Το διοικητικό συμβούλιο της ΠΕΔ Δυτικής Μακεδονίας, συμπορευόμενο ουσιαστικά με το ψήφισμα της ΚΕΔΕ, απέρριψε σχεδόν ομόφωνα το νομοσχέδιο «Κλεισθένης 1» του υπουργείου Εσωτερικών για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, με το οποίο η κυβέρνηση θέλει να καθιερώσει την απλή αναλογική στις εκλογές της αυτοδιοίκησης.
Στην απόφαση της ΠΕΔ που ψήφισε με ψήφους 9 υπέρ και 1 κατά, το διοικητικό συμβούλιο, επισημαίνεται: «Το δ.σ. συμφωνεί με την απόσυρση του νομοσχεδίου διότι το υπουργείο Εσωτερικών δεν έχει λάβει υπόψη τις θέσεις της ΚΕΔΕ και ζητά να υπάρξει επαρκής χρόνος για διαβούλευση». Την παραπάνω απόφαση καταψήφισε ο δήμαρχος Κοζάνης Λευτέρης Ιωαννίδης, ενώ υπέρ ψήφισαν 6 παρόντες σύμβουλοι. Άλλα 3 μέλη του δ.σ. της ΠΕΔ ψήφισαν υπέρ «διά τηλεφώνου» σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχαν με τον πρόεδρο του οργάνου Ιωάννη Βοσκόπουλο.
Η παραπάνω απόφαση βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με την απόφαση του δ.σ. της ΚΕΔΕ, το οποίο αποφάσισε:
-Να απορρίψει στο σύνολό του το συγκεκριμένο σχέδιο Νόμου και να το επιστρέψει στον υπουργό ως απαράδεκτο, γιατί δεν προωθεί καμία αλλαγή στο μοντέλο λειτουργίας του κράτους, δεν λαμβάνει υπόψη τις θέσεις που έχει εκφράσει επίσημα η ΚΕΔΕ, αλλά και δεν ανταποκρίνεται στις μεγάλες ανάγκες που έχει σήμερα ο θεσμός της Αυτοδιοίκησης για να επιτελέσει το έργο της προς όφελος των τοπικών κοινωνιών.
-Να ζητήσει την απόσυρση του νομοσχεδίου.
-Να ζητήσει την άμεση έναρξη ενός ουσιαστικού διαλόγου με την κυβέρνηση, με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα τουλάχιστον δύο μηνών, προκειμένου να υπάρξει ένα σχέδιο νόμου που θα προωθεί πραγματικά την μεταρρύθμιση.
Επίσης, το δ.σ. της ΚΕΔΕ αποφάσισε:
-Να καταγγείλει ότι το Ν/Σ οδηγεί τους δήμους σε ακυβερνησία, χάος και παράλυση, ενώ ενισχύει την διαφθορά και την συναλλαγή στην καθημερινή λειτουργία των Δήμων.
-Να ζητήσει από τον υπουργό να δεσμευτεί πως δεν θα υπάρξει καμία αλλαγή του εκλογικού συστήματος των αυτοδιοικητικών εκλογών χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Αυτοδιοίκησης. Σε κάθε περίπτωση η όποια αλλαγή του εκλογικού συστήματος να ισχύσει από τις μεθεπόμενες εκλογές.
-Να ζητήσει τη σύσταση Επιτροπής στην οποία θα συζητηθούν όλα τα ζητήματα που χρήζουν επίλυσης μέσω της επόμενης Συνταγματικής Αναθεώρησης.