Με τη Μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών οι Τούρκοι έφυγαν από την Ελλάδα με άνεση, ασφάλεια και όλα τα υπάρχοντα τους, κάποιοι και με χρυσές λίρες από κτήματα που πούλησαν σε γηγενείς.
Από την άλλη πλευρά του Αιγαίου και του Ευξείνου Πόντου χιλιάδες Ελληνικές οικογένειες της Μικράς Ασίας, της Ανατολικής Θράκης και του Πόντου ξεριζωμένοι βίαια από τις πατρογονικές τους εστίες, κυνηγημένοι από τον τουρκικό στρατό, από Τσέτες και από εξαγριωμένα στίφη Τούρκων, έφθασαν στην Ελλάδα γυμνοί, νηστικοί και άρρωστοι, χωρίς περιουσίες και υπάρχοντα, με απώλειες προσφιλών προσώπων, ιδίως μικρών παιδιών.
Πολλοί επέλεξαν να εγκατασταθούν στα Καϊλάρια, από πληροφορίες για την παραγωγικότητα και το καλό κλίμα του τόπου. Ανάμεσα τους υπήρχαν ιερείς, δάσκαλοι, γιατροί, φαρμακοποιοί, μηχανικοί, εργολήπτες, δημοσίων έργων, κτίστες, τεχνίτες της πέτρας, σιδηρουργοί, χαλκουργοί, κεραμοποιοί, βαρελοποιοί, αρτοποιοί, υποδηματοποιοί, ράπτες, εξειδικευμένοι γεωργοί, αμπελουργοί, σηροτρόφοι, κτηνοτρόφοι και άλλοι. Ένα ανθρώπινο δυναμικό με γνώση εμπειρία και θέληση, έτοιμο να εργαστεί και να προσφέρει.
Στη Πτολεμαΐδα, μια νέα Ελληνική πόλη, μικρογραφία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας από τον Πόντο, τη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη, ως τη Μακεδονία την Ηπειρωτική Ελλάδα και την Κρήτη, εγκαταστάθηκαν συνολικά με τους Πόντιους του Καρς που είχαν προηγηθεί, 900 οικογένειες Ποντίων, 800 οικογένειες Μικρασιατών, 300 οικογένειες της Ανατολικής Θράκης και περί τις 200 οικογένειες γηγενών, από Βλάστη Κλεισούρα Κοζάνη Μοναστήρι και άλλες πόλεις και χωριά της Δυτικής Μακεδονίας όπως και από Λάρισα Τρίκαλα Χανιά και άλλες πόλεις της Ελλάδος.
Το κράτος παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε τους αποκατέστησε όλους στο μέτρο του δυνατού. Η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (Ε.Α.Π.) πολλούς τους εγκατέστησε στα σπίτια των Τούρκων που έφυγαν από την Ελλάδα και σε άλλους παραχώρησε οικόπεδα και έκτισαν τα σπίτια τους στους τρεις νέους συνοικισμούς της πόλης που είχαν δημιουργηθεί με τον ερχομό των Ποντίων του Καρς.
Για την καλύτερη συνεννόηση με τη Διοίκηση και μεταξύ τους οι πρόσφυγες οργανώθηκαν σε ομάδες ανάλογα με τον τόπο καταγωγής τους και την συνοικία στην οποία εγκαταστάθηκαν και την κάθε ομάδα εκπροσωπούσε ένας αρχηγός.
Εντυπωσιάζει το γεγονός, το οποίο φανερώνει και το πολιτιστικό επίπεδο των προσφύγων, ότι τον επόμενο χρόνο από τον ερχομό τους φρόντισαν να λειτουργήσει Γυμνάσιο στην Πτολεμαΐδα. Για τον σκοπό αυτό συστήθηκε Σχολική Επιτροπή με πρόεδρο τον δραστήριο Μικρασιάτη γιατρό Στέλιο Θεολογίδη και μέλη της, άλλες προσωπικότητες της τοπικής κοινωνίας. Το έργο της επιτροπής συνέδραμαν πρόθυμα όλοι οι κάτοικοι της πόλης. Με την οικονομική επιχορήγηση του Κράτους, την συνδρομή των κατοίκων και τις οδηγίες του μηχανικού Δ. Τσόλκα τον οποίο προσέλαβε η κοινότητα, ανακατασκευάστηκε από έμπειρους πρόσφυγες τεχνίτες ο περίφημος στρατώνας του τουρκικού ιππικού, ο οποίος είχε καεί από τον Ελληνικό Στρατό τον Νοέμβριο του 1912, και έγινε το κτήριο του Γυμνασίου.
Ένα πανέμορφο Σχολείο με ωραία πρόσοψη, μεγάλες και φωτεινές αίθουσες διδασκαλίας, διαρρυθμισμένες κατάλληλα για τις Σχολικές Εορτές, με Γραφεία Γυμνασιάρχη και Καθηγητών. Ένα Σχολείο σε μεγάλο οικόπεδο πέντε και πλέον στρεμμάτων φυτεμένο στην πρόσοψη και ολόγυρα με ακακίες.
Τον Οκτώβριο του 1924 παρουσία των Αρχών του νομού και της πόλης έγιναν τα επίσημα εγκαίνια του Γυμνασίου το οποίο λειτούργησε επί 15 χρόνια 1924-1939 ως Ημιγυμνάσιο και εν συνεχεία ως Οκτατάξιο Γυμνάσιο. Σε αυτό δίδαξαν σπουδαίοι καθηγητές και φοίτησαν χιλιάδες μαθητές της πόλης και της επαρχίας Εορδαίας, οι οποίοι αναδείχθηκαν άξιοι πολίτες του τόπου.
Ήταν το Πνευματικό Κέντρο, ο Φωτεινός Φάρος και το καμάρι της πόλης, το οποίο ένωνε πνευματικά πολιτιστικά και συναισθηματικά καθηγητές, μαθητές, γονείς και ολόκληρη την τοπική κοινωνία.
Τα δίσεκτα χρόνια της κατοχής, το Γυμνάσιο κατελήφθη από το Γερμανικό στρατό. Στο διάστημα αυτό τα μαθήματα δεν είχαν διακοπή, οι μαθητές πήγαιναν στο 2ο Δημοτικό Σχολείο στην άνω Πτολεμαΐδα και οι μαθήτριες σε αίθουσα της οικοδομής του φαρμακοποιού Παναγιωτίδη επί της οδού 25ης Μαρτίου.
Οι πρώτοι απόφοιτοι του Γυμνασίου περάτωσαν ευδόκιμα τις σπουδές το 1945. Στο Γυμνάσιο αυτό φοίτησε και ο υποφαινόμενος την εξαετία 1949-1955.
Πρόεδρος της κοινότητας Καϊλαρίων μέχρι το 1923 ήταν ο Τούρκος Ουζεήρ Χασάν μπέης. Το 1923 πρόεδρος της κοινότητος διορίστηκε από τον νομάρχη Κοζάνης ο καθηγητής Ηλίας Αθανασιάδης και το 1924 ο έμπορος Χρήστος Καζαντζής.
Το 1925 έγινε απογραφή πληθυσμού και τον ίδιο χρόνο οι πρώτες κοινοτικές εκλογές. Το πρώτο αιρετό Κοινοτικό Συμβούλιο απετέλεσαν οι: Ιωάννης Παντελείου, Βασίλειος Χατζηευστρατίου, Ι. Τογρίδης, Ηλίας Κοτσαμπάσης, Θεόκλητος Χονδροματίδης, Ηλ. Δουλκερίδης, Νικ. Τακουλίδης, Γ. Πετρόπουλος, Γ. Κεφαλίδης, Ηλ. Χατζισάββας, Μιλτ. Γιάσογλου, Σωκ. Καλαϊτζόπουλος, Ξ. Αϊδινλής, Δ. Σιδηρόπουλος, Γ. Δημητριάδης. Πρώτος αιρετός πρόεδρος της κοινότητος για το 1926 διετέλεσε ο Ι. Παντελείου και για τα υπόλοιπα τρία χρόνια και την επόμενη τετραετία μέχρι το Μάρτιο του 1935 ο Βασίλειος Χατζηευστρατίου.
Γραμματέας της κοινότητος από τον Ιανουάριο του 1925 μέχρι τη συνταξιοδότηση του το 1946 ήταν ο Ανανίας Νικολαΐδης.
Επί Τουρκοκρατίας τα Καϊλάρια ήταν έδρα συντάγματος ιππικού οι εγκαταστάσεις του οποίου καταλάμβαναν μεγάλη έκταση μεταξύ άνω και κάτω Καϊλαρίων. Το 1917 στον Νότιο τμήμα αυτών των εγκαταστάσεων δημιουργήθηκε το Αγροκήπιο, Κέντρο Γεωργικής Έρευνας και Σποροπαραγωγής, η Αποθήκες Σιτηρών, το Γυμνάσιο και ο Ναός της Αγίας Τριάδος. Στον ελεύθερο χρόνο μετά την Αγία Τριάδα ο οποίος προοριζόταν για τα Γυμνάσια του τουρκικού ιππικού, η κοινότητα αποφάσισε να μεταφέρει τη Δημοτική Αγορά η οποία βρισκόταν στην άκρη των κάτω Καϊλαρίων. Για το σκοπό αυτό προσέλαβε το 1924 τον μηχανικό Δ. Τσόλκα ο οποίος έκανε τη χάραξη της νέας Δημοτικής Αγοράς και τη ρυμοτόμιση του υπολοίπου χώρου από την οποία προέκυψαν 360 οικόπεδα στη διάθεση της κοινότητας.
Η χάραξη αυτή η οποία ήταν αυθαίρετη, νομιμοποιήθηκε από το πρώτο αιρετό Κοινοτικό Συμβούλιο το 1926 με πρόεδρο τον Ιωάννη Παντελείου, το οποίο μετέφερε την εβδομαδιαία αγορά στο κέντρο της πόλης, όπως προέβλεπε το σχέδιο. “Αρχείο Ανανία Νικολαΐδη”.
Για το σχέδιο και τη λειτουργία της Δημοτικής Αγοράς θα αναφερθώ στη συνέχεια.
Στα άλλα οικοδομικά τετράγωνα αναπτύχθηκε το εμπορικό κέντρο της πόλης και ένας αστικός συνοικισμός. Η ρυμοτόμιση του ενδιάμεσου χώρου μεταξύ της άνω και κάτω Πτολεμαΐδος, η μεταφορά της Δημοτικής Αγοράς στο κέντρο της πόλης και η δημιουργία των 360 οικοπέδων άλλαξε ριζικά την όψη της πόλης και έδωσε πολλά πλεονεκτήματα και νέα δυναμική στην ανάπτυξή της. Τόσο οι καταστηματάρχες της παλιάς αγοράς, όσο και οι νέοι επαγγελματίες και έμποροι που εγκαταστάθηκαν στην Πτολεμαΐδα βρήκαν επαγγελματική στέγη στους δρόμους που χαράχθηκαν γύρω από τη νέα αγορά. Επίσης πολλοί πρόσφυγες, έμποροι και επαγγελματίες οι οποίοι αρχικά είχαν εγκατασταθεί στα γύρω χωριά μετεγκαταστάθηκαν στην Πτολεμαΐδα. Το ίδιο και πολλοί άλλοι από πόλεις και χωριά της Δυτικής Μακεδονίας έσπευσαν να επενδύσουν τις οικονομίες τους στην αναπτυσσομένη Πτολεμαΐδα, όπου αγόρασαν οικόπεδα και έκτισαν σπίτια και καταστήματα για δική τους χρήση ή για ενοικίαση.
Βουνοτρυπίδης Σωκράτης,
Ιατρός