Του Ρούλη Κοκελίδη, επίτιμου μέλους της ΕΣΗΕΑ ,διδάσκει στο πανεπιστήμιο της Μπολόνια
Βαδίζοντας προς το τέλος της τετραετίας, η κυβέρνηση ανεβάζει στροφές και παίρνει σημαντικές πρωτοβουλίες για δημοκρατικές, προοδευτικές μεταρρυθμίσεις στη μεταμνημονιακή Ελλάδα. Το πιο σημαντικό είναι ότι η κυβέρνηση, μετά τη μεγάλη πολιτική επιτυχία τής μη περικοπής των συντάξεων, κατόρθωσε να καταθέσει για πρώτη φορά ύστερα από πολλά χρόνια προϋπολογισμό που να περιέχει μέτρα δημοσιονομικής επέκτασης. Οπως τόνισε επανειλημμένα ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, η επανεκκίνηση της χώρας με κοινωνικά μέτρα, η άσκηση μιας άλλης πολιτικής έξω από τους καταναγκασμούς των μνημονίων, διαμορφώνουν μια νέα πολιτική αριστερής κατεύθυνσης με βασικό στόχο την ανακούφιση της πλειονότητας του ελληνικού λαού.
Η κοινωνία δικαίως περιμένει μια νέα πολιτική μετά τα ματωμένα χρόνια της φτωχοποίησης, της υπανάπτυξης και της ανεργίας -ιδιαίτερα της νεολαίας. Ο φετινός προϋπολογισμός ενισχύει την ανάπτυξη, την κοινωνική προστασία και επιτέλους μπορεί να έχει πολλαπλασιαστικές θετικές επιδράσεις για πρώτη φορά από το 2010.
Μεταξύ των πρωτοβουλιών της κυβέρνησης, στο πλαίσιο της πραγματικής πολιτικής και όχι της μικροπολιτικής, είναι οι αλλαγές στο Σύνταγμα και η μεταρρύθμιση στην ανώτατη εκπαίδευση που προωθεί το υπουργείο Παιδείας, Ερευνας και Θρησκευμάτων. Είναι πλέον μονόδρομος η διαμόρφωση ενός νέου ακαδημαϊκού τοπίου στην ανώτατη εκπαίδευση.
Βασικός στόχος της μεταρρύθμισης είναι, αφού εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα και η ενδυνάμωση των Ιδρυμάτων, η αναβάθμισή τους για να μπορούν να συμβάλλουν καθοριστικά στην οικονομική και την κοινωνική ανάπτυξη της χώρας μας. Η εφαρμογή «τεχνοκρατικών» πολιτικών, με τη λογική του νεοφιλελευθερισμού, που κυριάρχησαν τα προηγούμενα χρόνια προκάλεσαν σοβαρές δυσλειτουργίες στην εκπαίδευση. Διότι η επιστήμη, γενικότερα η εκπαίδευση με τη στενή «τεχνοκρατική» νοοτροπία και αντίληψη, ήταν ουσιαστικά ξεκομμένη από τα προβλήματα της κοινωνίας. Η αναβάθμιση των πανεπιστημίων σε διεθνές επίπεδο, η εξέλιξη της επιστήμης, της τεχνολογίας, της έρευνας, και η ποιοτική γνώση μπορούν να συμβάλουν στην προοπτική μιας καλύτερης, ανθρώπινης (με τη διττή σημασία) κοινωνίας, παρέχοντας ουσιαστικά εφόδια και αφήνοντας πίσω την όποια «ελιτίστικη» άποψη και νοοτροπία. Αλλωστε η τεχνολογία διαδραματίζει πλέον καταλυτικό ρόλο στην πολιτική, την οικονομία, στο επίπεδο ζωής.
Κοντολογίς, η επιστήμη είναι βασική παράμετρος στην οικοδόμηση εναλλακτικών πολιτικών για μια κοσμοαντίληψη που θα ανταγωνιστεί την άποψη του νεοφιλελευθερισμού, η οποία τις τελευταίες δεκαετίες βρίσκεται στον πυρήνα της κοινωνικής και οικολογικής κρίσης. Μια πολιτική θέση, ιδεολογία που θα στηρίζεται στην αλληλεξάρτηση, τη συνεργασία, την αλληλεγγύη και όχι στον ατομισμό. Το ζητούμενο είναι να αναδιανεμηθεί ο πλούτος με ουσιαστικές μετατοπίσεις σε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Η ενεργή, λαϊκή κινητοποίηση της κοινωνίας, των εργαζομένων, της νεολαίας, της διανόησης και της επιστήμης μπορούν να διαδραματίσουν καταλυτικό ρόλο.
Το νέο τοπίο που διαμορφώνεται στον ακαδημαϊκό χάρτη, με την πρωτοβουλία της κυβέρνησης, με διαβουλεύσεις που ξεκίνησαν εδώ και έναν χρόνο μεταξύ του υπουργείου Παιδείας, πρυτανικών αρχών, ακαδημαϊκής κοινότητας και τοπικών κοινωνιών, ανέδειξε την ανάγκη εκσυγχρονισμού και εξορθολογισμού της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Είναι ένα φιλόδοξο σχέδιο που περιλαμβάνει την ίδρυση πανεπιστημίων μέσω ενοποιήσεων, τη δημιουργία νέων σχολών και τμημάτων, αλλά και τη συγκρότηση καινοτόμων ερευνητικών δομών. Η εξέλιξη αυτή, μαζί και με το Ελληνικό Ιδρυμα Ερευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ), θα φέρει μία βαθιά τομή στον χώρο της έρευνας στην Ελλάδα και θα καλύψει ένα μεγάλο κενό.
Η αλλαγή των συστημάτων εκπαίδευσης και η προσαρμογή τους στις αλλαγές που φέρνει η 4η βιομηχανική επανάσταση είναι πρωταρχικής σημασίας για την ανάπτυξη της χώρας μας. Ουσιαστικά, επενδύει η Ελλάδα για πρώτη φορά -και με μεγάλη δυστυχώς καθυστέρηση- στον επιστημονικό πλούτο της. Βασικός στόχος είναι η στήριξη, η αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού, με την αξιοποίηση της επιστημονικής ικανότητας -ιδιαίτερα των νέων- στο πλαίσιο μιας έξυπνης στρατηγικής ανάπτυξης.
Η νεολαία μπορεί και πρέπει να πρωταγωνιστήσει στην καινούργια οικονομική ανασυγκρότηση της κοινωνίας μας. Στο πλαίσιο αυτό, στη Δ. Μακεδονία η ενοποίηση των δύο τριτοβάθμιων εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων είναι μονόδρομος και εντάσσεται στον ευρύτερο σχεδιασμό αναδιάταξης της παιδείας στην Ελλάδα.
Είναι πολύ σημαντικό να δούμε τη νέα αρχιτεκτονική του πανεπιστημίου, γιατί το εγχείρημα συνολικά αφορά τη δεύτερη μεγαλύτερη αλλαγή της ανώτατης εκπαίδευσης μετά τη δεκαετία του 1980. Επομένως είμαστε υποχρεωμένοι να προβληματιστούμε σοβαρά για τον ρόλο, τη σχέση και τον εμπλουτισμό των περιφερειακών ΑΕΙ, με νέα ποιοτικά και γνωστικά αντικείμενα αιχμής.
Στον ενιαίο φορέα ΑΕΙ Δ. Μακεδονίας υπάρχει η μεγάλη ευκαιρία να δημιουργηθεί Σχολή Ενέργειας, Κέντρο Ερευνας, Καινοτομίας, Τεχνολογίας και Ανάπτυξης, με διαφορετικά ινστιτούτα σε κάθε νόμο, τα οποία θα έχουν συνεργασία με τις παραγωγικές δραστηριότητες της περιφέρειας. Το ενιαίο και αναβαθμισμένο Πανεπιστήμιο αποτελεί για τη Δυτική Μακεδονία μοναδική πρόκληση για την αξιοποίηση της ενέργειας, η οποία μπορεί και πρέπει να συνεχίσει να είναι το κλειδί για την ανάπτυξη της περιοχής και της χώρας γενικότερα. Η έρευνα και η καινοτομία θα είναι καταλυτικές για τις κοσμογονικές αλλαγές στον τομέα της ενέργειας, σε παγκόσμιο επίπεδο. Στην προοπτική αυτήν, κομβικό ρόλο έχουν αναμφίβολα οι τοπικοί φορείς και η ενεργητική συμμετοχή της ΔΕΗ, η οποία μετά την αποτροπή διαμελισμόυ της καλείται να αναπροσαρμοσει σε βάθος την στρατηγική της στο πλαίσιο του μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού και να συμβάλλει στην επανεκκίνηση της παραγωγικής ανασυγκροτησης.