Σε κραυγή αγωνίας για τη Δυτική Μακεδονία εξελίχθηκε η ομιλία του Προέδρου της ΠΕΔ, Παναγιώτη Κεπαπτσόγλου, κατά τη διάρκεια της πρώτης ημέρας διεξαγωγής του ετήσιου τακτικού συνεδρίου της ΚΕΔΕ στην Αλεξανδρούπολη, με τον ίδιο να επιλέγει να μην αναφερθεί σε θεσμικά ζητήματα της αυτοδιοίκησης, αλλά στην «οικονομική και κοινωνική κρίση» της περιοχής.
Όπως είπε στην αρχή της ομιλίας, στόχος είναι να κοινωνήσει η ΠΕΔ σε όλη την Ελλάδα και στους ανθρώπους της αυτοδιοίκησης τη δύσκολη κατάσταση που βιώνει η Δυτική Μακεδονία με τους βασικούς πυλώνες ανάπτυξης(σ.σ. λιγνίτη και γούνα) να έχουν συρρικνωθεί και η επόμενη μέρα να εξελίσσεται με βίαιο τρόπο, χωρίς τα αναμενόμενα αποτελέσματα για την οικονομία και την κοινωνία.
Ο κ. Κεπαπτσόγλου παρουσίασε αμείλικτους αριθμούς για τη δραστηριότητα της γούνας, την απώλεια θέσεων εργασίας και την απώλεια εισοδήματος, ενώ αναφερόμενος στην θέμα της απολιγνιτοποίησης θύμισε σε όλους πως ο κύκλος των εργασιών της ΔΕΗ δημιουργούσε πλασματικό ΑΕΠ στη Δυτική Μακεδονία, στερώντας πόρους και χρηματοδοτικά εργαλεία.
«Μετά το λιγνίτη και τη γούνα η κοινωνία της Δυτικής Μακεδονίας καλείται να πληρώσει τα σπασμένα και να παλεύει για να μείνει ζωντανή και όρθια. Δεν είναι υπερβολή, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία οι ηλικίες 19-40 ετών αποτελούν μόλις το 7% του συνολικού πληθυσμού, ενώ πάνω από 90.000 συμπολίτες μας βρίσκονται στο όριο της φτώχειας», τόνισε.
Και συνέχισε λέγοντας πως αντί να υπάρξει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης η περιοχή καλείται να αντιμετωπίσει δύο αδιέξοδες επιλογές.
Από τη μία την ανεξέλεγκτη και άναρχη εγκατάσταση ΑΠΕ χωρίς χωρικό και κοινωνικό σχεδιασμό και από την άλλη η Δυτική Μακεδονία γίνεται αποδέκτης καύσης απορριμμάτων από τη μισή χώρα: «Υποδοχέας σκουπιδιών από τη μισή Ελλάδα».
«Δεν φτάνει αυτό έχουμε και τις αρκούδες οι οποίες κάνουν βόλτες στις αυλές των σπιτιών και των σχολείων μας με τις περιβαλλοντικές οργανώσεις να λένε πως ζούμε μαζί. Ποιος το αποφάσισε αυτό;», αναρωτήθηκε ρητορικά ο Πρόεδρος της ΠΕΔ, χαρακτηρίζοντας την είκονα η οποία έχει δημιουργηθεί ως κάτι που δεν αξίζει στη Δυτική Μακεδονία:
«Είναι μια εικόνα που δεν μας αξίζει και υποβαθμίζει τον τόπο, γι’ αυτό διεκδικούμε δικαιοσύνη. Για αυτό διεκδικούμε ισότιμη μεταχείριση για να μείνουν οι άνθρωποί μας στον τόπο τους».
Επανέλαβε πως η Δυτική Μακεδονία βρίσκεται σε κοινωνική και οικονομική κρίση «οριακή πλέον», ότι η μετάβαση ήταν βίαιη και χωρίς ουσιαστικά α[αποτελέσματα για την τοπική κοινωνία, πως χάθηκαν χιλιάδες θέσεις εργασίας, ενώ ανεργία και φτώχεια καλπάζου την ώρα που η φυγή των νέων είναι συνεχής.
«Τώρα αισθανόμαστε εγκαταλελειμμένοι. Το ΔΑΜ από 7,5 δις στην πορεία κατέληξε 1,5 και δεν απέδωσε όσο ακουγόταν. Ο ρόλος μας σε αυτήν την κρίση είναι να ζητούμε ενίσχυση το της θεσμικής μας συμμετοχής στο σχεδιασμό της επόμενης ημέρας», υπογράμμισε.
Τέλος, αναφέρθηκε στις συναντήσεις με Πρωθυπουργό και Υπουργούς της κυβέρνησης όπου συζητήθηκαν όλα τα κρίσιμα θέματα της Δυτικής Μακεδονίας, χωρίς όπως είπε να λυθούν τα περισσότερα, εξαίρεσε όμως τα ζητήματα του Υπουργείο Εσωτερικών, δίνοντας συγχαρητήρια στο Θοδωρή Λιβάνιο εκ μέρους όλων των Δημάρχων.
Κλείνοντας την ομιλία του τόνισε πως η Δυτική Μακεδονία δεν ζητά προνόμια, αλλά δικαιοσύνη, σεβασμό και ίσες ευκαιρίες ώστε η περιοχή να προχωρήσει με σιγουριά στο μέλλον και να δημιουργήσει.
«Δεν διεκδικούμε εξαιρέσεις αλλά ένα δίκαιο πλαίσιο που θα επιτρέψει στις τοπικές κοινωνίες να αναπτυχθούν. Η τοπική αυτοδιοίκηση της Δυτικής Μακεδονίας παρούσα και ενωμένη θα διασφαλίσει ότι η περιοχή μας θα έχει το ρόλο και τις ευκαιρίες που τις αξίζουν στην επόμενη μέρα της χώρας».


































