Υπάρχει ήδη από την αρχαιότητα η (σχετικά σπάνια) πρακτική του να αλληγορεί μία θρησκευτική παράσταση ένα πολιτικό και κατά κανόνα σημαντικό στρατιωτικό γεγονός.
Μία θρησκευτική εικόνα, τοιχογραφία ή ψηφιδωτό, αναπαριστά συχνά ένα θέμα που αναφέρεται σε κάποια θρησκευτική εορτή. Η ημερομηνία της εν λόγω εορτής δύναται να συμπίπτει με την ημερομηνία που συντελέσθηκε κάποιο σημαντικό πολιτικο-στρατιωτικό γεγονός και έτσι το καλλιτεχνικό έργο να λειτουργεί ως συμβολισμός του. Όταν πάντως συμβαίνει κάτι τέτοιο, το πολιτικό γεγονός δεν παύει να φέρει και μία θεολογική σημασία, ανεξάρτητα από την πολιτική προπαγάνδα που υπηρετεί.
Οι άγιοι Σέργιος και Βάκχος διώχθηκαν καθώς υπηρετούσαν ως αξιωματικοί στο ρωμαϊκό στρατό επί Γαλερίου (305-311), αλλά αρνήθηκαν να θυσιάσουν στον Δία. Κατά τον διωγμό του Γαλερίου δεν διώκονταν κάθε χριστιανός γενικά, όμως στο στόχαστρο της ρωμαϊκής αρχής έμπαιναν δεδομένα κατά τα διωκτικά διατάγματα οι δημόσιοι υπάλληλοι και ειδικά οι στρατιωτικοί. Κάτι το οποίο δεν έχει ιδιαίτερα επισημανθεί, είναι πως μετά τον Ιούλιο Καίσαρα και έως την περίοδο της Τετραρχίας, οι Ρωμαίοι είχαν υιοθετήσει την λατρεία του αυτοκράτορα και ανάλογα τον ταύτιζαν με κάποια θεότητα. Π.χ., στην Νικόπολη είναι επιβεβαιωμένη επιγραφικά η λατρεία του Αδριανού ως Δωδωναίου Διός. Υπό αυτήν την έννοια, μία άρνηση θυσίας από ένα στρατιωτικό προς μία θεότητα, ιδίως προς αυτήν του Διός, εύκολα μπορούσε σε καιρούς διωγμών να παρερμηνευθεί ως άρνηση της πίστης προς τον αυτοκράτορα. Οι δύο άγιοι μετατέθηκαν δυσμενώς προς την Μεσοποταμία, όπου τότε η Ρώμη βρίσκονταν συχνά σε πόλεμο, ιδίως με τους Πέρσες. Αρχικά μαρτύρησε ο Βάκχος (όνομα που είναι κύριο επίθετο του Διονύσου) και έπειτα ο Σέργιος στην Ρεσάφα της Συρίας. Ήδη από τα παλαιοχριστιανικά χρόνια ιδρύθηκε στην ίδια πόλη μαρτυριακός ναός τους, ενώ περίφημος είναι ο ιουστινιάνειος ναός τους στην Κωνσταντινούπολη (527/528), ο οποίος απετέλεσε πρότυπο για την ανέγερση της Αγίας Σοφίας που επακολούθησε λίγα χρόνια αργότερα. Όταν οι Οθωμανοί τον μετέτρεψαν σε τέμενος κατά την περίοδο 1506-1512, τον μετονόμασαν ανάλογα σε «Κιουτσούκ Αγία Σοφία Τζαμί» (τέμενος της Μικράς Αγίας Σοφίας).
Πολύ νωρίς οι δύο αυτοί μάρτυρες απεικονίσθηκαν στην τέχνη, έφιπποι ή όχι. Από τα σωζόμενα σήμερα εικονογραφικά τους δείγματα αναφέρουμε αρχικά μία φορητή εικόνα του 7ου αιώνα της συλλογής του Μουσείου Khanenko στο Κίεβο. Σε αυτήν, τους δύο αγίους που απεικονίζονται σε προτομή ενώνει στο ύψος των φωτοστεφάνων τους η μορφή του Χριστού. Σπάνια είναι επίσης η μινιατούρα της 7ης Οκτωβρίου από τον Κώδικα του Μηνολογίου του Βασιλείου του Β΄ (τέλος 10ου – αρχές 11ου αι.), καθώς απεικονίζει το μαρτύριό τους. Ιδιαίτερο όμως ερμηνευτικό ενδιαφέρον έχει μία εξαιρετική μεταβυζαντινή εικόνα δια χειρός του σπουδαίου ζωγράφου Μιχαήλ Δαμασκηνού και η οποία χρονολογείται μετά το 1571. Σε αυτήν απεικονίζονται οι δύο άγιοι συν την αγία Ιουστίνα. Οι δύο πρώτοι άγιοι τιμώνται τόσο στην Ανατολική, όσο και την Δυτική Εκκλησία στις 7 Οκτωβρίου. Κατά την ίδια ημέρα, τιμάται στην Δυτική Εκκλησία η αγία Ιουστίνα. Πρόκειται για μία ιδιαίτερα τιμώμενη μορφή στην περιοχή του Veneto, ενώ η Κέρκυρα βρέθηκε για μια μεγάλη περίοδο υπό ενετική κυριαρχία. Στις 7 Οκτωβρίου του 1571 δυτικές ναυτικές κατενίκησαν τον Οθωμανικό στόλο στην ναυμαχία της Ναυπάκτου και οι Κερκυραίοι μετείχαν σε αυτήν με τέσσερις γαλέρες διοικούμενες υπό τεσσάρων ευγενών της πόλης τους (Χρ. Κοντόκαλης, Π. Μπούας, Γ. Κοκκίνης και Στ. Χαλικιόπουλος). Σημειώνεται εδώ πως μέλη σημαντικών οίκων της Κωνσταντινουπόλεως είχαν μετά την Άλωση μετοικήσει στην Κέρκυρα. Η ναυμαχία αυτή υπήρξε κρίσιμη ιστορικά, καθώς διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στην μη προέλαση των Οθωμανών προς το Ιόνιο, την Αδριατική και γενικά προς την Δύση. Η ναυμαχία αυτή, στην οποία ως γνωστόν μετείχε και τραυματίσθηκε ο συγγραφέας Μ. ντε Θερβάντες, συνέπεσε χρονικά με το τέλος της όψιμης Αναγέννησης, της Κλασσικής Οθωμανικής Περιόδου, αλλά και την περίοδο μετά την αντιμεταρρυθμιστική Σύνοδο του Τριδέντου.
Η εικόνα του Δαμασκηνού εκτίθεται σήμερα στο Μουσείο της Αντιβουνιώτισσας στην Κέρκυρα. Παρουσιάζει τους τρείς αγίους ολόσωμους και σε εγκάρσια διάταξη, με την αγία Ιουστίνα στο κέντρο. Ψηλότερα δύο άγγελοι στεφανώνουν τους τρεις αγίους, παραπέμποντας μαζί με τους τρεις αγίους ίσως σε τρίβηλο. Στο ανώτερο τμήμα της εικόνος απαντούν επι νεφελών ο Χριστός στο κέντρο, αριστερά του ο ευαγγελιστής Μάρκος (πολιούχος της Βενετίας) και δεξιά ο Συμεών ο Θεοδόχος (τιμώμενος άγιος την επομένη της εορτής 8η Οκτωβρίου, αλλά και σχετιζόμενος με την βιβλική Ωδή της Θεοτόκου -η νίκη τότε της αποδόθηκε παπικά-). Η εικόνα αυτή απέκτησε μετά την Ναυμαχία της Ναυπάκτου ενωτικό χαρακτήρα για την Ορθόδοξη και Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Η Ανάμνηση της Ναυμαχίας τιμήθηκε ήδη επί πάπα Πίου του Ε΄ (προκαθήμενος στα χρόνια της Ναυμαχίας). Οι Ενετοί θέσπισαν ανάλογα στο Ιόνιο εορτή προς ανάμνηση της νικηφόρας ναυμαχίας στην οποία προβλέπονταν η παρουσία εκπροσώπων αμφοτέρων των Εκκλησιών. Με αφορμή την νίκη αυτή, ιδρύθηκε στην κερκυραϊκή περιοχή «Ανεμόμυλος» ρωμαιοκαθολική μονή αφιερωμένη στην Αγία Ιουστίνα. Κοντά σε αυτήν ιδρύθηκε ένας ορθόδοξος ναός, από τον οποίο προήλθε η εν λόγω εικόνα του Δαμασκηνού. Το 1798 ο ναός αυτός καταστράφηκε από τους Γάλλους και στην θέση του ιδρύθηκε νέος το 1845, καλούμενος ως «Τριμάρτυρος».
Πρόσφατα, ο ρωμαιοκαθολικός ιεράρχης και καθηγητής π. Ιωάννης Σπιτέρης ανέδειξε και μία άλλη πτυχή του ζητήματος. Οστά ηρώων της συγκεκριμένης ναυμαχίας φυλάσσονταν στο ρωμαιοκαθολικό ναό του Ευαγγελισμού στην πόλη της Κέρκυρας. Ωστόσο, το 1943, χρονιά που επήλθε η διάσπαση των Ιταλών από τον Άξονα, οι Γερμανοί βομβάρδισαν τον ναό. Αργότερα αυτός κατεδαφίσθηκε πλην του αναστηλωμένου σήμερα κωδωνοστασίου. Από τότε τα οστά αυτά φυλάσσονται στο ρωμαιοκαθολικό κοιμητήριο της πόλης, ενώ δεν έχει υλοποιηθεί κακώς η κατασκευή κάποιου μνημείου για να υπενθυμίζει την θυσία των ηρώων του 1571, η οποία συν τοις άλλοις δεν τιμάται γενικά στο νησί, σε αντίθεση με άλλες πόλεις ανά τον κόσμο.