολυώνυμε Κόρη διαφύλαττε». Θεοτοκίοτροπάριο, Ζ΄Ωδής, ακολουθίαςτου όρθρου, εορτής Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, σ.112 α΄, Μηναίον ΚΓ΄Απριλίου.
«Ὄρος Θεοῦ πανάγιον, καὶ λυχνίαν καὶ στάμνον, καὶ κιβωτὸν καὶ τράπεζαν, ῥάβδον τε καὶ πυρεῖον, καὶ θεῖον θρόνον καὶ πύλην, καὶ ναὸν καὶ παστάδα, ὑμνήσωμεν θεόφρονες, τὴν ἁγνὴν καὶ Παρθένον»,β΄εξαποστειλάριο,ακολουθίας του όρθρου, Μνήμη τῶν ἐν Ἁγίοις Πατέρων ἡμῶν, καὶ μεγάλων Ἀρχιεπισκόπων Ἀλεξανδρείας, Ἀθανασίου καὶ Κυρίλλου, σελ.156 β΄,Μηναίον ΙΗ΄Ιανουαρίου.
Ο υμνογράφος πρωτοτυπεί με ποιητικές αντονομασίες που μένουν αναλοίωτες μέσα στον χρόνο: Χαρακτηριστικό το ακόλουθο τροπάριο:«Φωτός το καθαρόν ενδιαίτημα, Ηλίου όχημα σεπτόν,την σκοτισθείσαν καρδίαν μου,τη των δεινών αμαυρώσει,καταύγασον και σώσον με Δέσποινα»,β΄τροπάριο Δ΄Ωδής,κανόνος Θεοτόκου,ακολουθίας του όρθρου,της Τετάρτης τω πρωΐ,ήχος Πλάγιος του Α΄, σ.540, Παρακλητική
Σε άλλο πάλι τροπάριο ο υμνωδός δίνει αντονομασίες στο ιερό πρόσωπο της Θεοτόκου, επηρεασμένος από βιβλικές τυπολογίες και συσχετίζοντας την Παναγία με την απόρθητη πόλη την Ιερουσαλήμ: «Μακαρίζομέν σε, Θεοτόκε, Παρθένε,και δοξαζομέν σε, οι πιστοί κατά χρέος,την πόλιν την άσειστον,το τείχος το άρρηκτον,την αρραγή προστασίαν,και καταφυγή των ψυχών ημών», Θεοτοκίον τροπάριο,των αποστίχων των Αίνων,της Τρίτης της Β΄Εβδομάδας (Πρωΐ), ακολουθία του όρθρου, σελ.159α΄,Τριώδιον.
Οι πολλές αντονομασίες της Θεοτόκου παίρνουν ικετευτικό και παρακλητικό χαρακτήρα. Αντιπροσωπεύονται περισσότερο στα τροπάρια που απαρτίζουν τις ακολουθίες του Μικρού και Μεγάλου Παρακλητικού κανόνα, αλλά και σε άλλα εκκλησιαστικά λειτουργικά βιβλία, όπως τα Μηναία, η Παρακλητική,το Τριώδιο κ.α: Χαρακτηριστικό το ακόλουθο τροπάριο της Παρακλητικής: «Πάντων θλιβομένων η χαρά, και αδικουμένων προστάτις, και πενομένων τροφή, ξένων τε παράκλησις, και βακτηρία τυφλών, ασθενούντων επίσκεψις, καταπονουμένων, σκέπη και αντίληψις, και ορφανών βοηθός, Μήτηρ του Θεού τουΥψίστου,…» α΄ στιχηρό Θεοτοκίο τροπάριο,της ακολουθίας του Μικρού Εσπερινού,τω Σαββάτω εσπέρας,ήχος β΄,σ.138,Παρακλητική.
Η ασυνήθιστη μορφή αντονομασιών φαίνεται σε ύμνους, όπου ο υμνογράφος δίνει μοναδικές περιφραστικές αντονομασίες,που ταιριάζουν αποκλειστικά στο θεϊκό πρόσωπο της Αειπαρθένου Μαρίας: «Ουρανομήκη κλίμακα, νοητήν σε γινώσκομεν … εντεύθεν ανωτέραν, ουρανών και αγγέλων, και πάντων ποιημάτων, τιμώμεν σε Παρθένε», Θεοτοκίο τροπάριο Η΄Ωδής,ακολουθίας του όρθρου, μνήμης του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Στρατηλάτου,σ.53 α΄,Μηναίον Η΄Φεβρουαρίου
Υπάρχουν και τροπάρια που περικλείουν όλες τις μορφές των αντονομασιών προς την Θεοτόκο,με ικετευτικό, υπερκόσμιο, ποιητικό χαρακτήρα: «Χαίρε πυρίμορφον όχημα, χαίρε αυγή μυστική, η τω κόσμω εισάξασα,τον λαμπρόν και άδυτον και ανέσπερον ήλιον.χαίρε κογχύλη πορφύραν βάψασα,εκ σων αιμάτων τω Βασιλεί του παντός. χαίρε Πανάχραντε. χαίρε φυλακτήριον,πάντων πιστών,των προσκαλουμένων σε.εν πεποιθήσει ψυχής»,Θεοτοκίο τροπάριο (Και Νυν) εις την στιχολογίαν των στιχηρών προσομοίων, της ακολουθίας του Εσπερινού,μνήμης του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Προκοπίου,σ.44 α΄, Μηναίον Η΄Ιουλίου.
Οι αντονομασίες της Παναγίας αντιπροσωπεύονται και στην κατηγορία εκείνη όπου στη θέση του κύριου ονόματος τίθεται μία λέξη-ουσιαστικό ή επίθετο. Χαρακτηριστικά είναι τα ακόλουθα τροπάρια:
«Σκηνὴν σε καὶ τράπεζαν, καὶ θείαν κιβωτόν, καὶ στάμνον χωρήσασαν, τὸ μάννα τῆς ζωῆς, καὶ ἅγιον ὄρος ὀνομάζομεν, Παρθένε Μαρία, ἀεὶ εὐλογημένη»,Θεοτοκίο τροπάριο,Η΄Ωδής,ακολουθίας του όρθρου, σ.130β΄,Μηναίον ΚΒ΄Αυγούστου.
«Χαίρε καταφύγιον, χριστιανών και κραταίωμα,χαίρε κλίμαξ ουράνιε,χαίρε το κειμήλιον,το της παρθενίας,χαίρε Θεοτόκε,η κιβωτός η λογική.της θείας δόξης χαίρε το καύχημα,του κόσμου και στερέωμα,των πεπτωκότων ανάκλυσις, η σκηνή η ολόφωτος, η αγία και πάγκαλος».Θεοτοκίον (Και νυν), εις τους αίνους,ακολουθίας του όρθρου,μνήμης των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού,σελ.24,Μηναίον Α΄Νοεμβρίου.
«Ισχύς μου και ύμνησις και σωτηρία, βεβαία αντίληψις, και τείχος απροσμάχητον, υπάρχουσα Δέσποινα,τους πολεμούντας με,…»Θεοτοκίον Ζ΄Ωδής, ακολουθίας του όρθρου,μνήμης της μετάστασης αγίου Ιωάννου του Θεολόγου,σελ.404,Μηναίον ΚΣΤ΄Σεπτεμβρίου.
«Χαίρε πηγή, αειζώου νάματος.χαίρε Παράδεισε τρυφής.Χαίρε τείχος το των πιστών. Χαίρε Απειρόγαμε. Χαίρε η παγκόσμιος χαρά,δι΄ής ημίν εξανέτειλεν,ο αινετός των πατέρων,Θεός και υπερένδοξος»,γ΄τροπάριο,Ζ΄ Ώδής του Κανόνα του όρθρου της Κυριακής τωΠρωΐ,ήχος α΄,σελ.35,Παρακλητική.
Τα επίθετα,είναι τα μέρη του λόγου που συνοδεύουν τα ουσιαστικά και φανερώνουν κάποια ιδιότητα ή ποιότητα των ουσιαστικών αυτών[2] και προσδίδουν στα ουσιαστικά μία μόνιμη και συγκεκριμένη ιδιότητα.[3]Έχουν μεγάλη συχνότητα στα υμνογραφικά κείμενα και έναν ιδιαίτερα καλλωπιστικό και αισθητικό ρόλο στη χρήση τους δίπλα στα ουσιαστικά.
Οι υμνογράφοι χρησιμοποιούν επίθετα με αρχαιοελληνική χροιά,παρόμοια με αυτά των τραγικών και δραματικών δημιουργών των αρχαιοελληνικών επών.Τα επίθετα είναι άλλοτε απλά,άλλοτε σύνθετα και άλλοτε πρωτότυπα.Αυτή η ποικιλλία της έκφρασης-μέσω των επιθέτων-οφείλεται στον αναγωγικό και υπερβατικό χαρακτήρα της εκκλησιαστικής υμνογραφίας. Είναι γνωστό ότι τα ιερά πρόσωπα δρουν στα πλαίσια ενός κόσμου που αγγίζει την φθορά, αλλά και την αφθαρσία,την βίωση της αμαρτίας αλλά και της σωτηρίας.Τα ουσιαστικά κατά την σύνταξη του λόγου εκπροσωπούν τα ιερά πρόσωπα, γι΄αυτό έχουν συγκεκριμένη αναφορά και μοναδικότητα στην κατάσταση που τα εκφράζουν.Τα επίθετα που τα συνοδεύουν προσδίδουν την ιδιαίτερη χάρη,ιδιότητα όσο και εκείνο τον υπερβατικό χαρακτήρα που αλλάζει την αισθητική έκφραση των ουσιαστικών.Έτσι, οι θεϊκές ιδιότητες των ιερών προσώπων εκφράζονται από επίθετα, όπως «πανίερος, πανάγιος, υπερκόσμιος, ακτιστοσυμπλαστουργοσύνθρονον, ακήρατη, Κεχαριτωμένη, Θεαυγείς, πνευματορρήτορες» κ.α.
Τα κείμενα με την χρήση των επιθέτων αποκτούν ξεχωριστή εκφραστικότητα με δυναμισμό, λυρισμό, ρεαλισμό και υποκειμενικότητα. Γίνονται ξεχωριστά και ανεπανάληπτα έχοντας τον χαρακτήρα του λογοτεχνικού και καλολογικού ύφους που προσιδιάζει και στο είδος της εκκλησιαστικής υμνογραφίας.
Το ιερό πρόσωπο που δέχτηκε τα περισσότερα επίθετα είναι αυτό της Θεοτόκου (πάνω από πεντακόσια πενήντα). Η ευρηματικότητα και ποιητική ικανότητα των υμνογράφων δημιουργεί πρωτότυπα όσο και μοναδικά επίθετα.Υμνογράφοι όπως ο Ρωμανός ο Μελωδός, ο Ματθαίος Καντακουζηνός και άλλοι χρησιμοποιούν επίθετα από τα βιβλικά χωρία και ειδικά από το βιβλίο «το Άσμα Ασμάτων». Οι υμνογράφοι του κανόνα όπως ο Κοσμάς ο Μαϊουμά,ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός χρησιμοποιούν επίθετα τόσο από την καθομιλούμενη αρχαία ελληνιστική κοινή γλώσσα,όσο και από το περιβάλλον της εποχής και δράσης τους,όσο και από πρωτοτυπία και ξεχωριστή εφευρετικότητα,για να δόσουν το μοναδικό στίγμα τους.
Οι πολυπληθείς σε αριθμό και πλούτο επιθετικοί προσδιορισμοί προς τιμή της Υπεραγίας Θεοτόκου απαντώνται περισσότερο στον Ακάθιστο Ύμνο,όσο και στους δύο παρακλητικούς κανόνες που δημιουργήθηκαν και είναι αφιερωμένοι στο πανάγιο πρόσωπό της.Ενδεικικά στον Ακάθιστο ύμνο η Παναγία αποκαλείται: Νύμφη ανύμφευτος, καλή εν γυναιξί, Πάναγνη, υπέραγνη, άμπελος αγεώργητος τον ωραιότατον βότρυν βλαστήσασαν, άσμα ασμάτων, εκλεκτή εν γυναιξί, κεχαριτωμένη, μήλον ερυθρόν,νύμφη αδιάφθορος,περιστερά αγνή και αμόλυντος, άνθος της αφθαρσίας, παστάδα ασπόρου νυμφεύσεως.
Στους δύο παρακλητικούς κανόνες η Παναγία χαρακτηρίζεται Αμόλυντος,Υψηλοτέρα, Καθέδρα, λίμαξ,Σκέπη, Πόλις, Παράκλησις, Επίσκεψις, Καταφυγή, Κεχαριτωμένη, Χώρα του Αχωρήτου, Όρος Αλατόμητον, Νε-φέλη Ολόφωτος, Κυρία των Αγγέλων.
Στην εκκλησιαστική ποίηση του κανόνα το επίθετο είναι το μέρος του λόγου που χρωματίζει το υμνογραφικό κείμενο όσο και το πρόσωπο το οποίο προσδιορίζει.Τα επίθετα προς τιμή της Θεοτόκου ξεχωρίζουν για την πρωτοτυπία τους, την μοναδικότητα, την λεξιπλασία και θεολογία που τα διακρίνει.
Ενδεικτικά παραδείγματα, στα οποία ξεχωρίζει η πρωτοτυπία και θεολογία των επιθετικών προσδιορισμών προς τιμή της Θεοτόκου είναι τα ακόλουθα:
«Αγάλλονται τα πέρατα,της οικουμένης σήμερον,θεοκυήτορ Μαρία,και απειρόγαμε Νύμφη»,α΄Εξαποστειλάριο,ακολουθίας του όρθρου,εορτής Γεννέσεως της Θεοτόκου,σελ.156,Μηναίον Η΄Σεπτεμβρίου.
«Απειρόγαμε Κόρη,χαίρε Πανάμωμε,Χαίρε θεόνυμφε…» και «Η όντως χρυσαυγίζουσα,η παγκαλλής και πανάμωμος» ε΄τροπάριο-Θεοτοκίο η΄Ωδής,ακολουθίας του όρθρου,μνήμη Αγίων Ευλαμπίου-ας,σελ.138,Μηναίον Ι΄Οκτωβρίου.
«Ανατολής,της εξ ύψους Πάναγνε,φανερωθείσης επί γης,ανεδείχθης πανευπρεπής,πύλη και ολόφωτος,κόσμον καταυγάζουσα,μαρμαρυγαίς καθαρότητος,και τοις πιστοίς, λαμπηδόνας αεί θαυμάτων πέμπουσα», δ΄τροπάριο-θεοτοκίο, α΄κανόνα, Ζ΄Ωδής, ακολουθίας του όρθρου, Εορτής Αγίων Κοσμά και Δαμιανού, σελ.19, Μηναίον Α΄Νοεμβρίου.
«Η περικαλλής και θεαυγής Παρθένος καλών ταις ιδέαις με,κάλλυνον φαίδρυνον,όπως κραυγάζω…»,α΄τροπάριο Κανόνα Θεοτόκου,της Η΄Ωδής,τη Τετάρτη τω Πρωΐ,Ήχος πλάγιος του Α΄,Παρακλητική
«Χαίρε Θρόνε πυρίμορφε του Θεού,Χαίρε Κόρη καθέδρα βασιλική,κλίνη πορφυρόστρωτε, χρυσοπόρφυρε θάλαμε, χλαμύς αλουργόχροε, τιμαλφέστατον τέμενος, αστραπηφόρον άρμα, λυχνία πολύφωτε. Χαίρε Θεοτόκε, δωδεκάτειχε πόλις, και πύλη χρυσήλατε, και παστάς αγλαόμορφε, αγλαόχρυσε τράπεζα, θεοκόσμητον σκήνωμα. Χαίρε ένδοξε Νύμφη ηλιοστάλακτε. Χαίρε μόνη ψυχής μου ευπρέπεια»,γ΄μεσώδιο Κάθισμα (Και Νυν), ακολουθίας του όρθρου, μνήμης αγίου Προφήτου Δανιήλ και των Αγίων Τριών παίδων, σελ.124β΄,Μηναίον ΙΖ΄Δεκεμβρίου
«Ὡς πανάμωμος Νύμφη τοῦ Ποιητοῦ, ὡς ἀπείρανδρος Μήτηρ τοῦ Λυτρωτοῦ, δοχεῖον ὡς ὑπάρχουσα, τοῦ Παρακλήτου Πανύμνητε, ἀνομίας με ὄντα, αἰσχρὸν καταγώγιον, καὶ δαιμόνων παίγνιον ἐν γνώσει γενόμενον, σπεῦσον καὶ τῆς τούτων, κακουργίας με ῥῦσαι, λαμπρὸν οἰκητήριον, δι᾿ ἀρετῆς ἀπαρτίσασα, Φωτοδόχε ἀκήρατε· δίωξον τὸ νέφος τῶν παθῶν, καὶ τῆς ἄνω μεθέξεως ἀξίωσον, καὶ φωτὸς ἀνεσπέρου πρεσβείαις σου»,γ΄μεσώδιο κάθισμα,ακολουθίας του όρθρου, Μνήμη τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου,σελ.145 α΄,Μηναίον ΙΖ΄Ιανουαρίου
«Ολόφωτε σκηνή θεοδόμητε, λυχνία κατάχρυσε, στάμνε κιβωτέ, θεοκατοίκητε ναέ, ξενοβλάστητε ράβδε Μητράνανδρε, τους σούς ικέτας ημάς, πολυώνυμε Κόρηδιαφύλαττε». Θεοτοκίο τροπάριο, Ζ΄Ωδής, ακολουθίας του όρθρου, εορτής Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, σ.112α΄, Μηναίον ΚΓ΄Απριλίου.
Οι ξεχωριστές λέξεις, ως επιθετικοι προσδιορισμοί, αποτελούν μία φιλολογική ιδιαιτερότητα των υμνογράφων. Η πρωτοτυπία με περιεχόμενο θεολογικό, όσο και σύμπλεγμα δύο λέξεων σε μία, αποτελεί τον ένα τρόπο έκφρασης του συγκεκριμένου λεκτικού είδους,περισσότερο ισχύει όμως η ιδιαιτερότητα χρήσης ολοκαίνουριων λέξεων.Τα παραδείγματα μέσα από το λειτουργικό είδος του κανόνα είναι ενδεικτικά και φανερώνουν ότι ο άνθρωπος με την τέχνη, στη συγκεκριμένη περίπτωση την ελληνική γλώσσα, δεν εξυμνεί απλά το Θείο, αλλά εξαϋλώνεται, μεταμορφώνεται φανερώνει ότι έχει θεϊκό προσανατολισμό, ίδιο με αυτό που χάραξε η Παναγία κατά την πανάγια ζωή της.
[1] Για τον ορισμό του λεκτικού φαινομένου της αντονομασίας βλ. http://digitalschool.minedu.gov.gr και http://lyk-mous-laris.lar.sch.gr και Κων.Παπανικολάου, Νεοελληνική Καλολογία,Αισθητική του λόγου, Εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Ι.Δ.Κολλάρου κ Σιας Α.Ε, Αθήνας σ.104
[2] Για τον ορισμό και την λειτουργικότητα του επιθετικού προσδιορισμού,ως λεκτικό σχήμα στα λειτουρργικά κείμενα και σε αυτά της Μεγ.Εβδομάδας βλ.ΑΝΝΑ ΚΟΛΤΣΙΟΥ-ΔΗΜ.ΝΙΚΗΤΑΣ,Η Υμνολογία της Μεγ.Εβδομάδας,Εκδόσεις Κυριακίδη,Θεσσαλονίκη 2017,σσ.115-117
[3] Βλ. http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos