Γιατί απλά δεν επετεύχθη ο στόχος για τον οποίο υπεγράφη: Δηλαδή, η έξοδος της χώρας στις αγορές. Το Μνημόνιο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ απέτυχε να βγάλει τη χώρα στις αγορές ομολόγων ενώ επέφερε μια στρατηγική ήττα της Ελληνικής οικονομίας και των Ελλήνων φορολογουμένων στον αγώνα για την έξοδο στις αγορές. Το επικοινωνιακό αφήγημα το οποίο στήθηκε όλα τα προηγούμενα χρόνια και το οποίο ξεκίνησε από το «σχίσιμο των Μνημονίων» και τη «δημιουργική ασάφεια» που οδήγησε στο κλείσιμο των τραπεζών, και συνεχίστηκε με το αντισυνταγματικό δημοψήφισμα που βάφτισε το «ΟΧΙ» του Ελληνικού λαού σε ένα νέο αχρείαστο Μνημόνιο (κάτι που ομολόγησε και ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας προχθές), η Ελληνική κυβέρνηση απέτυχε παταγωδώς στο να οδηγήσει τη χώρα στις αγορές. Η Ελλάδα έχασε τη δυνατότητα να βγει εγκαίρως στις αγορές το 2014 και τώρα καλείται να χάσει τουλάχιστον άλλα τρία χρόνια ώσπου να καταφέρει εκείνο που ήταν αυτονόητο τρία χρόνια πριν.
Η αποτυχία ήταν εξ’ αρχής δεδομένη για τρείς λόγους:
Πρώτον, η κυβέρνηση δεν πίστευε κι ούτε πιστεύει στις μεταρρυθμίσεις που ήταν απαραίτητες ώστε να επανακτήσει η χώρα μας τη χαμένη ανταγωνιστικότητά της και να μπορεί να στέκεται επάξια στο Ευρωπαϊκό και διεθνές οικονομικό στερέωμα. Μάλιστα αδυνατούσε μέχρι πρότινος να κατανοήσει το αναπτυξιακό σκέλος του Μνημονίου, το οποίο βασιζόταν στις ιδιωτικοποιήσεις μέσω του Υπερ-Ταμείου, με αποτέλεσμα να το αντιλαμβάνεται ως μια απλή δανειακή σύμβαση: «Ψηφίζουμε όσα μέτρα δεν έχουν πολιτικό κόστος αναβάλλοντας τα υπόλοιπα για το τέλος- παίρνουμε δανεικά». Τούτο όμως οδήγησε στο να χαθεί πολύτιμος χρόνος από τις ιδιωτικοποιήσεις, οι οποίες και δεν αποφεύχθηκαν (αφού ψηφίστηκαν όλες) αλλά και δεν απέδωσαν αναπτυξιακά (αφού από τα 50 δις που έπρεπε να συγκεντρωθούν σε 3 χρόνια, συγκεντρώθηκαν μόλις 5).
Δεύτερον, η κυβέρνηση από τα δημοσιονομικά μέσα που είχε στη διάθεσή της έκανε χρήση μόνο των φορολογικών μέσων, κάτι που σε συνδυασμό με τον περιορισμό στις κινήσεις κεφαλαίων οδήγησε στην ακύρωση των όποιων επενδυτικών πρωτοβουλιών. Το επενδυτικό κλίμα ήταν το χειρότερο πανευρωπαϊκά (το λένε τα Doing Business Reports των ΗΕ) ενώ σε συνδυασμό με την μέχρι πρότινος «πολεμική» και αντι-ευρωπαϊκή ρητορική που ακολουθούσε η κυβέρνηση με τους Ευρωπαίους εταίρους (δανειστές), οδήγησαν στο να απωθούν τις όποιες ξένες επενδύσεις και να τις κατευθύνουν στις υπόλοιπες «ανταγωνιστικές» οικονομίες που βγήκαν από τα προγράμματα (π.χ. Ιρλανδία, Πορτογαλία).
Τρίτον, λόγω της αρχικής αναξιοπιστίας της κυβέρνησης και εξαιτίας του γεγονότος ότι άργησε η στροφή 180 μοιρών της τελευταίας μέχρι τα μέσα του 2017, από τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους μας που είχαν συμφωνηθεί το 2012, πήραμε μόνο το έλασσον, δηλαδή όσο λιγότερο μπορούσε να δοθεί. Η κυβέρνηση επέμενε σε ένα ονομαστικό κούρεμα, κάτι που υποστήριζε και το ΔΝΤ, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Το ΔΝΤ υποστήριζε το ονομαστικό κούρεμα επειδή δεν πίστευε ότι η Ελληνική οικονομία θα μπορούσε να διασωθεί εντός Ευρωζώνης. Το ίδιο πίστευαν κι οι Ευρωπαίοι. Όμως το ζήτημα ήταν ποιος θα τραβούσε πρώτος την πρίζα. Προκειμένου αμφότεροι να μη χρεωθούν πολιτικά την έξοδό μας από την Ευρωζώνη, συμφώνησαν να αποπληρωθεί το ΔΝΤ και να αναληφθεί η εξόφληση των δανείων από τον ESM, ώστε να πάψει να πιέζει για ονομαστικό κούρεμα (κάτι που θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με την έξοδο της χώρας από την Ευρωζώνη), αλλά και να δώσει στους Ευρωπαίους τη συνταγή για την εκούσια έξοδό μας από την Ευρωζώνη: Το νέο Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (την ευρωπαϊκή έκδοση δηλαδή του ΔΝΤ), η λειτουργία του οποίου θα εγκαινιαστεί μετά της Ευρωεκλογές.
Κι αυτό είναι που μ’ ανησυχεί τρομερά. Η κυβέρνηση για το δικό της αφήγημα επέλεξε να μην ενταχθεί σε προληπτική γραμμή ώστε να έχει ένα μαξιλάρι ασφαλείας για την ομαλή έξοδο στις αγορές. Αντί αυτού, και με όρους Ποδηλατικού Γύρου της Γαλλίας, αντί να ποδηλατεί μαζί με το συνοδευτικό αυτοκίνητο ώστε αν χρειαστεί βοήθεια να τη ζητήσει απ’ αυτό, έχει τέτοια αυτοπεποίθηση που ποδηλατεί μόνη. Αν όμως συμβεί κάτι, δεν θα έχει το συνοδευτικό αυτοκίνητο στο πλάι αλλά θα πρέπει να καλέσει ξανά την άμεση βοήθεια. Αυτή η άμεση βοήθεια τώρα θα λειτουργεί ως εξής: Δεν θα διασφαλίζει τη διάσωση εντός Ευρωζώνης. Θα γίνει πιο αυστηρή σε ένα πλαίσιο take it or leave it. Θα είμαστε εμείς και το Ταμείο. Αν δεν μπορέσουμε να ανταπεξέλθουμε, θα εξαναγκαστούμε να επιλέξουμε την έξοδο από το Ευρώ χωρίς να επιφορτιστούν με πολιτικό κόστος οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης. Γι’ αυτό πάσχιζαν οι χώρες της Ευρωζώνης από το 2013. Το πέτυχαν κι αφού ο Schauble ολοκλήρωσε την αποστολή του, αποσύρθηκε ήρεμα.
Τρία χρόνια χαμένα, ένα πρόγραμμα που απέτυχε να μας βγάλει στις αγορές και μια θολή και επικίνδυνη κατάσταση μπροστά μας. Το Ελληνικό Χρηματιστήριο τον Ιούνιο του 2014 βρισκόταν πάνω από 1.300 μονάδες ενώ σήμερα βρίσκεται στις 750. Το 2014 ήταν η πρώτη χρονιά μετά την υπαγωγή της χώρας σε πρόγραμμα που πετύχαμε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης ύψους 0,7%, κάτι που στη συνέχεια και για δύο συναπτά έτη έγινε ύφεση, ενώ οι πρώτοι ρυθμοί ανάπτυξης καταγράφηκαν πέρυσι και οι οποίοι ήταν αφενός χαμηλότεροι των προσδοκιών της κυβέρνησης και των δανειστών. Επίσης τα spreads το καλοκαίρι του 2014 ήταν κοντά στο 3% ενώ σήμερα, που τελείωσε το πρόγραμμα είναι άνω του 4%! Τα ομόλογά μας δεν είναι σε επενδύσιμη βαθμίδα ενώ βρίσκονται τρείς βαθμίδες κάτω από το investment grade. Οι κεφαλαιακοί έλεγχοι παραμένουν. Τέλος, το πιο σημαντικό, με την ανεργία στο 20% είμαστε αναγκασμένοι να υιοθετήσουμε περαιτέρω μέτρα και μέχρι το 2021, παρά το γεγονός ότι σήμερα έληξε το Μνημόνιο! Κανένα Μνημόνιο από τα δύο προηγούμενα δεν προέβλεπε πρώτα την λήξη του, δηλαδή την παύση του δανεισμού, και την μετέπειτα υιοθέτηση μέτρων! Η εξέλιξη αυτή προέκυψε το 2017 όταν έγινε εμφανές ότι δεν βγαίνει το πρόγραμμα, με την κυβέρνηση να προβαίνει σε στροφή 180 μοιρών και στην ανάλογη συμφωνία με τους δανειστές: Παράταση της υιοθέτησης μέτρων λιτότητας για χρόνο μεγαλύτερο της λήξης του προγράμματος (2022) με πρόωρη παύση των δανεικών (2018).
Τώρα η Ελλάδα έχει δύο επιλογές: Η μία είναι να υπαχθεί άμεσα και έπειτα από εκλογές σε ένα νέο πρόγραμμα (την αναγκαιότητα του οποίου θα εξηγήσω σε επόμενο άρθρο μου), με νέους όρους και νέα προοπτική ελάφρυνσης τους χρέους προκειμένου να βγει επιτέλους στις αγορές πριν το 2021 και η άλλη είναι να συρθεί για μερικούς μήνες έτσι, με ένα νέο αφήγημα success story και παροχών από την κυβέρνηση ώσπου να φτάσει το ερχόμενο καλοκαίρι σε στενωπό, καθώς τότε έχουμε τη λήξη ομολόγων που δεν θα καταφέρουμε να αποπληρώσουμε, και στη συνέχεια να οδηγηθούμε σε εκλογές όπου η αποστολή της επόμενης κυβέρνησης θα είναι πάρα πολύ δύσκολη, και με μεγάλο πολιτικό κόστος, αφού αφενός θα πρέπει να προσφύγει σε βοήθεια με το νέο καθεστώς και αφετέρου της παραδίδεται από την σημερινή κυβέρνηση μια Ελλάδα της οποίας τα πόδια πυροβόλησε ο νυν Πρωθυπουργός με τις επιλογές του την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2015.
Του Γιάννη Τζιουρά
Διεθνολόγος- Πολιτικός Επιστήμονας
Υπ. Δρ. Νομικής ΑΠΘ