-Χάμπο, τα ‘μαθες;
-Τι να μάθω Κάκο;
-Αυτόνα, λέει, τον γαργαλάνε αφνοί, αλλά αυτός, λέει, αντιστέκεται.
-Που αντιστέκεται Κάκο; Δεν καταλαβαίνω ντιπ;
-Α ρε Χάμπο, τον γαργαλάνε, θα λα πει, να κάνει εκλογές κι αυτός εκεί! Όταν έρθει η ώρα τους, λέει?!
-Τον γαργαλάνε λέει;
-Ναι!
-Αφνοί;
-Ναι για.
-Και αυτός δε γαργαλιέται;
-Δε γαργαλιέτα ντιπ!
-Έ τότε αφνοί δεν είναι επιτήδειοι!
-Λες;
-Θυμάσαι Κάκο που το παίζαμε παιδιά;
– Ναι Χάμπο, θυμάμαι.
-Κάθομάσταν και γαργαλούσε ο ένας τον άλλο και νικούσε όποιος δε θα γελούσε!
-Έ αυτός όλο θα νικούσε όταν ήταν μικρός!
-Ναι για. Ήταν το ριζικό τ από μικρός.
-Και γιατί ο ευλογημένος δε γαργαλιέται να μη σφίγγεται άλλο πια;
-Έλα ντε, γιατί;
-Γιατί πείσμωσε Χάμπο. Γι’ αυτό!
-Ναι, είναι να μη πεισμώσει κανείς. Μένα η θεία μ’ η Πελάσα, πλέκανε οι γριές με το τσιγκελάκι κι είχε καθεμιά τα δικά της τα σχέδια. Τα μοτίφ!
-Ναι Χάμπο. Κι η θκια μ’ η θεία έπλεκε. Μαζί πλέκανε για. Δε δίνανε σκέδια η μία στην άλλη ντιπ!
-Ναι για. Δε δίναν! Κι αν δε τη γαργαλούσανε να πει το σχέδιο, κι αυτή εκεί. Δεν έλεγε ντιπ.
-Και θκια μ’ Χάμπο. Κι θκια μ’δεν έλεγε ντιπ. Κι όσο η γαργαλούσανε τόσο αυτή μουλάρωνε.
-Πε το ευλογημένη την έλεγαν οι γριές. Κόκκινη έγινες. Θα σκάσεις! Πίησή σου ανέβηκε. Αυτή εκεί! Δε γαργαλιόταν ντιπ.
-Έγραφε ποιήματα η θεία ς η Πελάσα Χάμπο;
-Όι ρε. Πίεση ήθελε να πει η άλλη κι έλεγε πίηση. Ποιήματα γράφω γω.
-Α πε ένα Χάμπο.
-Θα σε πω ένα, αλλά δεν είν’ θκο μ’. Θα σε πω όμως ένα ταιριαστό όπου το έγραψε ο παλιός ο πρωθυπουργός, ο αποστάτης ο Νόβας.
– Α πε αυτό τότε Χάμπο.
-Θα στο απαγγέλλω με στόμφο αλλά, γιατί του πάει…
Κι ήταν τα στήθη σου
Άσπρα σαν τα γάλατα
Και μούλεγες
Γαργάλατα