Με τέλεια καταιγίδα μοιάζει το τοπίο που διαμορφώνεται πανευρωπαϊκά στον κλάδο της ενέργειας, με τις υψηλές τιμές φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού να πιέζουν ασφυκτικά εταιρείες, νοικοκυριά και κυβερνήσεις που καλούνται να διαχειριστούν ένα γενικότερο κύμα ανατιμήσεων και πληθωριστικών πιέσεων που απειλεί την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας και την κοινωνική συνοχή σε όλες τις χώρες της Ευρώπης.
Το διπλό ράλι των τιμών φυσικού αερίου και ρύπων (CO2) που ξεκίνησε από τον Ιούνιο, και συνεχίζεται χωρίς σημάδια αποκλιμάκωσης, έχει εξωθήσει τις χονδρεμπορικές τιμές ρεύματος σε υψηλά ιστορικά επίπεδα και η πίεση πλέον μεταφέρεται από τους ηλεκτροπαραγωγούς και τους προμηθευτές στην κατανάλωση προκαλώντας «σοκ» σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις που καλούνται να πληρώσουν επώδυνες αυξήσεις σε μια συγκυρία που προσπαθούν να ορθοποδήσουν από τις επιπτώσεις της πανδημίας.
Οι τιμές ρεύματος στο Χρηματιστήριο Ενέργειας της Γερμανίας διαπραγματεύονται στα 120 ευρώ η μεγαβατώρα και έχουν ωθήσει τον πληθωρισμό τον Αύγουστο κατά 3,4% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι και κατά 0,1% σε σύγκριση με τον Ιούλιο φέτος, το υψηλότερο επίπεδο από τον Ιούλιο του 2008. Ανάλογη εικόνα παρατηρείται και στην Ισπανία, όπου ο πληθωρισμός σκαρφάλωσε σε νέα υψηλά των τελευταίων ετών, λόγω της αύξησης των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος. Η ισπανική κυβέρνηση προχώρησε ήδη σε προσωρινή μείωση του ΦΠΑ στην ενέργεια προκειμένου να αντιμετωπίσει τις αυξήσεις για τους καταναλωτές, ενώ προώθησε και νομοθεσία για τα υπερκέρδη των παραγωγών. Μόλις πρόσφατα εξάλλου η αρμόδια υπουργός της Ισπανίας, Τερέζα Ριμπέρα, ζήτησε από την Ε.Ε. να εισηγηθεί μέτρα για τον περιορισμό των αυξήσεων στις τιμές ρεύματος αλλά και των τιμών ρύπων. Η Ελλάδα, λόγω και της υψηλής ζήτησης που προκάλεσε ο παρατεταμένος καύσωνας σε συνδυασμό και με τη χαμηλή παραγωγή ΑΠΕ λόγω άπνοιας, αναδείχθηκε «πρωταθλήτρια» Ευρώπης τον Αύγουστο, καταγράφοντας στη χονδρική αγορά την υψηλότερη μέση τιμή στα 121,72 ευρώ η μεγαβατώρα.
Η κρίσιμη απόφαση
Τα αίτια αυτής της οδυνηρής για την Ευρώπη εξέλιξης είναι αποτέλεσμα ενός συνδυασμού γεωπολιτικών παραγόντων. Η Ευρώπη πήρε την απόφαση για μηδενικούς ρύπους το 2050 και αυτό προκάλεσε το ράλι της τιμής των CO2, κάτι που ήταν αναμενόμενο. Συνέπεσε όμως με την έξοδο από την πανδημία και την αύξηση της ζήτησης σε LNG από τις αγορές της Ασίας και της Κίνας που φεύγουν από το κάρβουνο, και επίσης την γεωπολιτικής μορφής κρίση του φυσικού αερίου, με τη Ρωσία να μην παραδίδει στην Ευρώπη τις ποσότητες αερίου που έχει ανάγκη η αγορά πιέζοντας για τον αγωγό Nord Stream 2. Οι παράγοντες αυτοί οδήγησαν τις τιμές των CO2 από τα χαμηλά των 25 ευρώ ο τόνος το 2019 και τα πολύ χαμηλά των 15 ευρώ, λόγω COVID, το 2020, σε πάνω από 61 ευρώ ο τόνος μέσα στην εβδομάδα που πέρασε, με τις προβλέψεις για τους επόμενες μήνες να τις τοποθετούν στα 65 ευρώ η μεγαβατώρα. Κάθε ένα ευρώ αύξησης στον τόνο CO2 επιβαρύνει την τιμή της παραγόμενης μεγαβατώρας από φυσικό αέριο κατά 0,37 ευρώ και του άνθρακα πάνω από ένα ευρώ. Η αγορά είχε προεξοφλήσει μια αύξηση του κόστους των CO2 λόγω των πολιτικών της Ε.Ε. για την κλιματική αλλαγή, όχι όμως αυτής της κλίμακας, και κυρίως δεν είχε προβλέψει το παράλληλο ράλι της τιμής του φυσικού αερίου, η οποία εκτινάχθηκε τις τελευταίες ημέρες στα 48 ευρώ η μεγαβατώρα από 25 ευρώ τον Μάιο. Για «πρωτοφανή κατάσταση στην παγκόσμια αγορά ενέργειας» κάνουν λόγο στην «Κ» παράγοντες της αγοράς. Το συνολικό κόστος παραγωγής μιας μονάδα φυσικού αερίου από 50 ευρώ η μεγαβατώρα σε κανονικές περιόδους, όπως εξηγούν, έφτασε τα 130 ευρώ. «Δεν υπάρχει καμία εταιρεία παραγωγής που δεν θα φροντίσει να εισπράξει τουλάχιστον το κόστος του φυσικού αερίου και του CO2 από τη χονδρική και προφανώς κανένας προμηθευτής που να πουλήσει χαμηλότερα από την τιμή που αγόρασε. Δυστυχώς δεν υπάρχει άλλη επιλογή από το να μεταφερθούν τα αυξημένα κόστη, κάποια στιγμή, στον τελικό καταναλωτή, με ό,τι δυσάρεστες συνέπειες έχει αυτό, για όλους μας», τονίζουν χαρακτηριστικά, σχολιάζοντας την εξέλιξη των τιμών στην εγχώρια λιανική αγορά. Οι καταναλωτές έχουν ήδη αρχίσει να βλέπουν αυξήσεις της τάξης του 30% έως και 50% στο ανταγωνιστικό σκέλος του λογαριασμού και 15%-20% στο σύνολο, καθώς οι υψηλές τιμές της χονδρικής, που κινούνται σταθερά πλέον πάνω από 100 ευρώ η μεγαβατώρα, ενεργοποιούν αυτόματα της Ρήτρες Αναπροσαρμογής μετακυλίοντας τα αυξημένα κόστη.
«Δυσκολεύομαι να κάνω εκτίμηση. Εχει διαμορφωθεί μια κατάσταση που δεν την αναμέναμε και η οποία είναι δυναμική. Ενα φαινόμενο που ξεκίνησε από τον Ιούνιο και δεν λέει να σταματήσει. Εικάζω όμως ότι θα αρχίσει να αποκλιμακώνεται τους επόμενους μήνες και αυτό σημαίνει ότι θα έχουμε μια μέση τιμή έτους κοντά στα 100 ευρώ η μεγαβατώρα», τονίζει στην «Κ» ο επικεφαλής της ΔΕΗ κ. Γιώργος Στάσσης. Ο ίδιος σημειώνει ότι η ΔΕΗ, ακριβώς επειδή εκτιμά ότι το μεγαλύτερο μέρος των αυξήσεων στη χονδρεμπορική αγορά είναι συγκυριακό, θα προσπαθήσει να συγκρατήσει την αύξηση στα επίπεδα της αύξησης του CO2, ενώ υπενθυμίζει και τη μείωση κατά 30% στο σταθερό μέρος του κόστους ρεύματος που έχει περάσει στα τιμολόγιά της, προκειμένου να περιορίσει την επιβάρυνση στους πελάτες της.
«Πρόκειται για μια δυσάρεστη κατάσταση για τις εταιρείες προμήθειας, τους ιδιώτες παραγωγούς, τη ΔΕΗ, τους καταναλωτές, την κυβέρνηση, η οποία κατάσταση οφείλεται σε μια σύνθεση γεωπολιτικών παραγόντων, ένας από τους οποίους, και αναφέρομαι στο Fit for 55 και στις υψηλές τιμές των CO2, δεν πρόκειται να φύγει, μέχρι να υπάρξει συνδυασμός ΑΠΕ και πολύωρης αποθήκευσης, που δεν προβλέπω να συμβεί πριν από το τέλος της δεκαετίας. Από τη στιγμή που η υφήλιος, και η Ευρώπη κυρίως, πήρε την απόφαση για μηδενικές εκπομπές άνθρακα το 2050, ο δρόμος θα είναι δύσκολος και δαπανηρός για μεγάλο διάστημα, αλλά όπως μας βεβαιώνουν οι ειδικοί επιστήμονες το doing nothing θα ήταν πολύ πιο δαπανηρό και οδυνηρό», δηλώνει στην «Κ» ο γενικός διευθυντής του Τομέα Ηλεκτρικής Ενέργειας και Φυσικού Αερίου της Mytilineos κ. Ντίνος Μπενρουμπή.
Οι αιτίες που προκάλεσαν το ράλι των τιμών στο ρεύμα
Το «ποιος θα πληρώσει το κόστος της ενεργειακής μετάβασης», από την αρχική του πρόωρη διατύπωση εν είδει ερωτήματος, επανέρχεται πιεστικά πλέον ως μείζον οικονομικό και πολιτικοκοινωνικό ζήτημα, καθώς ο «λογαριασμός» άρχισε να καταφθάνει στους καταναλωτές της Ευρώπης, σε μια συγκυρία που οι τιμές του φυσικού αερίου ξεκίνησαν το δικό τους ράλι. Ακόμη και στο καλό –για πολλούς αναμενόμενο– σενάριο αποκλιμάκωσης της «τεχνητής» αύξησης των τιμών φυσικού αερίου, που συνεχίζει να πυροδοτεί το μπρα ντε φερ μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας για τον αγωγό Nord Stream2, οι τιμές ρεύματος θα παραμείνουν στα υψηλά επίπεδα των 100 ευρώ η μεγαβατώρα για αρκετά χρόνια, μέχρι να υπάρξει δυνατότητα πολύωρης αποθήκευσης που θα μπορεί να εξισορροπήσει την ευμετάβλητη φθηνή παραγωγή των ΑΠΕ. Οι υψηλές τιμές των CO2 δεν πρόκειται να υποχωρήσουν κάτω από τα 50-55 ευρώ ο τόνος, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις διεθνών αναλυτών, παράγοντας που θα συνεχίσει να ωθεί σε υψηλά επίπεδα τις τιμές ρεύματος, επιβαρύνοντας νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Οι πιέσεις σε όλη την Ευρώπη για χαλάρωση των ρυθμών μετάβασης σε μια οικονομία μηδενικών ρύπων αναμένεται να αυξηθούν το επόμενο διάστημα, καθώς οι οικονομίες των κρατών – μελών δεν μπορούν να αντέξουν το υψηλό ενεργειακό κόστος. «Αν οι τιμές παραμείνουν σε αυτά τα επίπεδα πέραν του Δεκεμβρίου, τότε θα μιλάμε για μια άλλη κατάσταση. Θα χρεοκοπήσουν χώρες. Εκτιμώ ότι το φαινόμενο θα εξομαλυνθεί, δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά» τονίζει ο επικεφαλής της ΔΕΗ Γιώργος Στάσσης. «Η ενεργειακή μετάβαση είναι μια ακριβή υπόθεση και πρέπει η Ευρώπη και οι ηγέτες της να βρουν τρόπο πώς θα πληρώσουν το κόστος αυτής της μετάβασης γιατί είναι αναγκαία και δεν πρέπει να απογοητεύσουμε τον κόσμο. Αρα, η μεγάλη κουβέντα που πρέπει να γίνει είναι να βρεθεί ο βέλτιστος τρόπος και οπωσδήποτε αυτή η κουβέντα πρέπει να γίνει άμεσα», τονίζει ο ίδιος. Για κεντρική διαχείριση του θέματος της ενεργειακής μετάβασης – ενεργειακού κόστους σε ευρωπαϊκό επίπεδο μιλάει και ο διευθυντής Στρατηγικής Ανάπτυξης της Watt + Volt, Δ. Αμοργιανιώτης, άποψη που συμμερίζεται και ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας. Οπως ο ίδιος δηλώνει στην «Κ», στο άτυπο συμβούλιο υπουργών Ενέργειας στη Σλοβενία θα αναδείξει το ζήτημα του κόστους της ενεργειακής μετάβασης για τους ευάλωτους καταναλωτές, την παραγωγική βάση της χώρας και την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης.
Πέρα όμως από το κόστος της ενεργειακής μετάβασης, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, όπως και η ελληνική, καλούνται να διαχειριστούν τις πρόσθετες επιβαρύνσεις από τις τιμές του φυσικού αερίου. Δεδομένου ότι η Gazprom δείχνει αποφασισμένη να εξαντλήσει τα περιθώρια πίεσης, περιορίζοντας τις ποσότητες αερίου που παραδίδει στην Ευρώπη για να την υποχρεώσει να αποδεχθεί τη λειτουργία του αγωγού Nord Stream2 με τους δικούς της όρους, κατά παράβαση δηλαδή του τρίτου ενεργειακού ευρωπαϊκού πακέτου που προβλέπει υποχρεωτικά την πρόσβαση τρίτων στο 50% της δυναμικότητάς του, η εξομάλυνση των τιμών δεν διαφαίνεται άμεσα. Η έλευση του χειμώνα αναμένεται να πιέσει ακόμη περισσότερο τις τιμές, καθώς η ζήτηση φυσικού αερίου θα αυξηθεί, ενώ ήδη λόγω υψηλών τιμών και της στάσης της Gazprom η Ευρώπη εισέρχεται στη χειμερινή περίοδο με χαμηλά αποθέματα αερίου. Η Ε.Ε. έχει τη δυνατότητα να αποθηκεύσει πάνω από 117 δισ. κ.μ. αερίου, περίπου το ένα πέμπτο της ετήσιας κατανάλωσής της, όμως οι εγκαταστάσεις της έχουν γεμίσει κατά 60%, μέγεθος που πρέπει να φτάσει τουλάχιστον τα 80 δισ. κ.μ. αερίου έως την 1η Οκτωβρίου για να εξασφαλιστεί ένα αποθεματικό για να εξισορροπήσει τις διακυμάνσεις της αγοράς τον χειμώνα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ανεξάρτητα από το κατά πόσο θα έχουμε έναν ήπιο ή όχι χειμώνα, οι τιμές του φυσικού αερίου και άρα του ηλεκτρισμού θα παραμείνουν υψηλά για κάποιους μήνες ακόμη –και αν τα βρουν Γερμανία και Ρωσία– και γι’ αυτό η ελληνική κυβέρνηση αναζητάει μέτρα προσωρινής ανακούφισης νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Το ζήτημα απασχόλησε το υπουργικό συμβούλιο την περασμένη Πέμπτη. Ο πρωθυπουργός ζήτησε από τους συναρμόδιους υπουργούς να προτείνουν μέτρα προσωρινού χαρακτήρα για την ελάφρυνση πρωτίστως των ευάλωτων καταναλωτών. Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας είχε αμέσως μετά επαφές σε θεσμικό επίπεδο με τους φορείς παραγωγών και προμηθευτών ενέργειας από τους οποίους ζήτησε «να βάλουν πλάτη» για τη συγκράτηση των τιμών. Παράλληλα ζήτησε από τη ΡΑΕ να καλέσει σε συνάντηση τις εταιρείες του κλάδου αμέσως μετά τη ΔΕΘ για να προχωρήσουν ρυθμιστικά μέτρα προστασίας των καταναλωτών από αθέμιτες πρακτικές.
Η πλευρά της αγοράς συμμερίζεται τις πιέσεις που ασκούνται σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις από τις πολύ υψηλές τιμές ρεύματος, στο σύνολό της ωστόσο εκτιμά ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο απορρόφησης του υπέρογκου κόστους της χονδρεμπορικής αγοράς που διαμορφώνουν τους τελευταίους μήνες το παράλληλο ράλι των τιμών των CO2 και του φυσικού αερίου. Αυτό που θα πρέπει να γίνει, όπως τονίζουν στελέχη των ιδιωτικών εταιρειών αλλά και της ΔΕΗ στην «Κ», είναι η κυβέρνηση να αναζητήσει τρόπους ελάφρυνσης του λογαριασμού ρεύματος παρεμβαίνοντας στο μη ανταγωνιστικό σκέλος (ρυθμιζόμενες χρεώσεις κ.λπ.), το οποίο αντιπροσωπεύει τα δύο τρίτα του συνόλου. Δείχνουν συγκεκριμένα τη φορολογία, παραπέμποντας και στο παράδειγμα της Ισπανίας, η οποία προκειμένου να μετριάσει τις επιβαρύνσεις για τους καταναλωτές προχώρησε σε προσωρινή μείωση του ΦΠΑ στην ενέργεια αλλά και το ΕΤΜΕΑΡ, παραπέμποντας στην απόφαση Χατζηδάκη το φθινόπωρο του 2019 να συνδυάσει την αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ με τη μείωση της σχετικής χρέωσης για νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις εξουδετερώνοντας με τον τρόπο αυτό την όποια επιβάρυνση θα προέκυπτε. Οπως υποστηρίζουν, η άνοδος της χονδρεμπορικής τιμής ρεύματος δημιουργεί πλεονάσματα στον λογαριασμό ΕΛΑΠΕ που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για κάποιους μήνες για την επιδότηση των καταναλωτών. Μάλιστα σχετική πρόταση έχει υποβληθεί από κάποιες εταιρείες προμήθειας στο υπουργείο Ενέργειας και τη ΡΑΕ. Μια άλλη πηγή επιδότησης των λογαριασμών ρεύματος για οικιακούς καταναλωτές που βλέπει η πλευρά της αγοράς είναι τα έσοδα από τις δημοπρασίες ρύπων που προορίζονται επίσης για τον ΕΛΑΠΕ, τα οποία βαίνουν αυξανόμενα λόγω του υψηλού κόστους του διοξειδίου του άνθρακα. Οι καταναλωτές επί του παρόντος προσπαθούν να συνέλθουν από το σοκ των φουσκωμένων λογαριασμών. Η αλλαγή παρόχου δεν είναι εύκολη υπόθεση, καθώς εκτός των εν γένει υψηλών τιμών, οι δυσανάγνωστες ρήτρες και τα ψιλά γράμματα των συμβολαίων είναι δύσκολο να αποκρυπτογραφηθούν. Ετσι, όπως φάνηκε από τα μερίδια των παρόχων τον Ιούλιο, δεν είναι λίγοι αυτοί που επιστρέφουν στη ΔΕΗ. Το μερίδιο της ΔΕΗ διαμορφώθηκε τον Ιούλιο στο 65,2% από 63,9% τον Ιούνιο. Από τις 5 Αυγούστου όμως ενεργοποίησε και η ΔΕΗ τη ρήτρα αναπροσαρμογής, την επιβάρυνση της οποίας, αν και μικρότερη λόγω της μείωσης του 30% στο σταθερό κόστος, θα αρχίσουν να βλέπουν οι πελάτες της από τον Σεπτέμβριο και μετά.
Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ