Η επιστολογραφία στον Πόντο αποτέλεσε διαχρονικά ένα είδος λογοτεχνίας, που ξεκίνησε αμέσως με την ανακάλυψη της γραφής από τον άνθρωπο. Από την αρχαιότητα οι Έλληνες χρησιμοποίησαν αυτόν τον έμμεσο τρόπο επικοινωνίας, προκειμένου να μεταφέρουν τα ανθρώπινα συναισθήματα, τις σκέψεις και τις εντολές.
Χιλιάδες επιστολές από διοικητικά, πολιτικά και θρησκευτικά κέντρα αποτελούν για τους ιστορικούς τα αδιάψευστα τεκμήρια της ιστορίας και του πολιτισμού κάθε λαού και χώρας.
Αυτή λοιπόν η επιστολική λογοτεχνία, που κατά κόρον χρησιμοποιήθηκε από τους βυζαντινούς και πέρασε αναλλοίωτη στα χρόνια της τουρκοκρατίας, αποτελεί σήμερα ένα πεδίο μελέτης και έρευνας για τους σύγχρονους μελετητές.
Στο βυζαντινό και τουρκοκρατούμενο Πόντο οι επιστολές ( τα γράμματα ) καταδείκνυαν το μορφωτικό και παιδευτικό επίπεδο του ποντιακού ελληνισμού στα χρόνια εκείνα.
Αυτή η προσωπική επιστολογραφία στο μεγαλύτερο μέρος της έχει, χαθεί με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν αρκετά τεκμήρια για να κατανοήσουμε τον τρόπο σκέψης της δημόσιου λόγου αλλά και των απλών ανθρώπων.
Η επιστολή ήταν από μόνη της ένα λογοτεχνικό κείμενο, που εμπεριείχε πέρα από τα λογοτεχνικά διαμάντια, στοιχεία, που αποκάλυπταν τα ψυχικά χαρίσματα του γράφοντος όσο και την κοινωνική πραγματικότητα, μέσα στην οποία ζούσαν οι πομποδέκτες αυτών των πληροφοριών.
Στην ποντιακή επιστολογραφία διαφαίνεται ο διάχυτος ιδεαλισμός και ουμανισμός καθώς και οι θρησκευτικές και κοινωνικές αξίες της εποχής.
Τα επιστολόχαρτα ( τα κόλλας) ήταν αντικείμενα κομψότητας με διαχρονική αξία, γι’ αυτό ο γράφων φρόντιζε να είναι αισθητικά κομψά και ευπρεπισμένα.
Η γλώσσα, που χρησιμοποιούσαν, ήταν η αττική διάλεκτος, εμπλουτισμένη με στερεότυπες ποντιακές εκφράσεις μόνο στους χαιρετισμούς και τους επιλόγους.
Το περιεχόμενο απέφευγε λεπτομερειακές περιγραφές τις καθημερινότητας. Ήταν μεστό και λιτό, με υπαινιγμούς και συναισθηματικές εξάρσεις.
Στον επίλογο καταγράφονταν οι προσδοκίες, οι ευχές και κάποια υπονοούμενα.
Η επιστολογραφία διδάσκονταν στα σχολεία του Πόντου ως απαραίτητη γνώση, που θα εξυπηρετούσε τις οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες των ανθρώπων μιας εποχής, που
η επικοινωνία διεκπεραιώνονταν αποκλειστικά με την επιστολή.
Ιδιαίτερα ο ξενιτεμός και η μετανάστευση αποτέλεσαν τον κύριο λόγο επιστολογραφικής επικοινωνίας των ξενιτεμένων με τους οικείους τους.
Ο κύριος τόπος μετανάστευσης των Ποντίων υπήρξε η νότια τσαρική Ρωσία.
Αυτή η διαδικασία της συνομιλίας με τα γράμματα λειτούργησε τόσο καταλυτικά στις ανθρώπινες σχέσεις, ώστε δεκάδες τραγούδια γράφτηκαν από τον ανώνυμο ποιητή για το γράμμα και την αναγκαιότητα, που αυτό εξυπηρετούσε.
Το γράμμα ήταν το βάλσαμο και το γιατρικό για τον πόνο και τη νοσταλγία ( νόστο ) εκείνη την εποχή.
Η προσμονή του, η αναγκαιότητα και η επιθυμία για τα νέα του ξενιτεμένου έδιναν ιδιαίτερη βαρύτητα στα γράμματα και τις επιστολές. Αυτή η επιθυμία γίνονταν τραγούδι μεταξύ των ερωτευμένων, που τους χώρισε ο ξενιτεμός:
Γράφτω γράμμαν και στείλω ‘σε μετ’ έναν χελιδόνι,
εποίκα την δοθήν αθε και ‘ς σ’ όνομαν τ’ εσόν –ι
Κύρην και μάναν, που αφήν’ και πάει ‘ς σην ξενιτείαν,
γράμμαν και χασλούχ’ πρέπ’ να στείλ’ τα δύο μήνας μίαν..
Οι επιστολές από και προς τον παραλήπτη ακολουθούσαν έναν προκαθορισμένο τρόπο προσφώνησης ανάλογα με την ιδιότητα του παραλήπτη.
Ας δούμε τους εκφραστικούς κώδικες της επιστολογραφίας στον Πόντο:
Στην αρχή της επιστολής και στο αριστερό άκρο της σελίδας γράφονταν το όνομα ή ο τίτλος του προσώπου, στο οποίον στέλνονταν η επιστολή και ο τόπος της διαμονής του. Μετά γράφονταν η ημερομηνία και ο τόπος του αποστολέα.
Η επιστολή άρχιζε με σύντομη προσφώνηση στον παραλήπτη.
Μετά την προσφώνηση άρχιζε η διήγηση, το κύριο θέμα, που έπρεπε να είναι σύντομο και κατανοητό.
Μετά ακολουθούσε ο επίλογος, που ήταν ανάλογος με την αξία και τη θέση, που κατείχε ο παραλήπτης και η επιστολή έκλεινε με την υπογραφή και τη σφραγίδα του γράφοντα.
Τη σφραγίδα την έλεγαν και βούλα, γιατί τα χρόνια εκείνα ήταν μικρής διαμέτρου.
Ας δούμε τον τρόπο γραφής μιας οπισθόγραφης φωτογραφίας ενός πόντιου μετανάστη από τη Γιάλτα της Κριμαίας, Γαβριηλίδη Ιωάννη.
Στην μεν φωτογραφία φαίνεται καθαρά η αρχοντιά και ο πλούτος των ποντίων μεταναστών στην τσαρική Ρωσία, που επιδόθηκαν στο εμπόριο και στην εξαγωγή αγροτικών και άλλων προϊόντων από τα λιμάνια της Κριμαίας στις χώρες του Ευξείνου και της Μεσογείου θάλασσας. Στο οπισθόγραφο της φωτογραφίας διαφαίνεται η ευγένεια και το μορφωτικό επίπεδο, που είχαν οι πόντιοι μετανάστες στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.
(Οπισθόγραφο φωτογραφίας)
Εν Γιάλτα τη 15η Αυγούστου του 1921.
Εις χωρίον Καρμούτ Αργυρούπολης.
Σεβαστέ μοι, θείε Λάζαρε ( Αθανασιάδης)
Σας αποστείλω τας απαρωθυμίας μου, από βάθους ψυχής και καρδίας, εις σε και την γυναίκαν σου.
Προ ημερών ήμουν εις Συμφερούπολην και έμαθα υπό του Χαραλάμπους ( Σπυρίδη) τα καλά της πολυτίμου υγείας σας. Ευχαριστώ τον ύψιστον Θεόν.
Δια το γνωστόν πρόβλημα της υγείας μου, απεφάσισα να υπάγω για ίανσην στην Βιέννη και την Πόλη και στη συνέχεια για θεραπεία στη Γιάλτα.
Όσον αφορά τις εμπορικές αποστολές αποφάσισα να στείλω μόνον δύο τρία βαγόνια με εμπόρευμα στην Ελλάδα.
Η τελική μου απόφαση είναι η εξής: Άν η Άγκυρα γίνει ελληνική, όλη μας η οικογένεια θα συγκεντρωθεί εκεί … Άλλως θα έρθετε όλοι μαζί στη Γιάλτα….!
Εδώ τα μέρη είναι παραδεισένια, ανώτερα και από αυτά της Τραπεζούντος.
Σας διαβιβάζω τους γλυκυτάτους ασπασμούς μου.
Ο ανεψιός σας : Ιωάννης Γαβριηλίδης
Γιάλτα. Κουτουζόφσκαγιας Νο 4 Αριθμός 2