Το παρακάτω άρθρο αποτελεί τμήμα της εισήγησης του συγγραφέα στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε από την Κοβεντάρειο Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης σε συνεργασία με την Εταιρεία Δυτικομακεδονικών Mελετών στις 17.03.2019 στο Αρχοντικό Λασσάνη και δημοσιεύεται με αφορμή τη συμπλήρωση 150 χρόνων από το θάνατο του Γεωργίου Λασσάνη στις 07.07.1870.
Η πόλη της Κοζάνης έχει να επιδείξει μία σειρά από σημαντικούς ανθρώπους κατά τη διάρκεια της ιστορικής της πορείας τόσο στο χρόνο όσο και στην εξέλιξη του νεότερου ελληνικού κράτους. Μία από αυτές τις προσωπικότητες είναι και ο Γεώργιος Λασσάνης, ο οποίος εξέφρασε την ανιδιοτέλεια, τον πατριωτισμό και το όραμα της εθνικής απελευθέρωσης και χειραφέτησης.
Διάγουμε μία εποχή στην Ελλάδα -κι όχι μόνο- κατά την οποία έχουμε ανάγκη από ανθρώπους / προσωπικότητες – σύμβολα, όχι για να αναπαυθούμε στις δάφνες τους, όσο κυρίως για να προσδιορίσουμε τί είναι εκείνο που μπορούμε εμείς να πράξουμε, ποιο είναι το δικό μας καθήκον, αλλά και για να αντιληφθούμε τι η χώρα μας δημιούργησε και το οποίο μπορεί να ξαναδημιουργήσει. Δεν χάθηκαν οι άνθρωποι, αρκεί να πιστέψουμε σε αυτούς και να επιλέξουμε εκείνους, οι οποίοι μπορούν να εκφράσουν ένα αντίστοιχο όραμα.
Μία τέτοια προσωπικότητα – σύμβολο αποτελεί με το παράδειγμά του ο Γεώργιος Λασσάνης, ο οποίος στη διαδρομή του ως Φιλικός, ως δάσκαλος, ως λόγιος, ως πολεμιστής, ως υπουργός και ως δημόσιος λειτουργός συνέδεσε τη ζωή του με το όραμα της απελευθέρωσης και της δημιουργίας του νεότερου ελληνικού κράτους, ενώ κάλλιστα θα μπορούσε να ακολουθήσει μία ήρεμη πορεία, ζώντας στο εξωτερικό και εργαζόμενος στις επιχειρήσεις του Νικολάου Τακιατζή. Ωστόσο, συναίνεσε –κι εκεί φάνηκε το όραμά του «με λογισμό και μ’ όνειρο», όπως λέει ο Σολωμός στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους»- και έδωσε όλες του τις δυνάμεις τόσο για την εθνική απελευθέρωση όσο και μετέπειτα για την ανόρθωση του νεοσύστατου κράτους και της ελληνικής κοινωνίας που έβγαινε από την Εθνεγερσία ματωμένη και πεινασμένη.
Βιογραφία Γεωργίου Λασσάνη
Ο Γεώργιος Λασσάνης γεννήθηκε στην πόλη της Κοζάνης το 1793 σε ένα αρχοντικό παραδοσιακής μακεδονικής αρχιτεκτονικής, το οποίο σώζεται μέχρι σήμερα στην ομώνυμη πλατεία. Ο πατέρας του ονομαζόταν Ιωάννης Λάσκος-Σαπουντζής και ήταν ξάδερφος του Γεώργιου Αυλιώτη. Ως έμπορος σαπουνιών είχε κέντρο των εμπορικών δραστηριοτήτων την Αυστρία. Μεταξύ των ευεργεσιών στη γενέτειρά του ήταν και η κατασκευή μιας κρήνης. Η μητέρα του Γεώργιου Λασσάνη ονομαζόταν Κατερίνα Χατζηκλήμου και κρατούσε από τα Άγραφα της Θεσσαλίας. Ο Λασσάνης έμεινε σε μικρή ηλικία ορφανός, καθώς Αλβανοί κλέφτες λήστεψαν και σκότωσαν τον πατέρα του κατά την επιστροφή του από τη Βιέννη. Τα πρώτα γράμματα τα διδάχτηκε στη γενέτειρά του, έχοντας δασκάλους το Γεώργιο Λούιο και το Γεώργιο Γιαννάκη, ενώ διακρίθηκε για την ευφυΐα και τις καλές επιδόσεις του.
Ο Κοζανίτης μεγαλέμπορος Νικόλαος Τακιατζής, με εμπορικό οίκο στην Πέστη της Ουγγαρίας και υποκατάστημα στη Λειψία της Γερμανίας, εκτίμησε την ευφυΐα και τις ικανότητες του Λασσάνη και τον προσέλαβε γραμματέα στις επιχειρήσεις του. Σε ηλικία 20 χρονών ο Λασσάνης εγκαταλείπει την Κοζάνη και εγκαθίσταται στη Βουδαπέστη. Σε σύντομο χρονικό διάστημα αρραβωνιάζεται την κόρη του Τακιατζή, Αναστασία. Ο γάμος αυτός δεν έμελλε, ωστόσο, να πραγματοποιηθεί.
Έπειτα από τη διάλυση του αρραβώνα, ο Λασσάνης αποφάσισε να εγκαταλείψει τη θέση του γραμματέα στις επιχειρήσεις του Τακιατζή και μετέβη στη Λειψία για σπουδές. Οι σπουδές του πάνω στη φιλοσοφία και στην ιατρική διήρκησαν τέσσερα χρόνια. Σταδιακά, αυξήθηκε το ενδιαφέρον του για την απελευθέρωση των σκλαβωμένων Ελλήνων μέσω των επαφών του με άλλους Έλληνες λόγιους και εμπόρους. Το 1818 επισκέφτηκε τη Μόσχα και συνάντησε ομογενείς Έλληνες, οι οποίοι τον συναρπάζουν και τον μυούν στη Φιλική Εταιρεία. Ως απεσταλμένος της Φιλικής Εταιρείας δίδαξε στην Ελληνική Σχολή της Οδησσού, με στόχο να στρατολογήσει νέους για την ελληνική επανάσταση. Παράλληλα με την ενασχόλησή του στη Φιλική Εταιρεία, επιδόθηκε κατά την παραμονή του στη Ρωσία στη συγγραφή θεατρικών έργων, τα οποία ανέβηκαν στο ελληνικό θέατρο της Οδησσού.
Η προεπαναστατική του δράση συνεχίστηκε με έντονους ρυθμούς. Διορίζεται γραμματέας του Αλέξανδρου Υψηλάντη και αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στην οργάνωση της Επανάστασης. Τον Οκτώβριο του 1820 έχει επαφές με κορυφαίους Φιλικούς, ενώ ένα χρόνο αργότερα, κατά την κήρυξη της επανάστασης στη Μολδοβλαχία συμμετέχει ως υπασπιστής του Υψηλάντη και λίγους μήνες αργότερα ως χιλίαρχος του Ιερού Λόχου, ο οποίος αποδεκατίστηκε στο Δραγατσάνι. Με την καταστολή της επανάστασης στη Μολδοβλαχία, ο Υψηλάντης με το Λασσάνη κατέφυγαν στην Αυστρία, όπου τους συνέλαβαν οι Αυστριακοί και τους φυλάκισαν. Πέρασε εφτά χρόνια μέσα στις αυστριακές φυλακές, συγγράφοντας πατριωτικά ποιήματα. Αποφυλακίστηκε έπειτα από παρέμβαση του τσάρου Νικολάου Α΄ μαζί με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Ο αδερφός του Αλέξανδρου Υψηλάντη, Δημήτριος, στρατάρχης του Ελληνικού Στρατού, αναγνωρίζοντας τις πολύτιμες υπηρεσίες που πρόσφερε στον αδερφό του, τον διόρισε στρατοπεδάρχη του στρατού της Ανατολικής Ελλάδας, συμμετέχοντας στις τελευταίες μάχες των Ελλήνων κατά των Τούρκων (Λιβαδειά, Θήβα, Πέτρα). Με την απελευθέρωση της πατρίδας και την ανακήρυξη ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους κατέλαβε διάφορες θέσεις, όπως Επιθεωρητής του Στρατού, Νομάρχης Αττικής και γραμματέας επί των Οικονομικών. Το έτος 1834 παντρεύτηκε την Ευφημία Λιανοσταφίδα, αχαϊκής καταγωγής, αλλά δεν απόκτησαν παιδιά.
Σε ηλικία 77 χρονών άφησε την τελευταία του πνοή στην Αθήνα, χωρίς να ζήσει την απελευθέρωση της γενέτειράς του Κοζάνης. Έχοντας συγκεντρώσει μεγάλη περιουσία κατά τη διάρκεια της πολυτάραχης ζωής του, την κληροδότησε στη γυναίκα του, με τον όρο να μην την εκποιήσει. Μετά το θάνατό της, όρισε στη διαθήκη του να διατεθεί η ακίνητη περιουσία του ως κληροδότημα στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ωστόσο δεν ξέχασε την πόλη της Κοζάνης. Το Πανεπιστήμιο Αθηνών έπρεπε να δώσει έξι χιλιάδες (6.000) αργυρές δραχμές στη Σχολή της Κοζάνης από την εκποίηση της ακίνητης περιουσίας. Επίσης, ζήτησε να δημιουργηθούν δύο διαγωνισμοί, κωμωδίας και δράματος, και οι νικητές θα αμείβονταν με χίλιες (1.000) δραχμές ο καθένας. Ο Λασσάνειος Δραματικός Διαγωνισμός λειτούργησε επί είκοσι έξι (26) χρόνια, από το 1884 μέχρι και το 1910.
Στην Κοζάνη διασώζεται το πατρικό του σπίτι, το Αρχοντικό Λασσάνη, το οποίο έχει χαρακτηριστεί ως διατηρητέο οίκημα και μνημείο. Επίσης, σώζεται και η οικία Λασσάνη στην Αθήνα (Διογένους 1-3, Πλάκα), η οποία βρίσκεται απέναντι από το Ωρολόγιο του Ανδρονίκου Κυρρήστου (Πύργο των Αέρηδων) στη Ρωμαϊκή Αγορά και δίπλα στην πύλη του Μενδρεσέ. Οικοδομήθηκε κατά τη δεκαετία του 1830 και αποτελεί χαρακτηριστικό κτίσμα των αρχών της οθωνικής περιόδου. Η οικία Λασσάνη στην Αθήνα αποκαταστάθηκε από τη Διεύθυνση Αναστήλωσης Νεώτερων και Σύγχρονων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού κατά τη δεκαετία του 1980. Τα κτίρια φιλοξενούν σήμερα το Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων Φοίβος Ανωγειανάκης.
Ο Φιλικός Γεώργιος Λασσάνης
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Λειψία, ο Γεώργιος Λασσάνης ήρθε σε επαφή με Έλληνες εμπόρους και λόγιους της Διασποράς και επηρεάστηκε από τους λόγους του Γερμανού ιδεαλιστή φιλοσόφου Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε (Johann Gottlieb Fichte). Η επίδραση που δέχτηκε κατηύθυνε τη σκέψη του προς την ελληνική εθνική υπόθεση. Όταν τελείωσε τις σπουδές του το 1817, αναχώρησε για τη Μολδαβία, και, έπειτα από σύντομη παραμονή εκεί, μετέβη στη Ρωσία και τελικά εγκαταστάθηκε στην Οδησσό (1818).
Το όνομα του Λασσάνη συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο του Παναγιώτη Σέκερη με τα ονόματα εκείνων που μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία έως το 1818 και συνοδεύεται από την ακόλουθη σημείωση: «Γεώργιος Ιωάννη Λασσάνης. Από την Κοζάνη της Μακεδονίας. Χρόνων 25. Διά Κωνσταντίνου Χριστοδούλου Πεντεδέκα. Μόσχα 1818 Μαρτίου αη». Ως μέλος της Φιλικής Εταιρείας δραστηριοποιήθηκε για την προώθηση των σχεδίων της οργάνωσης και ταξίδευε συχνά σε άλλες ρωσικές πόλεις (Κισινιόφ, Μόσχα, Πετρούπολη), προκειμένου να έρθει σε επαφή με μέλη των εκεί ελληνικών παροικιών.
Ο Λασσάνης έγινε ένα τα πιο σημαντικά και δραστήρια μέλη στο παράρτημα της Φιλικής Εταιρείας στην Οδησσό. Το 1819 γνώρισε το Νικόλαο Υψηλάντη, μαζί με τους Αντώνιο Τζούνη και Ιωάννη Αμβρόσιο, και συνεργάστηκε μαζί του για τη μύηση νέων στελεχών στην Εταιρεία, όπως των αδελφών Γεωργίου και Νικολάου Μάνου, του Γρηγορίου Σούτσου και του Ιακώβου Ρίζου Νερουλού. Η δραστηριότητα αυτή του κύκλου του Νικολάου Υψηλάντη προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των παλαιότερων μελών της Εταιρείας στην Οδησσό και την Κωνσταντινούπολη, που έβλεπαν με καχυποψία τη δημιουργία ενός άλλου κέντρου εξουσίας. Τα ηγετικά στελέχη της Κωνσταντινούπολης θεωρούσαν ότι ο ενθουσιασμός και εν γένει η συμπεριφορά των νέων της Οδησσού έθεταν σε κίνδυνο την υπόσταση της Φιλικής Εταιρείας.
Οι διενέξεις των δύο πλευρών παραμερίστηκαν με την ανάληψη της αρχηγίας της Φιλικής Εταιρείας από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Στις 12 Μαΐου 1820, κατόπιν προτροπής των Φιλικών της Οδησσού, ο Λασσάνης απηύθυνε επιστολή προς τον Υψηλάντη να επισκεφθεί την πόλη. Ο νέος αρχηγός της Εταιρείας έφτασε εκεί στις αρχές Αυγούστου του ίδιου χρόνου και ο Λασσάνης ήταν από τους πρώτους που τον συνάντησε. Αμέσως κέρδισε την εμπιστοσύνη του πρίγκιπα, παραιτήθηκε από τη θέση του διδάσκοντος στην Ελληνoεμπορική Σχολή και διορίστηκε γραμματέας του. Αυτό αποτέλεσε την απαρχή μιας στενής συνεργασίας και φιλίας, που έμελλε να διαρκέσει ως το θάνατο του Υψηλάντη.
Την 1η Οκτωβρίου 1820 συνόδευσε τον Υψηλάντη στο Ισμαήλιο της Βεσσαραβίας, όπου λάμβανε χώρα η σύσκεψη στελεχών της Φιλικής Εταιρείας για τον καθορισμό του σχεδίου δράσης της οργάνωσης. Στη σύσκεψη αποφασίστηκε να αναβληθεί η έναρξη της Επανάστασης, που είχε οριστεί για το Νοέμβριο, και να δοθεί βάρος στην προετοιμασία του αγώνα στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Ο Γεώργιος Λασσάνης, με εντολή του Αλεξάνδρου Υψηλάντη, αναχώρησε την 1η Ιανουαρίου 1821 για το Ιάσιο με αποστολή την οργάνωση στρατιωτικών σωμάτων στις ηγεμονίες, καθώς και τη μύηση του ηγεμόνα της Μολδαβίας Μιχαήλ Σούτσου.
Στις 21 Φεβρουαρίου 1821 τα στρατεύματα υπό τον Αλέξανδρο Υψηλάντη περνούν τον ποταμό Προύθο και στις 23 του μήνα ο Υψηλάντης φτάνει στο Ιάσιο και κηρύσσει την Επανάσταση, εκδίδοντας την επαναστατική προκήρυξη «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», η συγγραφή της οποίας, όπως και των άλλων επαναστατικών προκηρύξεων του Υψηλάντη, αποδίδεται κατά το μεγαλύτερο μέρος στο Γεώργιο Λασσάνη. Την επόμενη ημέρα ο Λασσάνης διορίστηκε υπασπιστής του πρίγκιπα και χιλίαρχος του ελληνικού στρατού. Ο Λασσάνης πρωτοστάτησε και στην ίδρυση του Ιερού Λόχου. Στις 7 Ιουνίου 1821 πήρε μέρος στη μάχη του Δραγατσανίου και σώθηκε χάρη στη βοήθεια του Γεωργάκη Ολυμπίου.
Μετά την ανεπιτυχή κατάληξη της εκστρατείας ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, με τους αδελφούς του Νικόλαο και Γεώργιο και τον έμπιστο σύμβουλό του Γεώργιο Λασσάνη, εγκατέλειψε τις ηγεμονίες και κατέφυγε στο έδαφος της αψβουργικής μοναρχίας, όπου τους συνέλαβαν οι αυστριακές αρχές.
Ο πολεμιστής Γεώργιος Λασσάνης
Ο Φιλικός Γεώργιος Λασσάνης δεν κινούσε τα νήματα μόνο στο παρασκήνιο και μέσα από τη Φιλική Εταιρεία, αλλά βγήκε στο προσκήνιο και συμμετείχε ενεργά σε διάφορες μάχες, ακολουθώντας το όραμά του για την εθνική χειραφέτηση και αψηφώντας το θάνατο.
Στις αρχές Ιανουαρίου του 1821 φθάνει στη Βλαχία, όπου συναντάται με τους στρατιωτικούς ηγέτες της περιοχής. Ταυτόχρονα, έρχεται σε επαφή με τον Μιχαήλ Σούτσο και τον πρωθυπουργό του Ιάκωβο Ρίζο Νερουλό και διαπραγματεύεται τη βοήθειά τους, ώστε να διαβεί ο Υψηλάντης τον Προύθο για την κήρυξη της επανάστασης. Παρά τις όποιες αντιρρήσεις προέβαλλε αρχικά -και χάρη στη διπλωματική ικανότητα του συμβούλου του Υψηλάντη-, ο ηγεμόνας δέχθηκε τελικά να διευκολύνει τα σχέδια των Φιλικών, προσφέροντας μάλιστα και την περιουσία του για τον Αγώνα.
Μετά την επιθυμητή εξέλιξη των διαμεσολαβητικών του προσπαθειών, ο Γεώργιος Λασσάνης αναχώρησε για το Κισνόβι της Ρωσίας. Εκεί θα ασχοληθεί με την κατάρτιση ενός στρατιωτικού ποινικού κώδικα που θα αφορά στις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις. Παραμονές της Επανάστασης, παίρνει μέρος στην τελευταία σύσκεψη στο σπίτι του Υψηλάντη, όπου εργάζεται για τη σύνταξη σχετικής προκήρυξης. Στις 21 Φεβρουαρίου, τα ελληνικά στρατεύματα περνούν τον Προύθο και την επομένη της κήρυξης της Επανάστασης (24.02.1821) ο Υψηλάντης απονέμει στους συνεργάτες του στρατιωτικά αξιώματα. Ο Λασσάνης ανάγεται σε πρώτο υπασπιστή και χιλίαρχο του ελληνικού στρατού. Πρωτοστάτησε και στην ίδρυση του Ιερού Λόχου, του επίλεκτου στρατιωτικού σώματος των Φιλικών, που φαίνεται ότι οργάνωσε και διεύθυνε μαζί με τον Δρακούλη.
Στις 7 Ιουνίου 1821, πήρε μέρος στη μάχη του Δραγατσανίου και σώθηκε (μαζί με τον Γεώργιο Γεννάδιο) χάρη στη βοήθεια του Γεωργάκη Ολύμπιου. Μετά την ήττα των στρατιωτικών τους δυνάμεων και τη συνειδητοποίηση ότι ήταν αδύνατο να συνεχιστεί ο Αγώνας στις ρουμάνικες χώρες, ο Υψηλάντης με τους αδελφούς του και τον έμπιστό του σύμβουλο κατέφυγαν στην Αυστρία. Παρά τις όποιες εγγυήσεις κατόρθωσε να εξασφαλίσει ο Λασσάνης για τον ηγεμόνα και τον ίδιο, οι δυο τους συνελήφθησαν από τις αυστριακές αρχές και φυλακίστηκαν. Αρχικά Θα κρατηθούν στο φρούριο του Munkats (1821-1823) και στη συνέχεια στο Theresienstadt (1823-1827). Στο ποίημα με τίτλο «Φυλακή», που έγραψε κατά την περίοδο αυτή, περιγράφει, αφενός, τις κακουχίες των έγκλειστων συλληφθέντων επαναστατών και, αφετέρου, καυτηριάζει τη στάση της Αυστρίας:
«… Ω τέρας ολοκέφαλον…! Τέρας χωρίς καρδίαν,
χωρίς κανένα αίσθημα φιλάνθρωπον, γενναίον,
πολιτική απάνθρωπη, άσπλαχνη και δολία,
Τι τάχα εκατόρθωσες, αν με κρατείς κλεισμένον;»
Ο Κοζανίτης αγωνιστής με αίτησή του προς τις αυστριακές αρχές, επικαλούμενος κλονισμό της υγείας του από τις άσχημες συνθήκες διαβίωσης που επικρατούσαν στη φυλακή, ζήτησε τον Ιανουάριο του 1827 την αποφυλάκισή του και την έκδοση διαβατηρίου προκειμένου να μεταβεί στη Λειψία, η οποία απορρίφθηκε.
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, στα πρόθυρα του θανάτου, αποφυλακίστηκε μαζί με τους συντρόφους του από την Theresienstadt (σημ. Τερεζίν) το Νοέμβριο του 1827 και, έπειτα από περιπλανήσεις σε διάφορες πόλεις της αυστροουγγρικής μοναρχίας, κατέληξαν στη Βιέννη στις 10 Δεκεμβρίου. Ο Λασσάνης παρέμεινε δίπλα στον πρίγκιπα έως το τέλος της ζωής του (31 Ιανουαρίου 1821).
Μετά το θάνατο του Υψηλάντη συναντήθηκε στο Μόναχο με το Βαυαρό βασιλιά Λουδοβίκο Α’, ενώ επισκέφθηκε και άλλες γερμανικές πόλεις, καθώς και το Παρίσι. Στη γαλλική πρωτεύουσα υπεραμύνεται του ρόλου του Αλέξανδρου Υψηλάντη, που είχε επικριθεί για την αποτυχία του κινήματος στις Ηγεμονίες, δημοσιεύοντας άρθρα σε γαλλικές εφημερίδες. Έχοντας εξασφαλίσει τη στήριξη των Γάλλων και κυρίως του υπουργού των Ναυτικών, θα επιβιβαστεί σε γαλλικό πολεμικό πλοίο για να συνεχίσει το ταξίδι του. Φθάνει στην επαναστατημένη χώρα τον Ιούλιο του 1828 και αναλαμβάνει (μετά από σύσταση του Καποδίστρια) χρέη στρατοπεδάρχου Αττικής και Βοιωτίας, υπό τη γενική εποπτεία του Δημήτριου Υψηλάντη. Θα πολεμήσει στο Σεβένικο, στο Μαρτίνο, στη Θήβα, καθώς και στην τελευταία μάχη του Αγώνα στην Πέτρα Βοιωτίας (Σεπτέμβριος 1829). Εκεί διαπραγματεύτηκε μαζί με το Φιλήμονα τους όρους για τη συνθηκολόγηση των Τούρκων.
Ο δάσκαλος Γεώργιος Λασσάνης
Ο Γεώργιος Λασσάνης βρέθηκε ως απεσταλμένος της Φιλικής Εταιρείας στην Οδησσό το φθινόπωρο του 1818. Η επιλογή της συγκεκριμένης πόλης ως ικανοποίηση των οραμάτων του είχε να κάνει με το χαρακτήρα και το ρόλο της Οδησσού, η οποία εκτός από εμπορικό λιμάνι, λειτούργησε και ως δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσα στη δεσποτική Ανατολή και στη Δύση του Διαφωτισμού, ένα ιδιότυπο χωνευτήρι ιδεολογιών και καινοτομιών. Εκεί εργάστηκε ως καθηγητής σε ένα από τα καλύτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Οδησσού, μαζί με τον Κωνσταντίνο Βαρδαλάχο και το Γεώργιο Γεννάδιο από το Βουκουρέστι (που διετέλεσαν διευθυντές της σχολής). Στη σχολή εισήγαγε την αλληλοδιδακτική μέθοδο διδασκαλίας, που εφαρμοζόταν ήδη στη γερμανική εκπαίδευση. Η διάδοσή της στα προεπαναστατικά σχολεία ήταν περιορισμένη και εφαρμόστηκε για πρώτη φορά σε σχολεία της Επτανήσου, με πρωτοβουλία του Αθανάσιου Πολίτη, στο Ιάσιο από τον Γεώργιο Κλεόβουλο και στην Οδησσό από το Γεώργιο Λασσάνη.
Ο λόγιος Γεώργιος Λασσάνης
Ο Λασσάνης εκτός από μέλος της Φιλικής Εταιρείας, οργανωτής της Επανάστασης, έξοχος εκπαιδευτικός στην Ελληνοεμπορική Σχολή της Οδησσού, ανέπτυξε, παράλληλα, πλούσια πνευματική και πολιτική δράση και παρουσίασε μία σημαντική συγγραφική παραγωγή. Ως απαύγασμα των παραπάνω δημοσίευσε άρθρα σε εφημερίδες, συνέταξε σχολικά συγγράμματα, μετέφρασε Γερμανούς συγγραφείς, έγραψε και σκηνοθέτησε τραγωδίες, τις οποίες παρουσίασε στο τοπικό θέατρο. Γνώστης της γαλλικής, της γερμανικής και της ρωσικής γλώσσας ασχολήθηκε τόσο με την πρωτότυπη συγγραφή όσο και με μεταφράσεις. Μαζί με το φίλο και συνάδελφό του στην ελληνική εμπορική σχολή, Γεώργιο Γεννάδιο, απέδωσαν στη δημώδη ελληνική γλώσσα διάφορα αποσπάσματα από γερμανικά διδακτικά βιβλία, ενώ συνέθεσαν και μια εξάτομη Στοιχειώδη Εγκυκλοπαίδεια, που εκδόθηκε στη Μόσχα το διάστημα 1819-1821. Το έργο αυτό, που εισήγαγε ο Γεννάδιος στην Ακαδημία του Βουκουρεστίου, συγκέντρωνε το σύνολο των εγκύκλιων μαθημάτων που διδάσκονταν στη δεύτερη τάξη. Στην «Προκήρυξιν», που δημοσίευσαν μαζί στο «Λόγιο Ερμή» το 1819 καταθέτουν το δικό τους μανιφέστο για την παιδεία: «Η ευδαιμονία ενός έθνους γενικώς, και μερικώς εκάστου ατόμου, κρέμεται από την εξ απαλών ονύχων καλήν ανατροφήν των μελλόντων πολιτών…». Ο Λασσάνης μετέφρασε, επίσης, το γερμανικό μυθιστόρημα του Αουγκούστ Λα Φονταίν «Αριστομένης και Γόργος», που αντλούσε το θέμα του από την αρχαία Ελλάδα.
Ο Λασσάνης πίστευε ότι η πνευματική αναγέννηση συνδέεται άρρηκτα με την εθνική χειραφέτηση. Καθώς το θέατρο απετέλεσε ένα ιδιότυπο μέσο μαζικής ενημέρωσης της εποχής, αναδείχθηκε μαζί με τα σχολεία, τα βιβλία και τον περιοδικό τύπο ένας από τους πιο ενδεδειγμένους τρόπους ανάπτυξης των εθνικών ιδεών και ενίσχυσης του αγωνιστικού φρονήματος των υπόδουλων Ελλήνων. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η συγγραφή δύο δραματικών έργων για τη σκηνή της Οδησσού, με στόχο να ενδυναμώσει τα πατριωτικά αισθήματα των ομογενών για την προετοιμασία του Αγώνα. Ως βασικό σκοπό τους έχουν να ταυτίσουν την έννοια της Τυραννίας με τον οθωμανικό ζυγό και να εμπνεύσουν αισθήματα επαναστατικότητας και απελευθέρωσης από τη δουλεία του κατακτητή. Καθόλου άσχετα με την επαναστατική ιδεολογία και τη φιλοσοφία του κινήματος του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, αλλά και με τον τεράστιο αντίκτυπο της Γαλλικής Επανάστασης, τα αντιτυραννικά έργα του Λασσάνη διασταυρώνονται με το εθνικιστικό αίτημα του κυρίαρχου τα χρόνια αυτά στην Ευρώπη, Ρομαντισμού. Οι δύο τραγωδίες, οι οποίες αντλούν τη θεματογραφία τους από την αχραιότητα, εκτός από το ότι θα καταδικάσουν τον θεσμό της Τυραννίας ως συνώνυμο της υποκρισίας, της δωροδοκίας και της δειλίας και θα ταυτίσουν τη βασιλική εξουσία με το αίμα, θα οραματιστούν αμυδρά και την μετά την απελευθέρωση εποχή, το κλίμα της εμφύλιας διχόνοιας και την ελπίδα ενός «δημοκρατικού» πολιτεύματος, που θα πάρει, στο μέλλον, ποικίλες μορφές.
Πρόκειται για το μονόπρακτο δράμα «Η Ελλάς και ο Ξένος» και την τραγωδία «Αρμόδιος και Αριστογείτων», που ανέβασε με επιτυχία (ως σεναριογράφος, σκηνοθέτης και ηθοποιός) στο τοπικό θέατρο το 1819 και 1820. Τα κείμενα αυτά (από τα οποία το ένα είχε αφιερωθεί στο Ρήγα και τους άλλους νεκρούς αγωνιστές) κυκλοφόρησαν με διαφορετικούς τίτλους και υπέστησαν κάποιες μεταβολές από τη λογοκρισία. Τα δυο αυτά έργα εκδόθηκαν και σε βιβλίο, με το Λασσάνη να φέρει το φιλολογικό ψευδώνυμο Γοργίας Λυσανίας. Στα θεατρικά του έργα ανήκει, επίσης, το δράμα «Ο Αρνησίθρησκος του Μοριά», που συνέγραψε μαζί με το Γερμανό φίλο του, Χάρο Πάουλ Χάρινγκ (ζωγράφος και ποιητής), και το οποίο τυπώθηκε στο Μπράουνσβαϊγκ.
Η συνολική λογοτεχνική του παραγωγή, στην οποία περιλαμβάνονται και μερικά εθνικού περιεχομένου ποιήματα, γραμμένα στη φυλακή, δεν έχει τόση σημασία από φιλολογική όσο από ιδεολογική σκοπιά, καθώς και για τις ιστορικές πληροφορίες που μας παρέχει. Από τα καθαρά ιστορικά του έργα αναφορά πρέπει να γίνει στην «Ιστορία της Ελλάδος από το 1300 έως το 1814», αποτελούμενη από τρία τμήματα, από τα οποία δημοσιεύτηκε μόνο η Τρίτη Εποχή. Δικά του είναι, επίσης, τα δοκίμια «Εξηγήσεις για την προετοιμασία της Ελληνικής επανάστασης» (Aufschlüsse über die Vorbereitungen zur Griechischen Insurrection) και το «Στρατιωτικόν της Ελλάδος». Το τελευταίο κείμενο είναι μια συνοπτική αφήγηση της ιστορίας των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων από το 1821 έως και την άφιξη του Όθωνα.
Τέλος, ο Γεώργιος Λασσάνης ήταν ο συντάκτης πολλών ημερησίων διαταγών και προκηρύξεων του Υψηλάντη, καθώς και της έκκλησης των επαναστατών της Μολδοβλαχίας προς τον τσάρο Αλέξανδρο Α’.
Ο υπουργός Γεώργιος Λασσάνης
Στο χειρόγραφο του «Το Στρατιωτικόν της Ελλάδος», ο Γεώργιος Λασσάνης προβαίνει σε μία καλή ανάλυση της κατάστασης που επικρατούσε στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, ενώ στο τέλος του κειμένου κάνει λόγο για τη «χαρμόσυνον αγγελίαν», την άφιξη του Σωτήρα της χώρας, όπως αποκαλεί τον Όθωνα: «Αλλ’ εν τω μεταξύ έφθασε και η χαρμόσυνος αγγελία περί της στερρεάς της Ελλάδος τύχης. Η προσορινότης, παραίτιος τόσων δυστυχημάτων, εξορίζετο πλέον διά πάντα από την Ελλάδα, και ο πρίγκιψ Όθων της Βαυαρίας επροσδιορίσθη να γείνη θεμελιωτής της υπάρξεως και της ευδαιμονίας της Ελλάδος».
Η εγκατάσταση του Όθωνα στην Ελλάδα ως πρώτου βασιλιά του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και οι σχέσεις που διατηρούσε ο Λασσάνης με τον πατέρα του, Λουδοβίκο, τον οποίον είχε συναντήσει στο Μόναχο, μετά την αποφυλάκισή του από τους Αυστριακούς, θα του ανοίξει το δρόμο για μία πολιτική καριέρα. Ο πρόεδρος της τότε επιτροπής Αντιβασιλείας που ορίστηκε, καθώς ο Όθωνας ήταν ανήλικος, ο κόμης Josef Ludwig von Armansperg, θα τον διορίσει Γραμματέα επί των Οικονομικών από 13.02.1836 έως 02.02.1837 στην Κυβέρνηση Ιωσήφ Αρμανσμπέργκ και από 02.02.1837 έως 21.03.1837 στην Κυβέρνηση Ιγνάτιου φον Ρούντχαρτ, από όπου παραιτήθηκε. Με την ιδιότητα του γραμματέα των Οικονομικών, ο Λασσάνης φαίνεται να διανέμει σε φίλους του καθεστώτος «πολύτιμες εθνικές γαίες, ιδιαίτερα στις εύφορες και προσοδοφόρες περιοχές της βόρειας Πελοποννήσου που παρήγαν σταφίδα», εκμεταλλευόμενος το νόμο περί προικοδοτήσεως. Αμέσως μετά, διετέλεσε Γενικός Επίτροπος Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου από το 1837 ως το 1839.
Στα επόμενα χρόνια θα διορισθεί Νομάρχης Αττικής και Βοιωτίας. Τέλος, το έτος 1868 έλαβε το βαθμό του υποστρατήγου.
Ο δημόσιος λειτουργός Γεώργιος Λασσάνης
Ως δημόσιος λειτουργός, ο Γεώργιος Λασσάνης συνέταξε μία έκθεση τον Ιούλιο του 1856, όντας Νομάρχης Αττικής και Βοιωτίας, για τους λήσταρχους της εποχής. Το έργο αυτό είναι ένα διεξοδικό κείμενο για την δράση του Νταβέλη, του Καλαμπαλίκη κ.ά. και αποτελεί μια εμπεριστατωμένη μαρτυρία τόσο για τον τρόπο που δρούσαν οι ομάδες αυτές, όσο και για τις συνήθειες της εποχής εκείνης. Η «Έκθεσις περί Ληστείας» (γενική επιμέλεια Έλλη Δρούλια, εισαγωγή – μεταγραφή Στάθης Κουτρουβίδης) αποτελεί ένα σημαντικό ντοκουμέντο, το οποίο απευθύνει ο συγγραφέας ως ανώτερος δημόσιος αξιωματούχος στο υπουργείο Εσωτερικών, προκειμένου να ενημερώσει τις αρχές για τα χαρακτηριστικά, τα γενεσιουργά αίτια και τους ενδεδειγμένους τρόπους αντιμετώπισης του φαινομένου της ληστείας.
Η Έκθεσις αποκαλύπτει έναν πρόδρομο του Κωνσταντίνου Καραβίδα, του δημοσίου υπαλλήλου που χάρη στην πολύχρονη και ενδελεχή μελέτη του στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του κατά τα χρόνια του Μεσοπολέμου άφησε ένα εξαιρετικό έργο, γεμάτο προτάσεις για τη θεσμική και οικονομική συγκρότηση της χώρας. Ομοίως, ο Λασσάνης προβαίνει σε μια σειρά από εύστοχες προτάσεις για την αντιμετώπιση της ληστείας, με γνώμονα την αποτελεσματικότητα της αστυνόμευσης, την εξοικονόμηση χρημάτων και την κατά το δυνατόν αποσύνδεση των σχετικών υπηρεσιών από πελατειακές στοχεύσεις.
Επίλογος
Εμβαθύνοντας στις ημέρες και στα έργα του Γεωργίου Λασσάνη διαπιστώνεται ο νεωτερικός του χαρακτήρας και αποκαλύπτεται η κριτική συγγραφική του πένα, που περιγράφει, αποδίδει με εμπεριστατωμένο τρόπο τα γεγονότα, αναλύει και, τέλος, καταθέτει προτάσεις για την επίλυση των όποιων προβλημάτων.
Η σύντομη αυτή διαδρομή στις ημέρες και στα έργα του Λασσάνη πιστεύω ότι μας δίνει δυνατά επιχειρήματα για να μπορέσουμε να αποδώσουμε σε αυτόν τον όρο homo universalis και να τον θεωρούμε ως τον ιδανικό άνθρωπο της Αναγέννησης. Καθίσταται σαφές ότι ο Γεώργιος Λασσάνης αποτελεί μία πολυσχιδή προσωπικότητα με ποικίλα ενδιαφέροντα, πολύπλευρη δράση και ενεργή συμμετοχή στη διαμόρφωση του νεότερου Ελληνικού κράτους. Αφενός, η καλλιέργεια και η μόρφωσή του τον καταδεικνύουν ως έναν από τους σημαντικότερους λόγιους της εποχής του, έστω κι αν ο ίδιος δεν εξέδωσε τα περισσότερα έργα του. Αφετέρου, η ενεργή συμμετοχή του στην Επανάσταση αποδεικνύει ότι τα λόγια του έγιναν πράξη, όπως συμβαίνει σε κάθε ρομαντικό ριζοσπάστη ιδεολόγο οποιασδήποτε εποχής.
Οφείλουμε, λοιπόν, ως Δήμος και ως Δημοτική Βιβλιοθήκη της Κοζάνης, αποτείνοντας ένα μικρό φόρο τιμής τόσο στο Γεώργιο Λασσάνη όσο και σε άλλους μεγάλους Κοζανίτες, να θέσουμε ως προτεραιότητα και να προβούμε άμεσα σε αυτές τις ενέργειες, στοχεύοντας, αφενός, στην προμήθεια όσων από τα κείμενα τους δε διαθέτουμε στις συλλογές της βιβλιοθήκης, και, αφετέρου, ενώνοντας το έργο τους στο γενέθλιο τόπο να αναδείξουμε τις προσωπικότητές τους.