‘-Καμιά φορά, βρε Κάκκο, με πιάνει μια μανία.
-Τι, βρε Χάμπο, θα ορμήσεις σε κανέναν;
-Όχι βρε! Εγώ να κάνω τέτοια; Όχι! Για γλυκό με πιάνει μανία…
-Άαα, είπα κι εγώ. Τσαμπουκάδες στα γεράματα ο Χάμπος;
-Άι βρε σάσκινα.
-Μπα! Έμαθες και τα θρακιώτκα;
-Όσα ξες κι εσύ ποντιακά, ξέρω κι εγώ Θρακιώτκα.
-Και δε με λες, Χάμπο; Από παιδί σ’ άρεσαν τα γλυκά;
-Άαα μπα. Από παιδί καθόλου. Ένα παράξενο πράμα, μετά τα πενήντα μ’ έπιασε κι έγινα γλυκατζής.
-Έεε και τι τρως, Χάμπο;
-Μ’ αρέσουν εκείνες οι χιονούλες…αφράτες, σοκολατένιες…πως ήταν παλιά τα εκλέρ, μόνο που οι χιονούλες είν’ καλύτερες. Είναι πολύ καλύτερες. Μ’ αρέσουν τα σοκολατένια, Κάκκο. Άμα είν’ να φας γλυκό να φας σοκολατένιο!
-Εγώ πάλι, Χάμπο, δεν είμαι του γλυκού. Εγω, βέβαια, είν’ και το ζάχαρο στο όριο…πότε πάνω, ποτέ κάτω, ενώ εσύ…
-Κτύπα ξύλο, Κάκκο. Εγώ μόνο μια πίεση έχω. Το ζάχαρο καθόλου. Κι έτσι λοιπόν, καμία φορά, θα το φάω το γλυκάκι μου, χωρίς φόβο και με πάθος.
-Έεε, Κάκκο, να πω πως κανείς σα παιδί, δε σε πιάνει εσένα, γιατί σα παιδί με είπες δε τα λαχταρούσες τα γλυκά.
-Να σου πω κάτι, Κάκκο. Μεταξύ μας, δε ξέρω αν δε τα ‘τρωγα γιατί δε τα λαχταρούσα, ή μήπως δε τα ‘τρωγα γιατί δε τα ‘βρισκα.
-Σωστά! Το πολύ – πολύ, τότε, μες το σπίτι να είχε λίγα σοκολατάκια, εκείνα με το φουντούκι στη μέση, στη φοντανιέρα…για τους ξένους…
-Είχε! Τέτοια είχε η μάνα μου η Κάλη. Όπως το είπες. Στη φοντανιέρα. Την κρυστάλλινη.
-Κι έτρωγες κανένα, Χάμπο;
-Τρελός είσαι! Που να τολμήσω, Κάκκο; Ήταν λίγα όλα κι όλα και από πάνω τα ‘χε και μετρημένα. Είχε βγάλει και στρατιωτικό νόμο. “Αυτά είν’ για τους ξένους” μ’ έλεγε. “Κοίτα μη πας και φας κρυφά κανένα και πάω εγώ μετά να κεράσω και δε τα βρω και με κάνεις ρεζίλι στους ανθρώπους…κακομοίρη μου”…
-Μάνα – μάνα. Στρατηγός Κάλη!
-Ναι για. Σούζα στεκόμαστε όλοι στο σπίτι.
-Κι από γλυκό, τίποτα έεε;
-Να σου πω, Κάκκο. Τώρα που το λες, ένα γλυκό εκείνης της εποχής που ήμασταν και καχεκτικά…θυμάσαι…μου έκανε η Καλή.
-Τι, Χάμπο, για πες γιατί νομίζω πως και μένα η μάνα μου, η Ασημένια, το ίδιο μου κάνε.
-Λες; Ήταν, Κάκκο, το γλυκό της εποχής…”μία φέτα ψωμί, πασπαλισμένο με ζάχαρη, και περασμένο κάτω από τη βρύση που το νερό έσταζε σταγόνα – σταγόνα, για να κάνει η ζάχαρη κρουστά πάνω στο ψωμί”…Αυτό ήταν.
-Αυτό ήταν, Χάμπο, και το δικό μου. Γλυκό εποχής!