Ο κύριος Φίλης, τομεάρχης παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ, χαρακτήρισε «γενναία» την απόφαση της Πρωτοδίκου Φλώρινας για επικύρωση της αναγνώρισης του Σωματείου με την επωνυμία «Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας». Χαιρέτισε μάλιστα ως υπέρμετρα θετική την απόρριψη των ανακοπών που ασκήθηκαν από την Εισαγγελία Φλώρινας και στηλίτευσε την άποψη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Ντογιάκου,ενώ ταυτόχρονα χαρακτήρισε όλους όσους άσκησαν ανακοπή κατά της απόφασης του Ειρηνοδικείου, ως «συντηρητικούς» και «εθνικιστές».
Στη συνέχεια προσδιόρισε ως «μεγάλη νίκη της ισονομίας και της ισοτιμίας» την αναγνώριση και χαιρέτισε την άρση δια της αναγνωρίσεως των πολιτισμικών, εθνοτικών και γλωσσικών διαχωρισμών. Μίλησε ακόμα για «το άνοιγμα του δρόμου για την ανεμπόδιστη χρήση, καλλιέργεια και ανάπτυξη της σλαβομακεδονικής γλώσσας». Ταυτόχρονα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόφαση αποτέλεσε ένα λιθαράκι στην απαλλαγή της δημόσιας ζωής από εθνικιστικά και εμφυλιοπολεμικά στερεότυπα. Και τη συνέδεσε με τις θετικές συνέπειες της συνθήκης των Πρεσπών στα Βαλκάνια και στις σχέσεις της Ελλάδας με τη φίλη γειτονική χώρα, τη Βόρεια Μακεδονία.
Τέλος χαρακτήρισε καταδικαστέες τις όποιες αντιδράσεις κατά της «γενναίας απόφασης της Πρωτοδίκου», ενώ αναφέρθηκε και στο μικρό ενδιαφέρον του τύπου ο οποίος δεν προσέδωσε δημοσιότητα στο ζήτημα αυτό. Τέλος προέτρεψε τους πολιτικούς και δικαστικούς κύκλους να συντονιστούν με το «ευρωπαϊκό πνεύμα και να μην προκαλούν καταδίκες του ευρωπαϊκού δικαστηρίου για τις μειονότητες σε βάρος της χώρας μας». Και αναφέρθηκε στη σχέση των αντιδράσεων αυτών με τις «διχαστικές περιόδους της ελληνικής ιστορίας».
Ο κ. Φίλης, ο οποίος έχει το σπάνιο χάρισμα, να λέει ό,τι σκέπτεται, υπέπεσε, κατά την εκτίμηση μιας Καθηγήτριας Ιστορίας του Πανεπιστημίου, στις εξής ανορθολογικές προσεγγίσεις:
-Ο δικαστικός που ερμηνεύει τον νόμο δεν είναι ούτε γενναίος, ούτε καλός, ούτε κακός. Ο νόμος ισχύει ή δεν ισχύει και το κριτήριο αυτό αποτελεί το σημείο αναφοράς και το κριτήριο της απόφασης που λαμβάνεται στο δικαστήριο. Η απόδοση λοιπόν ηθικών χαρακτηριστικών στη λήψη των δικαστικών αποφάσεων, είναι άκρως υποκειμενική και αντιβαίνει στο πνεύμα του δικαίου εν συνόλω.
-Οι πολίτες ή η Εισαγγελέας που άσκησαν ανακοπή δεν είναι σύννομο να χαρακτηρίζονται συλλήβδην ως εθνικιστές ή συντηρητικοί, τουλάχιστον με το πνεύμα και το περιεχόμενο που αποδίδει ο κ. Φίλης στη χρήση των συγκεκριμένων όρων. Πέρα από τη σχετικότητα των ορίων ανάμεσα στους συντηρητικούς ή τους μη συντηρητικούς, η οποία εξαρτάται από τα κριτήρια προσδιορισμού αυτών των ορίων, αξίζει να επισημάνουμε πως ο όρος «εθνικώς σκεπτόμενος» είθισται να συγχέεται με τον όρο «εθνικιστής» στον λόγο της αριστεράς, αν και εθνικός είναι αυτός που εναρμονίζεται με το συμφέρον του έθνους, ενώ εθνικιστής αυτός που εξιδανικεύει το έθνος και θεωρεί όλα τα άλλα έθνη κατώτερα Τέλος, οι συγκεκριμένοι πολίτες, ασκώντας ανακοπή έκαναν χρήση των δικαιωμάτων του νόμου. Και αυτό πρέπει ναλαμβάνεταισε κάθε περίπτωση ως απόρροια των δημοκρατικών θεσμών.
-Αν η αναγνώριση του σωματείου συνιστά διεύρυνση των ατομικών ελευθεριών και κατάλυση των ανισοτήτων (πολιτισμικών, εθνοτικών ή γλωσσικών), τότε πραγματικά ο κύριος βουλευτής ανακάλυψε την ουσία της γνήσιας δημοκρατίας. Και εδώ όμως η ιδιαίτερη ικανοποίηση που εκφράζει, τον κάνει να μπερδευτεί στο τέλος: Έτσι αναφέρεται καταρχήν στην καλλιέργεια της «σλαβομακεδονικής γλώσσας.και όχι της «μακεδονικής» όπως αυτή αναγνωρίστηκε στη Συμφωνία των Πρεσπών. Και στη συνέχεια ο κ. βουλευτής φαίνεται ότι προσδιορίζει τους ομιλούντες την σλαβομακεδονική ως μειονότητα εντός της Ελλάδος. Και ως γνωστόν, αυτό δεν το αναγνωρίζει πουθενά η συμφωνία των Πρεσπών. Τηνύπαρξη ωστόσο σλαβομακεδονικής μειονότητας εντός Ελλάδος είχε αναγνωρίσει το ΚΚΕ το 1924 και είχε διακηρύξει το 1935 το δικαίωμά της να ιδρύει «σλαβομακεδονικά σχολεία» εντός της ελληνικής επικράτειας. Μήπως αυτό θυμάται ο κύριος Φίλης;Μήπως αντί να έχουμε «εμφυλιοπολεμικά στερεότυπα», οδικός του λόγος διακρίνεται για τα κατοχικά κομουνιστικά στερεότυπα;
-Τέλος ο κ. Φίλης αγνοεί τη διαδικασία συγκρότησης των ταυτοτήτων στον ευρύτερο Μακεδονικό χώρο,που κυριάρχησε σε περιόδους παρελθοντικών κρίσεων. Αναφέρομαι στην κατασκευή ταυτοτήτων μέσα από την δημιουργία των προϋποθέσεων μετασχηματισμού των πολιτισμικών διαφορών (της γλώσσας στην περίπτωσή μας) σε πολιτικές, αρχικά και σε εθνικές ταυτότητες στη συνέχεια.
Πρόκειται για την κατασκευή, εντός της χώρας μας, ταυτοτήτων που δεν εμπίπτουν στους όρους της Συμφωνίας των Πρεσπών και ίσια ίσα την θέτουν σε αμφισβήτηση: Γιατί, ενώ η συμφωνία, κατά τους δημιουργούς της, είχε συνομολογηθεί για να διασφαλίσει την ειρήνη, γίνεται αντικείμενο επίκλησης για να εγείρονται ζητήματα κατασκευής ταυτοτήτων, μέσα στην ελληνική επικράτεια. Έτσι όμως διαστρεβλώνεται πλήρως το πνεύμα της.
Αυτά τα ολίγα εν ολίγοις με αγάπη. Διότι ον αγαπά Κύριος παιδεύει..
Σ.Η.