Τα στοιχεία της πρόσφατης και τελευταίας απογραφής στην Ελλάδα, η οποία πραγματοποιήθηκε το 2021, έδειξαν ότι ο πληθυσμός της χώρας είναι μειωμένος κατά 383.805 κατοίκους ή 3,5% σε σχέση με τον αντίστοιχο πληθυσμό της απογραφής του 2011.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός, ότι σε 12 από τις 13 Περιφέρειες της χώρας, καταγράφηκε μείωση του σχετικού πληθυσμού, ενώ μόνο σε μία, στην Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου, καταγράφηκε αύξηση της τάξης των 15.000 κατοίκων σε σχέση με την προηγούμενη απογραφή.
Το στοιχείο όμως, που προκαλεί μεταξύ άλλων, ιδιαίτερο προβληματισμό, είναι η δραματική μείωση σε περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας, όπου καταγράφηκε σε επίπεδο Περιφέρειας μείωση 10%, που σημαίνει ότι από τους 283.689 κατοίκους του 2011, στην περιοχή παρέμειναν 255.056 κάτοικοι, 28.633 λιγότεροι δηλαδή, σύμφωνα και με τα τελευταία στοιχεία.
Aπό την άλλη, στην μεγαλύτερη Περιφέρεια της χώρας, την Αττική, παρατηρήθηκε μείωση του πληθυσμού μόλις κατά 35.965 κατοίκους ή 0,9% σε σύγκριση με το 2011. Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι, ότι η Αττική και η Δυτική Μακεδονία παρουσιάζουν παρόμοιες απώλειες σε πληθυσμό, καθώς η αντίστοιχη διαφορά τους είναι μικρότερη από 8.000 κατοίκους.
Το πρόβλημα όμως, είναι, ότι η Αττική αποτελεί ένα πληθυσμιακό μέγεθος περίπου 14 φορές (!!!) μεγαλύτερο από το αντίστοιχο της Δυτικής Μακεδονίας. Εύλογα μπορεί να υποθέσει κανείς, πως συναντάται έντονο το φαινόμενο της αστικοποίησης, με πολλούς από τους κατοίκους επαρχιακών περιοχών να φεύγουν για να αναζητήσουν κάτι καλύτερο επαγγελματικά στις μεγαλύτερες πόλεις.
Και φυσικά δεν είναι μόνο το επαγγελματικό, αλλά ένα σύνολο από παράγοντες που μπορεί να οδηγήσουν σε αυτή την απόφαση. Στο σημείο αυτό όμως, αναρωτιέμαι για το εξής: Πώς είναι δυνατόν να μείνει κάποιος νέος στην επαρχία, όταν ξέρει ότι τα κέντρα λήψης των αποφάσεων βρίσκονται κάπου 500 χιλιόμετρα μακριά;
Πώς γίνεται να έρθει για σπουδές όταν δεν υπάρχουν τμήματα ή όταν δεν υπάρχουν οι συγκοινωνίες και οι υποδομές που αρμόζουν σε περιοχές Ευρωπαϊκής χώρας εν έτει 2023; Πώς γίνεται να καθίσει και να δουλέψει, να συμμετέχει στα κοινά και να παράγει έργο, όταν γνωρίζει ότι το σύνολο των φόρων και των εισφορών που πληρώνει, δεν θα μάθει ποτέ πώς και που επενδύονται;
Πώς θα ανοίξει επιχείρηση ένας κάτοικος μικρού νησιού της χώρας, όταν ξέρει ότι σε μια δύσκολη στιγμή του Χειμώνα θα χρειαστεί ελικόπτερο για να μεταφερθεί σε κάποιο Κέντρο Υγείας ή όταν γνωρίζει ότι θα πρέπει να φτιάξει οικογένεια και να μεγαλώσει παιδιά χωρίς να είναι σίγουρος ότι θα μπορεί να τους παρέχει τα βασικά σε Υγεία και Εκπαίδευση; Θα μπορούσα να γράψω πάρα πολλά, όμως δεν έχει νόημα.
Αυτό που έχει ουσία, είναι να κάνω μία πρόταση η οποία θα μπορούσε να κάνει τον πολίτη ενεργό στον τόπο του και συμμέτοχο στις αποφάσεις που επηρεάζουν το μέλλον του, αλλά και τη ζωή του. Πρόσφατα διάβασα κάπου, ότι στην πρωτεύουσα της Λετονίας, τη Ρίγα, και ενδεχομένως και σε άλλες περιοχές της χώρας, συμβαίνει κάτι αδιανόητο για τα ελληνικά δεδομένα.
Οι Δήμοι, κοινοποιούν στην αρχή κάθε έτους προϋπολογισμούς, οι οποίοι προφανώς προέρχονται σε ένα μεγάλο τμήμα τους από την οικονομική συνεισφορά των ίδιων των φορολογούμενων και προορίζονται για την υλοποίηση έργων μικρής ή και μεγαλύτερης κλίμακας στην περιοχή τους. Οι προϋπολογισμοί αυτοί συνοδεύονται από την παρουσίαση προτεινόμενων έργων προς υλοποίηση. Ας δούμε ένα παράδειγμα.
Έστω ότι οι μηχανικοί ενός Δήμου προτείνουν προς υλοποίηση 50 έργα με μέγιστο προϋπολογισμό τα 100 χιλιάδες ευρώ το καθένα. Τα έργα αυτά, ενδέχεται να αφορούν επισκευές και αναβαθμίσεις σχολείων, αγορά εξοπλισμού για Δημόσιες Υπηρεσίες, έργα πρασίνου, παιδικές χαρές, αναβαθμίσεις δρόμων ή ακόμα και κατασκευή μικρών φωτοβολταϊκών συστημάτων.
Έτσι, αν για παράδειγμα, ο συνολικός προϋπολογισμός των έργων προς υλοποίηση είναι το 1 εκατομμύριο ευρώ, τότε, θα μπορούν να υλοποιηθούν έως και 10 έργα των 100 χιλιάδων ευρώ ή και περισσότερα έργα με λιγότερα χρήματα, όπως για παράδειγμα 20 έργα των 50 χιλιάδων ευρώ, αντίστοιχα. Το απίστευτο της υπόθεσης όμως, είναι, ότι την απόφαση για το ποια έργα θα υλοποιηθούν, την λαμβάνουν οι ίδιοι οι πολίτες (!!!), ψηφίζοντας μέσα από τη διαδικτυακή σελίδα του Δήμου για το έργο της προτίμησής τους, έχοντας ταυτόχρονα πρόσβαση στις αντίστοιχες προδιαγραφές και τις σχετικές λεπτομέρειες.
Θα αναρωτηθεί κάποιος, για το αν αυτή η διαδικασία είναι από μόνη της αρκετή για να κρατήσει έναν πολίτη στον τόπο του.
Η απάντηση είναι πως όχι, δεν είναι, μιλάμε όμως για μια διαφανή, συμμετοχική και δίκαιη πρόταση, η οποία μετατρέπει τον πολίτη σε ενεργό και χρήσιμο μέλος της τοπικής κοινωνίας, το οποίο βλέπει τους κόπους του να ανταμείβονται και τον τόπο του να εξελίσσεται χωρίς να έχει ανάγκη να παρακαλέσει κάποιον βουλευτή ή να επισκεφτεί μια μεγαλύτερη πόλη ή μια ξένη χώρα για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του ή απλά για να δει κάτι όμορφο και πρωτοποριακό.
Με λίγα λόγια, ο κάτοικος γνωρίζει καλύτερα τις ανάγκες του τόπου του αλλά και τις προοπτικές του, ακόμα κι από την ίδια την κυβέρνηση.
Στην κατεύθυνση αυτή, θα πρέπει να δοθούν κίνητρα στον ίδιο για να εργαστεί, να ζήσει και να προσφέρει εκεί που ο ίδιος αγαπά.
Αυτό είναι και ένα δικαίωμα, το οποίο θα πρέπει να υφίσταται ακόμα και στην τελευταία σπιθαμή αυτής της χώρας, διαφορετικά το ναυάγιο που έρχεται, δυστυχώς, είναι προδιαγεγραμμένο.
Λάζαρος Π. Σισμανίδης,
Διπλωματούχος Πολιτικός Μηχανικός Α.Π.Θ.
Email: lazaros.sismanidis@outlook.com