Αμφιλεγόμενες εκτιμήσεις και αβέβαιο μέλλον
Αυτό που ως διαίσθηση αντιλαμβάνεται όποιος ασχολείται και μελετά το πρωτογενή τομέα και την αγροτική παραγωγή, έρχεται να επιβεβαιώσει η ΕΛΣΤΑΤ (Ελληνική Στατιστικη Αρχή), με τη δημοσίευση στοιχείων των τακτικών ερευνών και περιοδικών απογραφών.
Είναι δραματικά τα στοιχεία της απλής καταγραφής και πολύ περισσότερο της ανάλυσης αυτών από τον γράφοντα, στο επίπεδο της περιφέρειάς μας.
Η διαχρονική άποψη ότι, ο αγροτικός τομέας αποτελεί ένα από τους πυλώνες της Ελληνικής οικονομίας και της εξόδου από τη κρίση καταρρίπτεται, αφού η στήριξη από τη πολιτεία είναι κενό γράμμα.
Η επεξεργασία των στοιχείων αφορά στα έτη 2011 – 2019 ή και 2009 – 2020, σύμφωνα με τις δημοσιευμένες έρευνες της Στατιστικής Υπηρεσίας κι ενώ σχηματικά η περίοδος της κρίσης οριοθετείται το 2010, η οικονομία της χώρας είχε μπει σε ύφεση από το 2008 και συνεχίστηκε τα επόμενα έτη (το 2009 είχε συρρικνωθεί 3%). Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή με τα μνημόνια και τη δημοσιονομική επιτήρηση.
Ακόμα χειρότερη είναι η σημερινή κατάσταση (2022), αν υπολογιστεί και η επίδραση της ενεργειακής κρίσης της τελευταίας διετίας, όπου και σημειώνεται κάθετη αύξηση στις εισροές και αντίστοιχη αύξηση του κόστους παραγωγής.
Η προσωπική έρευνα και παράθεση των στοιχείων παρακάτω μοιραία απαιτεί τη χρησιμοποίηση αριθμητικών δεδομένων. Όπως λέμε “μια εικόνα, χίλιες λέξεις”, έτσι και στην ανάλυση στατιστικών δεδομένων ισχύει το “ένας αριθμός, χίλιες λέξεις”. Τι να πει κανείς για το -41% στη μείωση των βοοτροφικών εκμεταλλεύσεων ή για το -36,6 της μείωσης των αγροτικών νοικοκυριών? Τα λένε όλα οι αριθμοί από μόνοι τους.
To πως διαμορφώθηκε λοιπόν η αγροτική παραγωγή στη Δυτική Μακεδονία όλη αυτή τη περίοδο, αποτυπώνεται στη συνέχεια και διαφοροποιείται σημαντικά από τη πορεία του κλάδου στο σύνολο της επικράτειας, μιας και άλλοι παράγοντες πέραν της οικονομικής κρίσης διαμόρφωσαν τη πορεία και τη σημερινή κατάσταση.
Όπως προαναφέρθηκε, ο αριθμός των αγροτικών εκμεταλλεύσεων μειώθηκε κατά -36,6% και από 24.000 το 2009 έπεσε στις 15.354 το 2020! Ιδιαίτερα στους κλάδους της κτηνοτροφίας η μείωση είναι ακόμα μεγαλύτερη, στη βοοτροφία ξεπερνά το -40%, ενώ στη χοιροτροφία και τη πτηνοτροφία ξεπερνά ακόμα και το -80%!
Μείωση κατά 15,7% επήλθε και στη καλλιεργούμενη γεωργική γη, όπου από τα 2.226 χιλ. στρέμματα καλλιεργούνται πλέον κάτω από 1.900 χιλ. στρέμματα. Οι λόγοι είναι πολλοί, όπως εγκατάλειψη ορεινών και οριακών αποδόσεων εκτάσεων, απροθυμία καλλιέργειας με την επιδοτούμενη πρακτική της αγρανάπαυσης, επέκταση άλλων ανθρωπογενών χρήσεων, φωτοβολταικά, αστικές χρήσεις, κ.α.
Οι αροτραίες καλλιέργειες, συνήθως οι ετήσιες καλλιέργειες αποτελούν τη πλειοψηφία των κλάδων παραγωγής, ενώ οι μόνιμες φυτείες (πολυετείς καλλιέργειες), δενδρώνες, αμπέλια, πολυετή ΑΦΦ κατέχουν ελάχιστη έκταση και μόνο το 7,5%.
Η μείωση του αριθμού των εκτρεφόμενων χοίρων και πουλερικών είναι επίσης μεγάλη, -59% και -66% αντίστοιχα. Ενώ ο αριθμός των βοοειδών και αιγοπροβάτων διατηρήθηκε στα ίδια περίπου επίπεδα, με μικρή μείωση κυρίως στα αιγοειδή.
Σημαντική ανακατανομή επήλθε στους κλάδους των βιομηχανικών φυτών και οσπρίων, σε βάρος των χειμερινών ξερικών σιτηρών (καλό αυτό). Πιο συγκεκριμένα:
Ο καπνός ανέκαμψε τη τελευταία δεκαετία, μετά τη μηδενική σχεδόν παραγωγή που επήλθε μετά το έτος 2000 εξαιτίας της αποδέσμευσης της επιδότησης από τη παραγωγή. Έτσι από τα 3.000 στρέμματα περίπου το 2011, το 2019 έφτασαν τα 6.500 στρέμματα.
Τα ζαχαρότευτλα που αποτελούσαν μια πολύ σημαντική πηγή εισοδήματος στο λεκανοπέδιο Κοζάνη-Εορδαία-Αμύνταιο και Φλώρινα, ανέκαμψαν την ίδια δεκαετία, μετά τη προσπάθεια επαναλειτουργίας των εργοστασίων ζάχαρης (Πλατύ και Λάρισα) και από τα 10.500 στρ. το 2011, το 2019 ξεπέρασαν τα 16.000 στρ. (αύξηση πάνω από 50%). Σήμερα, η καλλιέργεια έχει μηδενιστεί-εξαφανιστεί εξαιτίας του οριστικού κλεισίματος της βιομηχανίας ζάχαρης!!!
Την ίδια περίοδο έκαναν την εμφάνισή τους, στο κλάδο των ελαιούχων φυτών, και αναπτύχθηκαν σημαντικά οι καλλιέργειες του ηλίανθου και της ελαιοκράμβης, με τη μορφή της συμβολαιακής γεωργίας, για τη παραγωγή ελαίων και βιοκαυσίμων, γεγονός που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, με έντονο το ενδιαφέρον της βιομηχανίας.
ΕΛΑΙΟΔΟΤΙΚΑ ΦΥΤΑ | ||||||
ΗΛΙΑΝΘΟΣ | ΕΛΑΙΟΚΡΑΜΒΗ | |||||
2019 | 2011 | ΜΕΤΑΒΟΛΗ % | 2019 | 2011 | ΜΕΤΑΒΟΛΗ % | |
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΔΥΤ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ | 75.730,0 | 32.113,0 | 135,8 | 1.698,0 | 284,0 | 497,9 |
ΚΟΖΑΝΗ | 29.670,0 | 11.382,0 | 160,7 | 109,0 | 19,0 | 473,7 |
ΓΡΕΒΕΝΑ | 56,0 | 4.715,0 | -98,8 | 0,0 | 0,0 | 0,0 |
ΚΑΣΤΟΡΙΑ | 45,0 | 0,0 | 4.500,0 | 643,0 | 0,0 | 64.300,0 |
ΦΛΩΡΙΝΑ | 45.959,0 | 16.016,0 | 187,0 | 946,0 | 265,0 | 257,0 |
Έκρηξη, με μεγάλη αύξηση των καλλιεργούμενων στρεμμάτων, εμφανίζουν τα όσπρια και κυρίως τα ρεβίθια και οι φακές, ενώ στα φασόλια επήλθε μικρή μείωση. Αναλυτικότερα, τα ρεβίθια από μηδενική παραγωγή το 2011, ξεπέρασαν τα 37.000 !!! στρέμματα το 2019, ενώ αντίστοιχα η καλλιέργεια της φακής σημείωσε αύξηση 250%.
Στο κλάδο επίσης των Αρωματικών-Φαρμακευτικών φυτών (ΑΦΦ), όπου η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας κατέχει τη πρωτιά σε επίπεδο χώρας (σήμερα περίπου 25.000 στρ.), η παράδοση, λόγω κρόκου, και οι ιδιαίτερες εδαφοκλιματικές συνθήκες έχουν εκτοξεύσει το κλάδο, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Έτσι από 1.700 στρ. Το 2011, το 2019 ξεπέρασαν τα 22.500 στρ., με κύριο εκπρόσωπο τη λεβάντα και σε μικρότερο βαθμό άλλα είδη, όπως το τσάι, τη ρίγανη, το φασκόμηλο, κ.α.. Όσο για το κρόκο, η φθίνουσα πορεία τη δεκαετία του 2000 οδήγησε τη καλλιέργεια στα επίπεδα κάτω των 2.000 στρ., και στη συνέχεια, κατά τη μελετούμενη δεκαετία, ανέκαμψε στα παλαιότερα επίπεδα, περίπου στα 5.000 στρ., κι ενώ η ζήτηση παραμένει ισχυρή, χάρις στη δραστηριότητα του συνεταιρισμού κροκοπαραγωγών της περιοχής.
Ευχάριστη εξέλιξη, όχι όμως έκπληξη, αποτελεί η αύξηση των δενδρωδών καλλιεργειών κατά 27%, κυρίως στις Π.Ε. Κοζάνης και Φλώρινας (αύξηση αντίστοιχα 45 %). Κλάδους υψηλών αποδόσεων, απασχόλησης και εισοδήματος, σε βάρος των χειμερινών σιτηρών, με κύριους εκπροσώπους, τα μήλα, τα κεράσια, τα αχλάδια και τα ακρόδρυα (καρύδια και αμύγδαλα).
Στον αντίποδα, οι εκτάσεις που καλύπτουν τα χειμερινά ξερικά σιτηρά, τα οποία πριν δυο δεκαετίες κάλυπταν ποσοστό πάνω από το 70%, απαιτώντας ελάχιστη απασχόληση και χαμηλό εισόδημα, σήμερα το ποσοστό αυτό κυμαίνεται σε επίπεδα κάτω του 50%, υπέρ των πιο δυναμικών καλλιεργειών που προαναφέρθηκαν (δενδρώδεις, ΑΦΦ, ελαιοδοτικά φυτά, όσπρια).
Για τη διετία που ακολούθησε μετά το 2020 και μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν διαθέσιμα δημοσιευμένα στοιχεία, παρά μόνο καταγεγραμμένες απόψεις των φορέων των αγροτών, αλλά και τα γνωστά γεγονότα που ακολούθησαν (covid, ενεργειακή κρίση, πόλεμος στην Ουκρανία), που επειδή είναι σχετικά πρόσφατα προδιαγράφουν τη σημερινή δυσοίωνη κατάσταση, αλλά και το μέλλον του αγροτικού χώρου και της πρωτογενούς παραγωγής.
Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε μεταπολεμικά, ο αγροτικός κόσμος αντιμετωπίζει έναν διπλό κίνδυνο: Από την μία την έκρηξη του κόστους παραγωγής, αλλά με τις τιμές των προϊόντων να έχουν πέσει στο ναδίρ (για το παραγωγό). Ενώ από την άλλη οι τιμές των προιόντων που φτάνουν στο καταναλωτή βρίσκονται στα ύψη. Με αυτά ως δεδομένα, η έλλειψη τροφής και η φτωχοποίηση όλο και μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού είναι προ των πυλών.