Το ζήτημα περί της ταυτότητας του «Αστέρος» που ως προπομπός οδήγησε του Μάγους στον νεογέννητο Χριστό ως βρέφος, αποτελεί ένα ζήτημα υπαρκτό από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες έως σήμερα. Επιχειρώντας εδώ να παρέχουμε τεκμηριωμένη απάντηση, αρχικά ας δούμε τι περίπου είδαν οι Μάγοι. Κατά τον ευαγγελιστή Ματθαίο, οι Μάγοι παρατήρησαν τον Αστέρα στην Ανατολή, ερμηνεύοντάς τον ως σύμβολο υψίστης γεννήσεως (Μτ 2:2). Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει πως είδαν το φαινόμενο περί την ανατολή του Ηλίου ή απλά την ώρα που εμφανίσθηκε – ανέτειλε το άστρο και όχι απαραίτητα ότι το παρατήρησαν από περιοχή της Ανατολής. Σε ορισμένες αρχαίες ερμηνευτικές προσεγγίσεις, οι ψυχές των ανθρώπων αντιστοιχούν σε κάποιο άστρο και γενικά προέρχονται από το σύμπαν. Συνέβαινε λοιπόν να σημανθούν οι ψυχές ενδόξων κατά την γέννηση ή και τον θάνατό τους από μια ιδιαίτερη εμφάνιση ενός αστέρος. Π.χ. στους αρχαίους Έλληνες, ο πλανήτης που σήμερα αποκαλούμε διεθνώς Mercury, όταν παρατηρούνταν κατά την ανατολή, λογίζονταν ως ο Απόλλων και υπό προϋποθέσεις μπορούσε να ερμηνευθεί ως οιωνός μιας σημαίνουσας γέννησης. Αντίστοιχα όταν εμφανίζονταν περί την δύση του Ηλίου, θεωρούνταν ως ο Ερμής ψυχοπομπός και αντίστοιχα μπορούσε και να συνδεθεί με το άγγελμα ενός θανάτου, όπως στην περίπτωση του Μ. Αλεξάνδρου. Η ταύτιση των δύο θεοτήτων με τον ίδιο πλανήτη, μάλλον προέκυψε από τον μύθο της Χιώνης (Ovidius Naso, Metamorphoses, XI, 301-317).
Ακολουθώντας το απόκρυφο «Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου», ο αστέρας της Γεννήσεως ήταν ασυνήθιστου μεγέθους και το φως του καθιστούσε αδύνατη την παρατήρηση κάθε άλλου αστέρος (Ψευδο-Ἰάκωβος, Πρωτευαγγέλιο, 21.2-3). Παρόμοια είναι και η περιγραφή του Ψευδο-Ματθαίου, στον οποίο οι Μάγοι λένε πως ο αστέρας έδειχνε σαν το μεγαλύτερο ανάλογο σώμα από καταβολής Κόσμου (Ψευδο-Ματθαίος, 13.7). Το αν γνώριζαν οι Μάγοι παλαιότερες σχετικές προφητείες, όπως του Ησαΐα ή του Βαλαάμ (κάτι για το οποίο γίνεται συχνά λόγος σε υμνολογικά κείμενα) είναι αβέβαιο (Αριθμοί 24:15-17. Βλ. και Ησαΐας, 9:2. Πρβλ. και L. Ouspensky, Η εικόνα στο φως της ορθόδοξης παράδοσης, 126). Δεν αποκλείεται, πάντως, τέτοια κείμενα να ήταν διαθέσιμα δια του Δανιήλ / Βαλτάσαρ (Δανιήλ 2:48).
Παρά τη διαμάχη αιώνων για το ποιό ουράνιο φυσικό φαινόμενο ήταν ο «Αστήρ» της Γεννήσεως (Δ. Σιμόπουλος, Το Άστρο των Χριστουγέννων, 11-41), ήδη σε μεγάλους πατέρες του 4ου -5ου αιώνα η απόδοση σε φυσικό αστέρα ήταν απορριπτέα. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος, απέρριψε, πειστικά, την περίπτωση να ήταν όντως κάποιο είδος αστέρος (Ὑπόμνημα εἰς τὸν Άγιον Ματθαίον τὸν Εὐαγγελιστὴν, ΣΤ΄, PG 57, 64-65), ενώ ο Γρηγόριος ο Θεολόγος ερμήνευσε ορθά τον «Αστέρα» ως Άγγελο Κυρίου (Λόγος ΝΒ΄, «Περὶ προνοίας», PG 38, 463).
Στους πρώιμους εικονογραφικούς τύπους, ο αστέρας άλλοτε δακτυλοδείκτεται, τονίζοντας το Μτ 2:2, άλλοτε απλά στέκεται πάνω από τη Βρεφοκρατούσα ως προσκύνηση στον οίκο ή επί του Χριστού στη Φάτνη. Στην περίπτωση των ψηφιδωτών του Αγίου Απολλιναρίου της Ραβέννας, ο αστέρας αναπαρίσταται ως προπομπός τον οποίο ακολουθούν πορευόμενοι οι Μάγοι, με τον καλλιτέχνη να αντλεί, μάλλον, από το Ης 9:2. Εκεί εκτελέσθηκε ως οκτάκτινος αστέρας μέσα σε έναν μεγαλύτερο αστέρα, επίσης οκτάκτινο. Στην περιοχή της Ιταλίας και ειδικά την παράδοση των Ετρούσκων η 16κτινη απεικόνιση συνδέθηκε με την δημιουργία του Κόσμου, τις ουράνιες περιοχές και τον Ιερό Γάμο (Cicero, De Divinatione, II, 18, 42. Βλ. και Martianus Capella, De nuptiis Mercurii et Philologiae, Ι, 44–61).
Χαρακτηριστικό της απόδοσης του αστέρος ως Αγγέλου είναι μια παράσταση «Προσκύνησης των Μάγων» από την Εκκλησία της Πόρπης/ Tokali Kilisse του 11ου αιώνα, οι οποία σημαίνεται με την επιγραφή «ΟΙ ΜΑΓΥ ΑΣΤΡΟΛΟΓΟΥΝΤΕC». Σε αυτήν οι Μάγοι παρατηρούν χαρακτηριστικά στον ουρανό όχι κάποιον αστέρα, αλλά τον προπομπό Άγγελο. Συχνά ο τελευταίος φιλοτεχνήθηκε ως περιπατών προπορευόμενος, όπως στην παράσταση της Γεννήσεως από την Sopocani του 1260-1265 π.Χ. Το αργότερο από τον 6ο αιώνα, οι Άγγελοι της εικόνας της Γεννήσεως φιλοτεχνούνταν εναλλακτικά στον ως σκηπτροφόροι. Πρόκειται για ένα τύπο ο οποίος αναπαράχθηκε στην συνέχεια, όπως στην «Προσκύνηση» του φ. 287f από τον Κώδικα «Ομιλίες του Γρηγορίου Ναζιανζηνού» (Pars Bibl. Nat. gr 510) του 879-883 μ.Χ. και τη ψηφιδωτή «Γέννηση» της Ι. Μ. Δαφνίου (1080-1099 μ.Χ.). Το σκήπτρο αποδίδει τον Άγγελο ως προπομπό αστέρα, αλλά όπως και ο αυλός, τον οποίο θα συναντήσουμε στον αυλητή ποιμένα αργότερα, αποτελούν από την αρχαιότητα συμβολισμούς ηλιακής λατρείας και εν προκειμένω του Χριστού ως Ήλιου, εκ μέρους του οποίου αποστέλλεται ο «έναστρος» Άγγελος. Κατά τον Μακρόβιο το σκήπτρο ως ηλιακό διάσημο, συμβολίζει τη δύναμη του ήλιου, ο οποίος διέπει τα πάντα (Macrobius, Saturnalia, I, 21.8-9).
Ο Άγγελος στην εικόνα της Γεννήσεως επίσης πολύ νωρίς, εκτελέσθηκε ως ιπτάμενος πάνω από τον όμιλο των Μάγων. Αυτό συμβαίνει σε μια παράσταση «Προσκύνησης των Μάγων» του 6ου αιώνα της Συλλογής του Μουσείου των Επιζεφύριων Λοκρών, όπως συμβαίνει σε ανάλογη παράσταση του 737-744 μ.Χ. από την Αγία Τράπεζα του δούκα Rachis, σήμερα στο Museo Cristiano di Cividale del Friuli (L. Chinellato, «Il battistero di Callisto, l’altare di Ratchis e i marmi del Museo Cristiano. Spunti per una rilettura», Forum Ioulii 35 (2011): 60, εικ. 1).
Πολύ σπάνια, προς τα ύστερα βυζαντινά χρόνια και αφού πρώτα απεικονίσθηκαν οι Μάγοι ως ιππείς, εισήχθη ο τύπος του εφίππου Αγγέλου. Τον συναντούμε π.χ. σε παραστάσεις της Γεννήσεως του 1296/7 μ.Χ. από τον Άγιο Αχίλλειο στο Arilje του, του 1376-1381 μ.Χ. από τη Μονή Marco των Σκοπίων, στα τέλη του 14ου αιώνα στη Μονή Μολυβοσκεπάστου και το 1400-1401 μ.Χ. στους Αγίους Τρεις στην Καστοριά (Ε. Ν. Τσιγαρίδας, Καστοριά. Κέντρο ζωγραφικής την εποχή των Παλαιολόγων (1360-1450), 288, εικ. 213). Από τα μεταβυζαντινά παραδείγματα του τύπου αναφέρουμε εδώ σχετικές απεικονίσεις το 1483 στο Μεγάλο Μετέωρο το 1483 και το 1548 στην Μονή Βαρλαάμ Μετεώρων (Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Ελληνική Τέχνη – «Βυζαντινές Τοιχογραφίες», 199 και 259, εικ. 65).
Βασική διαφορά του Αγγέλου των Μάγων από αυτού των Ποιμένων είναι ο τρόπος κλήσης τους. Οι μάγοι δεν έβλεπαν Άγγελο αλλά «Αστέρα», γι΄ αυτό και απεικονίζονται απλώς να τον ακολουθούν ως προπομπό χωρίς να επικοινωνούν μέχρι την προσκύνηση. Εξάλλου η μεγάλη γνώση αποκαλύπτεται στα μυστήρια. Απαιτούν από τους μύστες συγκεκριμένες προϋποθέσεις, τις οποίες οι Μάγοι δεν εκπλήρωναν χριστιανικά, όντας ακόμα εθνικοί. Αντίθετα οι ποιμένες ευαγγελίζονται (G. Krug, Σημειώσεις ενός Εικονογράφου, 80).
Για τον Ν. Γκιολέ, η προσωποποίηση του προπομπού Αστέρος αποτελεί πρόσληψη από την αυτοκρατορική τάξη, αφού για να γίνει κάποιος δεκτός σε ανάλογη ακρόαση, όφειλε να οδηγηθεί από έναν σχετικό επιτετραμμένο (Ν. Γκιολές, «Ο Αστέρας στη χριστιανική τέχνη», στο Δ. Σιμόπουλος (επιμ.), Το άστρο των Χριστουγέννων, 101). Αυτό όμως μπορεί να συμβαίνει μόνο εν μέρει. Στη βυζαντινή εικόνα της Γεννήσεως, η σύνθεση έχει πρακτικά μόνο έναν Αστέρα – Ήλιο και αυτός δεν είναι ο προπομπός των Μάγων Άγγελος. Είτε πρόκειται για τον Τριαδικό Θεό ως Φως, είτε για πρόσωπό της Αγίας Τριάδος. Δεν ξενίζει η παράσταση του πατριάρχου Ιακώβ, ο οποίος κρατά τον αστέρα ως αλληγορία του Μεσσία κατά το Αρ 24:17, στο έργο των Αστραπάδων στον Άγιο Γεώργιο του Staro Nagoričane κατά το 1318 μ.Χ. (Κ. Καλοκύρης, Ἀπό τὸν κύκλο τῶν μεγάλων ἑορτῶν: το Δέντρο τῶν Χριστουγέννων, ἡ Φάτνη & ὁ Ἀστέρας. Οἱ Κανόνες τῶν Χριστουγέννων καὶ τοῦ Πάσχα, οἱ Εἰρμοί τῶν Φώτων, 110-111). Διαφορετικά λειτουργεί ο αστέρας και δεν σημαίνεται τόσο απόλυτα στους αυτόνομους τύπους της «Προσκύνησης των Μάγων». Έτσι στην περίφημη μεταβυζαντινή εικόνα του Μ. Δαμασκηνού από τη Συλλογή Εικόνων της Αγίας Αικατερίνης των Σιναϊτών στο Ηράκλειο, ο Άγγελος των Μάγων φιλοτεχνήθηκε ταυτόχρονα και ως αστέρας (Μ. Κωνσταντουδάκη – Κιτρομηλίδου, «Προσκύνηση των Μάγων», στο Μ. Μπουρμπουδάκης (επιμ.), Εικόνες της Κρητικής Τέχνης. Από τον Χάνδακα ως την Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη, 451 κ.ε., αρ. κατ. 97. Βλ. και Ν. Γκιολές, ό.π., 101).