-Γεια σου, Κάκκο. Καφέ θα πιούμε;
-Γεια σου, Χάμπο. Φυσικά. Αφού σε περίμενα. Πετράκη, δύο περιποιημένα καφεδάκια, σε παρακαλώ.
-Πως παν τα κέφια;
-Ας τα λέμε καλά, Χάμπο.
-Θα τα φέρουμε βόλτα; Θα δούμε κανένα χαΐρι; Τι λες και συ;
-Εγώ, Χάμπο, δεν το ξέρω αυτό. Μετά απ’ αυτά που πέρσάμε, με τον έναν και με τον άλλον, με δικούς μας και με ξένους φωστήρες, δεν ξέρω τι να πω πια!
-Κι όμως, Κάκκο, πιστεύω πως θα έπρεπε να είσαι πιο αισιόδοξος.
-Ναι, έεε; Και δε με λες, που το στηρίζεις αυτό; Μπορώ να μάθω κι εγώ;
-Μπορείς, Κάκκο. Θα σου εξηγήσω. Είν’ απλό.
-Για πε. Είμαι περίεργος.
-Μ’ αυτά και μ’ αυτά και μ’ όλους αυτούς που είπες, μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο, συνεχώς, όλο και κάτι χάναμε. Σωστά;
-Σωστά, Χάμπο. Έχει δέκα χρόνια, γεμάτα, όπως το λες, μέρα τη μερα, χρόνο το χρόνο, όλο και ζημιώναμε.
-Όταν, λοιπόν, ξεκίνησε αυτή η περιπέτεια, ήσουν καλά;
-Έεε, πως δεν ήμουν, Χάμπο. Οικονομικά, ποιος λίγο, ποιος πολύ, καλά ήμασταν. Συ δεν ήσουν;
-Πως δεν ήμουν, Κάκκο, αυτό σου λέω…
-Οι καφέδες σας…
-Γεια στάσου, βρε Πετράκη, να σε ρωτήσω κάτι.
-Ρώτα, Χάμπο, τι θες;
-Εσύ, παράδειγμα, πριν δέκα χρόνια, ήσουν, οικονομικώς, καλά;
–Έεε, ήμουν, Χάμπο. Από σήμερα πολύ καλύτερα ήμουν.
-Άρα, όπως όλοι, τότε είχες και τώρα δεν έχεις, σωστά;
-Σωστά. Ψέματα θα λέμε μεταξύ μας τώρα;
-Που το πας, βρε Χάμπο, δεν καταλαβαίνω.
-Κάτσε, Κάκκο. Θα δεις! Και δε μου λες, Πετράκη, τότε που είχες τον τρόπο σου, το 2010 ας πούμε, τι φοβόμουν;
-Τι φοβόμουν; Όταν άκουσα πως έρχονται οι δύσκολες μέρες, φοβόμουν μη χάσω ό,τι είχα. Με ξεπέσω, δηλαδή.
-Ακριβώς. Κατάλαβες, τώρα, Κάκκο;
-Έτσι κι έτσι…
-Ποιος φοβάται, βρε Κάκκο, μη χάσει;
-Αυτός που έχει!
-Άαα μπράβο. Τώρα έχεις;
-Όχι. Ποιος έχει; Κανείς δεν έχει.
-Παλιά μπράβο. Και φοβάσαι;
Όχι, Χάμπο. Τώρα τι να φοβηθώ; Μη τυχόν και χάσω αυτά που δεν έχω;
-Έχει δίκιο ο Χάμπος. Φοβάται μη τυχόν χάσει αυτός που έχει. Αυτός που δεν έχε πια, τι να φοβηθεί;
-Έτσι, Πετράκη. Εμάς που δεν έχουμε πια πρέπει οι άλλοι τώρα να μας φοβούνται! Πρέπει να μας φοβούνται, γιατί δεν έχουμε πια τίποτα να χάσουμε!