‘-Έ, Κάκκο, τι είν’ αυτό; Πίνεις διπλό ελληνικό;
-Ναι Χάμπο, είπα να το ρίξω έξω σήμερα.
-Μπα, πως κι έτσι; Συ όλο κλαίγεσαι, δε βγαίνω και δε με φτάνουν…
-Είναι που είδα τη συνέντευξη ψες…
-Ά, κι άρχισες να ξοδεύεις προκαταβολικά τις παροχές που έταξαν ε;
-Έ, δε βαριέσαι. Αφού κατ’ θα περισσέψει, είπα, δεν μπορεί, λέει, για μας τις συνταξιούχοι…
-Ελπίζεις, δηλαδή, στη δέκατη τρίτη σύνταξη;
-Ναι για. Είν’ αυτό, είν’ και τ’ άλλα…το ΦΠΑ που θα κατέβει. Τόσα είπαν για.
-Βέβαια. Δε λέω. Καλά είναι να ελπίζεις. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία!
-Δεν είν’ κακή η ελπίδα Χάμπο…
-Βρε η θεία μ’ η Ελπίδα μια χαρά είναι. Κάνει και κάτι πιροσκία. Να γλύφεις τα δάχτυλα σου.
-Χάμπο, γω λέω να πάρουμε κάνα φράγκο παραπάνω. Γι’ αυτή τη ελπίδα λέω. Δε λέω για τη θεια σ’.
-Κατάλαβα βρε Κάκκο. Κατάλαβα. Τόσο χαζός δεν είμαι. Κάκκο…θα σε κάνω ένα τεστ!
-Γω Χάμπο, ξες, γράμματα πολλά δεν ξέρω. Στο σχολειό, άμα ήξερα πως την άλλη μέρα θα ‘βαζε διαγώνισμα ο δάσκαλος, ξάφνου αρρώσταινα και δεν πάγαινα σχολείο.
-Όχι Χάμπο. Απ’ τη ζωή βγαλμένο θα ρωτήσω κάτι. Όχι απ’ τα θρανία.
-Αν είν’ έτσ’ ρωτά.
-Τι χρώμα έχει Κάκκο το νόμισμα των διακοσίων Ευρώ;
-…….
-Που να θυμάσαι για! Πόσο καιρό έχεις να πιάσεις διακοσάρι;
-Πες το ψέματα…
-Για το πεντακοσάρι ούτε λόγος δηλαδή. Να μη ρωτήσω καν…
-Το πεντακοσάρι ήταν μωβ Χάμπο. Αυτό το θυμάμαι.
-Το θυμάσαι γιατί έχεις Αλτσχάιμερ. Έτσι είν’ αυτό. Θυμάσαι τα παλιά όλα και δε θυμάσαι τι έφαγες ψες.
-Χάμπο, άσε με ρε να ελπίζω. Για μιαν ελπίδα ζούμε πια.
– Καλό είν’ να ελπίζεις. Είπαμε, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Αλλά γω πάλι φοβάμαι Κάκκο.
-Τι φοβάσαι Χάμπο;
-Φοβάμαι αυτό που είπε ο γενικός ντερβέναγας των οικονομικών και τον άκουγε και ο γενικός δερβίσης από δίπλα.
-Τι είπε δηλαδής;
-Είπε, πως όλα αυτά που περίσσεψαν, αυτά που εσένα είν’ η ελπίδα σου δηλαδη, δεν τα ‘χαν σχεδιασμένα. Και μάλιστα είπε πως θα ήταν “ανεπίτρεπτο”, είπε, να το ‘χαν σχεδιάσει…
-Έτσι είπε αυτός; Τυχαία έγινε δηλαδής;
-Ετσι φαίνεται για. Γι’ αυτό λέω. Κει που πάω να ελπίσω λιγο, κει αλπελπίζομαι…