Το τηλέφωνο χτύπησε απότομα, ένας ήχος παράταιρος στη σιωπή του απογεύματος. Η είδηση ήταν κοφτή, σκληρή, σαν θραύσμα γυαλιού: «Έφυγε ο Κώστας».
Και με αυτές τις τρεις λέξεις, ο κόσμος πάγωσε. Έφυγε ο Κώστας. Ο ονειροπόλος, ο μαχητής, ο φίλος. Αυτός που έβλεπε ζωή εκεί που οι άλλοι έβλεπαν παραίτηση. Αυτός που μετρούσε τους «θανάτους» της περιοχής μας και, αντί να θρηνεί, πείσμωνε. «Πρέπει να χτίσουμε κάτι», έλεγε πάντα, με εκείνη τη φλόγα στα μάτια του που δεν έσβηνε ποτέ.
Μέσα στο σκοτάδι της απώλειας, η πιο πρόσφατη εικόνα του ήρθε ολοζώντανη. Λίγες μέρες πριν, στο πανεπιστήμιο, μπροστά σε εκείνες τις σαράντα ψυχές, νέες στο όραμα, που είχε μαζέψει. Και μετά, το κάλεσμά του: «Έλα τώρα και στην παρέα. Να τα πούμε με τα παιδιά». Γιατί έτσι ήταν ο Κώστας. Δεν είχε ακροατήριο. Είχε μια παρέα.
Και τώρα, με την είδηση του θανάτου του, αυτή η παρέα έμοιαζε να έχει ορφανέψει. Η φλόγα έμοιαζε να έχει σβήσει.
Και τότε, μέσα στη βαριά σιωπή, θυμήθηκα το κινητό μου που είχε δονησει. Μια ειδοποίηση ενός φοιτητή από το μεταπτυχιακο ότι κατέθεσε την πρότασή του στη Θερμοκοιτίδα. Όταν ολοι τους μιλούσαν για τα όνειρά τους, κανονίζοντας ήδη τα επόμενα βήματά τους.
Ένιωσα οτι# ο Ο Κώστας δεν είχε «φύγει». Γινόταν έμπνευση. Γινόταν κουράγιο.
Και τη στιγμή που σκεφτόμουν πόσο δυνατή ήταν η σπίθα που άφησε πίσω του, το τηλέφωνο χτύπησε ξανά. Αυτή τη φορά, ήταν μια φίλη. Μια συνοδοιπόρος στους ίδιους αγώνες. Η φωνή της ήταν σπασμένη, αλλά σταθερή.
«Άκουσες, έτσι;» μου είπε.
«Ναι», ψιθύρισα.
Έμεινε μια παύση. Και μετά, η φωνή της βρήκε τη δύναμή της. «Άκου. Δεν τηλεφώνησα για να κλάψουμε. Τηλεφώνησα για να σου πω αυτό που ξέρω ότι σκέφτεσαι κι εσύ. Πρέπει να κρατήσουμε τη μνήμη του ζωντανή. Και ο μόνος τρόπος είναι να συνεχίσουμε. Όλα όσα ξεκινήσαμε μαζί του, πρέπει να τα συνεχίσουμε εμείς. Για εκείνον».
Έκλεισα το τηλέφωνο και κοίταξα έξω από το παράθυρο. Δεν υπήρχε πια αμφιβολία. Ο Κώστας δεν ήταν απλά ένας σπορέας. Ήταν η φλόγα που μεταδίδεται. Από τον έναν στον άλλον. Από την παρέα των ονειροπόλων, σε εμάς, τους παλιούς του φίλους. Η σπίθα του δεν είχε απλώς ανάψει φωτιές. Είχε ξεκινήσει μια πυρκαγιά δημιουργίας που τίποτα, ούτε καν ο θάνατος, δεν μπορούσε πια να σταματήσει. Και εμείς, είχαμε πια το χρέος να την κρατήσουμε αναμμένη.
Από ανάρτηση του Δημήτρης Μαυροματίδης στο facebook