Στην ποντιακή παράδοση διασώζονται πολλές αρχαϊκές πληροφορίες, που σχετίζονται με το θάνατο και τον Άδη.
Το πιο σημαντικό κείμενο είναι αυτό που αναφέρεται στην ομηρική αντίληψη για τον Άδη και τον κάτω κόσμο.
Είναι το μοναδικό ίσως λαϊκό τραγούδι, που χρησιμοποιεί τις ανυπέρβλητες δυνάμεις, που εμπεριέχει η δύναμη της μουσικής και ιδιαίτερα της θεόπνευστης λύρας .
Η λύρα, ένα μαγικό όργανο των δώδεκα θεών, υπήρξε δημιούργημα του θεού Ερμή, που με τη σειρά του τη χάρισε στον Απόλλωνα.
Η υπερβατική και θεάρεστη δύναμη της λύρας ήταν αυτή, που μπορούσε να διανοίξει τις σιδηρόφρακτες πύλες του Άδη.
Ο Όμηρος μας περιγράφει την τετράχορδη λύρα με την ονομασία φόρμιγγα ή κιθαρίς.
Η λύρα όμως ήταν το μουσικό όργανο, που συνόδευε πάντα τους λυρικούς ποιητές.
Ήταν ακόμα το όργανο του ηδυπαθούς θεού Διόνυσου, που με αυτήν οι συνοδοί του τραγουδούσαν τον έρωτα και την αγάπη.
Το πιο ενδιαφέρον όμως στοιχείο της λύρας είναι η μετεμψυχωτική σχέση της με τον Άδη.
Η λύρα κατασκευάζεται από τα χέρια του ψυχοπομπού Ερμή, από το όστρακο μιας χελώνας, τα κέρατα μιας αντιλόπης και τα έντερα ενός βοδιού για χορδές. Είναι δηλαδή ένα ζωντανό δημιούργημα νεκρών έμβιων όντων. Ίσως γι’ αυτό έχει και μαγευτικές ικανότητες. Τη λύρα χάρισε ο Ερμής στον Απόλλωνα . Ο Ορφέας ποτέ δεν αποχωριζόταν τη λύρα του, τα αγρίμια του δάσους μαγεύονταν από τους ήχους της και χόρευαν .
Με τη λύρα διασκέδαζαν οι Αργοναύτες στο μακρινό και επικίνδυνο ταξίδι τους. Έτσι γεννήθηκαν οι νοσταλγικοί σκοποί της ξενιτιάς.(αρωθυμίας). Ακόμα και οι σειρήνες νικήθηκαν από τους γλυκύτατους ήχους της.
Με την μουσική αρμονία της λύρας μπόρεσε να ξεπεράσει η Αργώ τις συμπληγάδες και στη συνέχεια ο Ορφέας με τη λύρα αποκοίμισε το δράκο, που φύλαγε το χρυσόμαλλο δέρας.
Έτσι γεννήθηκαν τα ποντιακά νανουρίσματα .
Αλλά το πιο συγκλονιστικό είναι, ότι με τη λύρα ο Ορφέας ημέρεψε τον Πλούτωνα κατορθώνοντας στη συνέχεια να κατεβεί στον Άδη για να πάρει τη γυναίκα του, Ευρυδίκη. Από τότε η λύρα τραγουδά με τα μοιρολόγια της τον πόνο του θανάτου ( μοιροτραγωδίας).
Το ίδιο κάνει και ο πονεμένος πόντιος σύζυγος, που κατεβαίνει στον Άδη να βρει την γυναίκα του. Αυτή όμως προκειμένου να τον σώσει τον αποδιώχνει πάλι πίσω λέγοντάς τον:
Οπίσ’ οπίς κι απόθεν έρθες…
αδά γάμος ‘κι γίνεται, νυφίτσα ‘κι στολούται…
Κι όμως μόνο η δύναμη της μουσικής μπορεί να ανοίξει τις πύλες του Άδη. Και αυτό το κατορθώνει ο λυράρης, που σαν άλλος Ερμής παίρνει τη λύρα του και αφού περνάει τις πύλες, κατεβαίνει στο χώρο, που διαβιούν οι νεκροί.
Και με το κεμεντζόπο μου ‘ς σον Άδ’ θα κατηβαίνω..
τους βλέπει, απογοητεύεται και ψελλίζει τα ίδια λόγια με τον νεκρό ήρωα της Τροίας, Αχιλλέα:
Καλύτερα στον πάνω κόσμο άσημος, παρά εδώ κάτω νεκρός και δοξασμένος.
Εκεί παραπονέματα έναν βράδον ‘κι μένω.
Σ’ ένα άλλο ποντιακό κείμενο συνταυτίζεται ο ομηρικός μεταφορέας των ψυχών με καράβι στον Αχέροντα ποταμό, όπου ήταν οι πύλες του Άδη . Με το ίδιο καραβι μεταφέρονται στον Άδη οι ψυχές σύμφωνα με το ποντιακό τραγούδι:
Ντο έν’ το μαύρον το καράβ’, ντο έρθεν και ‘ς σην πόρταν…
Ατό ξενιτείας ‘κι ομοιάζ’, ατό ‘ς σον Άδην πάει…
Η αποτρεπτική παρέμβαση ενάντια στις διαθέσεις του άσπλαχνου χάρου εκφράζεται σε πολλά ποντιακά τραγούδια, η ικανότητα της λύρας σαγηνεύει και ξεγελά το χάροντα:
Κι ο χάρον εγλενεύκεται με τα μοιρολοϊας,
όντες κλαινίεις την κεμεντζέν παίρ’ α’ από καρδίας.
Η λύρα είναι το κατ’ εξοχήν ελληνικό όργανο της αρχαιότητας, σύμβολο του μέτρου και της ευγένειας και ως τέτοιο θα πρέπει να κοσμεί κάθε σπίτι.
Η λύρα θα μπορούσε να αποτελέσει και το σύμβολο της αθανασίας, αφού με την μουσική της ηρεμεί και ευφραίνει τον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου, παρεμβαίνει δηλαδή μουσικοθεραπευτικά κάθε φορά, που αναδύει τους πολύμορφους φυσικούς ήχους όλων των πτυχών της ανθρώπινης πορείας…