Συκοφαντείτε, συκοφαντείτε, στο τέλος κάτι μένει.
Γιόσεφ Γκαίμπελς,
υπουργός προπαγάνδας του Χίτλερ
Σε παράφραση ο λόγος:
Ψευδολογείτε, ψευδολογείτε, στο τέλος κάτι μένει.
Η γερμανική σχολή ιστορίας, στην υπηρεσία του παγγερμανισμού ούσα κατά τον 19ο αιώνα, είχε αποδοθεί σε ακατάσχετη ψευδολογία, προκειμένου να αποκομίσει οφέλη η στυγνή αυτοκρατορία των Αψβούργων, η οποία φιλοδοξούσε να διαδεχθεί στη Βαλκανική τον «μεγάλο ασθενή». Στα πλαίσια αυτής της ψευδολογίας επέβαλε, σε ευρύ φάσμα του ευρωπαϊκού χώρου, απόψεις κυριότερες από τις οποίες ήσαν οι ακόλουθες: Οι αρχαίοι Μακεδόνες δεν ήσαν Έλληνες και δεν ομιλούσαν ελληνικά. Την ελληνική εισήγαγε ο βασιλικός οίκος ως επίσημη κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα. Οι Βλάχοι δεν είναι Έλληνες, αλλά Ρουμάνοι, που μετακινήθηκαν προς νότο. Κάποιοι αμφισβήτησαν την πρώτη άποψη, η δεύτερη όμως έγινε καθολικά αποδεκτή. Και οι αρχαίοι Μακεδόνες δεν ζούσαν, για να αντιδράσουν στην ψευδολογία, οι Βλάχοι όμως, αναπόσπαστο τμήμα του ελληνικού εθνικού κορμού, εναντιώθηκαν στην άθλια προπαγάνδα της πολιτικής σκοπιμότητας. Και τότε οι άπληστοι επεκτατιστές και οι «επιστήμονες», που στραγγάλισαν τη συνείδησή τους, βρήκαν άλλο τρόπο: Με χρήματα εξαγόρασαν τη συνείδηση κάποιων Βλάχων, με συνέπεια να δοκιμαστεί ο βλαχόφωνος ελληνισμός επί αιώνα. Ο χρηματισμός, ως μέθοδος εξωνισμού συνειδήσεων, είναι διαχρονικός και αξιοποιείται ευρέως στις ημέρες μας.
Κάποιοι θεωρούν ότι η ενασχόληση με την ιστορική έρευνα είναι χωρίς νόημα. Είναι ασφαλώς για όσους, έχοντας υιοθετήσει τις εθνομηδενιστικές θέσεις, ονειρεύονται για τα έθνη ένα μέλλον χωρίς ιδιαιτερότητες, δηλαδή την πλανητική κοινωνία των ανερμάτιστων πολιτών – ιδιωτών, οι οποίοι έχουν καταθέσει την ελευθερία και τη σκέψη τους στα πόδια «σωτήρων», οι οποίοι θα συγκροτούν την πλανητική δικτατορία. Όσοι αγαπούν ακόμη το έθνος τους και την πατρίδα τους όχι μόνο ενδιαφέρονται για την ιστορική έρευνα, αλλά χαίρουν, όταν τα πορίσματα αυτής ενισχύουν τους δεσμούς με τους προγόνους τους, του μακρινού παρελθόντος.
Τί ήταν οι αρχαίοι Μακεδόνες, το έχει γράψει πριν από δυόμισι χιλιάδες έτη ο Ηρόδοτος, ο πατέρας της ιστορίας. Οι Μακεδόνες ήσαν Έλληνες και κλάδος αυτών ήσαν οι Δωριείς, που ονομάστηκαν έτσι, όταν κατήλθαν στον νότο. Ήσαν λοιπόν Έλληνες, δεν εξελληνίστηκαν κατά την κλασική αρχαιότητα. Άλλωστε είναι πλέον αναμφισβήτητο ότι ο αρχικός χώρος των ελληνικών φύλων εκτεινόταν στο έδαφος της Ηπείρου, της ενιαίας Ηπείρου, και της σημερινής Δυτικής Μακεδονίας. Το γραφέν από τον Στράβωνα «έστιν ουν Ελλάς και η Μακεδονία» δεν είναι μαρτυρία εξελληνισμού των Μακεδόνων, όπως κάποιοι υποστηρίζουν υποχωρώντας από τις ανιστόρητες-προπαγανδιστικές αρχικές τους θέσεις. Κανείς δεν έφερε μέχρι τώρα έστω και ασθενές πειστήριο εξελληνισμού. Και επειδή η ιστορία εδράζεται επί των γραπτών κυρίως κειμένων, αλλά και επί άλλων τεκμηρίων, η αρχαιολογικές ανασκαφές είναι πολύτιμες για την αποκάλυψη της ιστορικής αλήθειας. Είχαν επιβάλει οι ανθέλληνες την άποψη ότι η περιοχή βορείως της διαχωριστικής γραμμής Θεσσαλίας – Μακεδονίας δεν μετείχε στον μυκηναϊκό πολιτισμό! Οι ανασκαφές τόσο στην Αιανή, όσο και οι σωστικές κατά μήκος της υπό διάνοιξη Εγνατίας οδού έφεραν στο φως τρανταχτά στοιχεία, τα οποία κονιορτοποιούν την ιδεολογική ανθελληνική άποψη των σπορέων ιστορικών ψευδών.
Απόμεινε η γλώσσα των αρχαίων Μακεδόνων. Φρόντισαν, παρερμηνεύοντας τις αρχαίες πηγές, στις οποίες γίνεται λόγος για ομιλία «μακεδονιστί», να διασπείρουν το ψεύδος ότι οι Μακεδόνες μιλούσαν γλώσσα μη ελληνική. Και υπάρχουν σύγχρονοι Έλληνες, που τολμούν να γράψουν: Και τί μας νοιάζει, αν μιλούσαν ελληνικά, μακεδονικά ή ιλλυρικά, την αλήθεια δεν θα τη μάθουμε ποτέ! Με ύφος θριάμβου επισφραγίζουν τον τάφο της επιστημονικής έρευνας επί του θέματος. Παράλληλα με ανάλαφρη τη συνείδηση αποδέχονται ότι οι Σλάβοι γείτονές μας ομιλούν τη μακεδονική γλώσσα! Ποια άραγε; Των αρχαίων Μακεδόνων, την οποία ασφαλώς αγνοούν οι μη ασχοληθέντες με την ιστορία, όχι όμως και επιστήμη της γλωσσολογίας. Στην Αιανή όλες οι εγχάρακτες επιγραφές ήδη από τον 5ου π.Χ. αιώνα είναι σε γλώσσα ελληνική. Μήπως είναι καιρός να κλείσουμε το μουσείο, για να μην ενοχλούνται οι γείτονές μας και οι εδώ υπηρετούντες όχι βέβαια την ιστορική αλήθεια, αλλά τους κατά κόσμο ισχυρούς; Στην Πέλλα οι ανασκαπτικές έρευνες έφεραν στο φως σημαντικό κείμενο χαραγμένο σε φύλλο μολύβδου εντός τάφου. Ήταν γραμμένο «μακεδονιστί», δηλαδή στη διάλεκτο που μιλούσαν οι Μακεδόνες, την πολύ πιο κοντινή στην άλλη των Δωριέων σε σχέση με την των Ιώνων. Μιλούσαν λοιπόν οι πρόγονοί μας, για όσους έτσι αισθάνονται, όχι ξένη προς την ελληνική γλώσσα, αλλά διάλεκτο αυτής. Και σ’ αυτήν επιβίωσαν αρχικοί όροι της ελληνικής, που διαφοροποιήθηκαν στην αττική που επικράτησε. Λέμε σήμερα πόλις, οι πρόγονοί μας όμως έλεγαν πτόλις. Το μαρτυρεί ο Όμηρος που έγραψε για της Τροίας το πτολίεθρον. Και οι Μακεδόνες το κράτησαν έτσι στα ονόματα Νεοπτόλεμος και Πτολεμαίος. Και η γιαγιά μου χρησιμοποιούσε τη λέξη κιούρς για τον ευπαρουσίαστο νέο άνδρα, αγνοώντας τη λέξη κούρος. Και βέβαια η έρευνα συνεχίζεται και εκθέτει ανεπανόρθωτα τους παραχαράκτες της ιστορίας και τους συνοδοιπόρους τους (εν αγνοία ή….;). Η αδυναμία της ιστορίας συνίσταται στο ότι εμφιλοχωρεί εκεί τόσο η σκοπιμότητα όσο και η φαντασία, οι οποίες αποκλείονται στα μαθηματικά ακόμη και στο πεδίο των φανταστικών αριθμών. Αλλά βέβαια πριν υπάρξουν αποδείξεις, η αλήθεια δεν επικυρώνεται με ψηφοφορία, ψηφοφορία υπό την καταθλιπτική πίεση των ισχυρών.
Η Μακεδονία είναι γεωγραφικός όρος είναι η τελευταία γραμμή άμυνας των παραχαρακτών της ιστορίας. Αναμφισβήτητα, ναι. Όμως είναι άρρηκτα συνδεδεμένος ο όρος αυτός με τους αρχαίους Μακεδόνες, ελληνικό φύλλο. Η έκτασή της, υποστηρίζουν, είναι διαφορετική κατά διάφορες χρονικές στιγμές. Τι ακριβώς εννοούν; Ότι κάποτε έφθανε μέχρι τον Ινδό ποταμό; Ποιος καθόρισε κατά τους πρόσφατους καιρούς τη γεωγραφική έκταση της Μακεδονίας; Σε ποια συνθήκη προσδιορίστηκαν τα όριά της; Ετέθη ελληνική υπογραφή σ’ αυτήν; Παραπέμπουν στη συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913) χαλκεύοντας νέα ψεύδη, καθώς τα προβληθέντα κατά το παρελθόν καταρρίφθηκαν. Όλοι οι νέοι παραχαράκτες διακινούν τον χάρτη του τιτοϊκού (και όχι των γειτόνων μας) επεκτατισμού, τον οποίο επικύρωσαν με άκρα ικανοποίηση όλοι οι «σύμμαχοι» και «εταίροι» μας, ασφαλώς λόγω της βαθειάς και ειλικρινούς «φιλίας» που τρέφουν για μας. Δυστυχώς οι παραχαράκτες δεν είναι πλέον μόνο ξένοι προς τον ελληνισμό, όπως κατά το παρελθόν, αλλά και πλήθος Ελλήνων κατά την υπηκοότητα, αποκτημένη από γένας. Είναι άραγε ακόμη Έλληνες και κατά την εθνότητα ή οπαδοί ενός αρρωστημένου διεθνισμού, εθνομηδενιστές;
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»