Η χάραξη θαλασσίων συνόρων και ο καθορισμός των θαλασσίων ζωνών αποτελούν κρίσιμη παράμετρο για την εκμετάλλευση και προστασία των πλουτοπαραγωγικών πηγών. Τα οικονομικά οφέλη από τις παραπάνω δράσεις προκαλούν συχνά έντονες τριβές ανάμεσα σε γειτονικά κράτη τα οποία συχνά αμφισβητούν τα όρια των θαλασσίων ζωνών, πολλές φορές μάλιστα οι ισχυρισμοί αυτοί δεν βρίσκουν κανένα έρεισμα στο δίκαιο της θάλασσας είτε το συμβατικό είτε το εθιμικό.
Οι εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και σε άλλες θαλάσσιες περιοχές στην υφήλιο, όπως στη Νότια Σινική Θάλασσα, καθιστούν ολοένα και μεγαλύτερη την ανάγκη εξεύρεσης ενός τρόπου για την βέλτιστη αξιοποίηση των φυσικών πόρων που εντοπίζονται στις θαλάσσιες ζώνες, ιδίως στην υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ. Σύμφωνα με το δίκαιο της θάλασσας, η υφαλοκρηπίδα εκτείνεται κατά κανόνα μέχρι τα 200 ναυτικά μίλια από τις γραμμές βάσεις, ενώ τα δικαιώματα κάθε κράτους επί αυτής ισχύουν ipso facto και ab initio, σε αντίθεση με την ΑΟΖ η οποία πρέπει να ανακηρυχθεί από το παράκτιο κράτος. Στις οριοθετημένες θαλάσσιες περιοχές, το κράτος στο οποίο ανήκουν οι θαλάσσιες ζώνες είναι αυτό που ασκεί αποκλειστικά κυριαρχικά δικαιώματα. Όμως, το ζήτημα γίνεται πιο δύσκολο σε όμορα κράτη που λόγω της γεωγραφικής του στενότητας οι θαλάσσιες ζώνες τους δεν είναι οριοθετημένες και πρέπει να οριοθετηθούν, καθώς η μεταξύ τους απόσταση είναι μικρότερη των 400 ναυτικών μιλίων, ενώ παράλληλα και οι ισχυρισμοί των όμορων κρατών ως προς τις θαλάσσιες ζώνες αλληλοεπικαλύπτονται.
Τα παράκτια όμορα κράτη, βάσει του δικαίου της θάλασσας, σε περιοχές που δεν είναι οριοθετημένες και μέχρι την τελική συμφωνία οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών τους οφείλουν να τηρούν ορισμένες υποχρεώσεις. Πρώτον, οφείλουν να τηρούν μία θετική υποχρέωση, δηλαδή να καταβάλουν κάθε προσπάθεια να συνάπτουν προσωρινές συμφωνίες πρακτικής φύσεως με καλή πίστη και δεύτερον υπέχουν και μία αρνητική υποχρέωση, ήτοι να καταβάλουν κάθε προσπάθεια να μη διακινδυνεύουν ή να μην εμποδίζουν τη σύναψη της τελικής συμφωνίας οριοθέτησης. Για το πότε μία μονομερής ενέργεια διακινδυνεύει ή εμποδίζει τη σύναψη της τελικής συμφωνίας οριοθέτησης, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης έχει κρίνει σε αρκετές αποφάσεις του, διαφοροποιώντας την άποψή του ανάλογα με το αν πρόκειται για μονομερείς ενέργειες έρευνας ή αν πρόκειται για μονομερείς ενέργειες που επεμβαίνουν πιο δραστικά και κατά τρόπο μόνιμο στο θαλάσσιο περιβάλλον και στους φυσικούς πόρους, θεωρώντας τις δεύτερες ότι με βεβαιότητα έρχονται σε αντίθεση με την αρνητική υποχρέωση των κρατών.
Όσον αφορά τη θετική υποχρέωση, τα κράτη υποχρεούνται να συνάπτουν με καλή πίστη προσωρινές συμφωνίες πρακτικής φύσεως, αυτές οι συμφωνίες συνάπτονται με σκοπό την προσωρινή αξιοποίηση των φυσικών πόρων και των θαλασσίων ζωνών μέχρι την σύναψη τελικής οριοθετικής συμφωνίας. Συνηθέστερες μορφές τέτοιων συμφωνιών που έχουν συναφθεί στην πάροδο του χρόνου είναι οι λεγόμενες Joint Development Agreements ή Joint Fishery Agreements, πρόκειται ουσιαστικά για συμφωνίες με τις οποίες τα κράτη αποφασίζουν να οριοθετήσουν προσωρινά τις θαλάσσιες ζώνες τους και να εκμεταλλεύονται κάποιο τμήμα των θαλασσίων περιοχών είτε από κοινού είτε κατά μονάς μέχρι την τελική οριοθέτηση προκειμένου να ικανοποιηθούν κατά το δυνατόν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί στην υπό οριοθέτηση θαλάσσια περιοχή. Τα κράτη μπορούν να συμφωνήσουν και να διαμορφώσουν, όπως αυτά επιθυμούν, τις προσωρινές συμφωνίες πρακτικής φύσεως, διαμορφώνοντας τους όρους της συμφωνίας για την βέλτιστη αξιοποίηση των φυσικών πόρων της θαλάσσιας περιοχής σεβόμενοι φυσικά και την ανάγκη προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος και διατήρησης των φυσικών πόρων.
Από την ανωτέρω σύντομη ανάλυση του νομικού καθεστώτος των μη οριοθετημένων θαλάσσιων περιοχών προκύπτει ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τα όμορα κράτη να προσπαθήσουν να επιλύσουν την οριοθετική τους διαφορά, όμως μέχρι αυτό να συμβεί αυτό, υπέχουν σαφείς υποχρεώσεις που δεν πρέπει να παραβιάζονται, παράλληλα αν υπάρχει καλοπιστία υπάρχουν και τρόποι συνεργασίας για την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων μιας μη οριοθετημένης θαλάσσιας περιοχής.