Ο Ρομαντισμός ως καλλιτεχνικό – αισθητικό και διανοητικό κίνημα της Ευρώπης κάνει την πρώτη του εμφάνιση στη Γερμανία στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα. Το κίνημα αυτό προκύπτει ως αντίδραση α) στην αρμονία, την αναλογία και την ισορροπία που επέτασσαν οι αισθητικές αξίες του κλασικισμού και β) στον ορθολογικό ή αλλιώς λογοκρατικό τρόπο σκέψης που πρέσβευε ο Διαφωτισμός.
Ο Ρομαντισμός είναι το κίνημα που δίνει έμφαση στο συναίσθημα και τη φαντασία. Ο «ρομαντικός» καλλιτέχνης έλκεται από την υποβλητικότητα της φύσης, νιώθει δέος μπροστά της και το συναίσθημα αυτό προσπαθεί να το αποτυπώσει στο έργο του. Ο καλλιτέχνης της περιόδου αυτής αποζητά τη φυγή από την πραγματικότητα, την απομόνωση του ώστε να αφοσιωθεί στην τέχνη του ανεπηρέαστος από την «αλλοτριωμένη» αστική πραγματικότητα. Ως εκ τούτου στρέφει την προσοχή του προς την τοπιογραφία (ζωγραφική), τις παραδόσεις, τους λαϊκούς μύθους και θρύλους κ.α.
Ωστόσο το καλλιτεχνικό αυτό ρεύμα όχι μόνο εκδηλώθηκε ετεροχρονισμένα στην υπόλοιπη Ευρώπη αλλά δεν είχε ποτέ έναν σαφή «ορισμό-μανιφέστο» ο οποίος να προσδιορίζει με σαφήνεια κάποια σταθερά αισθητικά χαρακτηριστικά. Ο Βίκτωρ Ουγκώ, στον οποίο θα αναφερθούμε αυτή την εβδομάδα με αφορμή την επέτειο γέννησής του στις 26 Φεβρουαρίου 1802, δίνει τον εξής ορισμό για το τι είναι «Ρομαντικό»: «Φιλελευθερισμός στη λογοτεχνία. Συνδυασμός του αλλόκοτου με το τραγικό ή το έξοχο (απαγορευμένος από τον κλασικισμό) απόλυτη αλήθεια της ζωής».
Ο γαλλικός ρομαντισμός εμφανίζεται τελευταίος στη σειρά μετά τον γερμανικό και τον αγγλικό. Η Lilian Furst ισχυρίζεται πως η καθυστέρηση αυτή οφείλεται σε δύο παράγοντες. Ο πρώτος είναι η διατήρηση της νεοκλασικής παράδοσης που προϋπήρχε και ο δεύτερος τα πολιτικά γεγονότα που παρεμβλήθηκαν-ιδιαίτερα η Γαλλική Επανάσταση το 1789. Στη Γαλλία το ρομαντικό καλλιτεχνικό κίνημα συνδέεται στενά με πολιτικές και θρησκευτικές διαμάχες. Πράγματι με την εμφάνισή του στη Γαλλία ξεσπάει έντονη διαμάχη μεταξύ πατριωτών- φιλομοναρχικών-καθολικών και προοδευτικών-φιλελεύθερων.
Ο Βίκτωρ Ουγκώ αποτελεί έναν από τους επικεφαλείς του ρομαντικού κινήματος στη γαλλική λογοτεχνία. Αν και διεθνώς είναι γνωστός για τα μυθιστορήματά του «Οι Άθλιοι» (1862) και «Η Παναγία των Παρισίων» (1831) στην πατρίδα του αναγνωρίζεται για το επαναστατικό και αμφιλεγόμενο ποιητικό του στυλ.
Συγγραφείς και καλλιτέχνες συναντώνται στο σαλόνι του Ουγκώ. Το σπίτι του είναι τόπος πνευματικής δραστηριότητας σε μια περίοδο που συντελείται μια λογοτεχνική επανάσταση. Την εποχή αυτή ολοκληρώνει την «Παναγία των Παρισίων», ένα ιστορικό μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται στο Παρίσι του Μεσαίωνα. Στο μυθιστόρημα αυτό ο Ουγκώ προβάλει πολλά κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, ιδίως την εξέλιξη των «απλών ανθρώπων» σε σημαντική πολιτική δύναμη. Το ιστορικό μυθιστόρημα, την περίοδο του ρομαντισμού γνώρισε μεγάλη επιτυχία η οποία εν πολλοίς οφείλεται στο ζωηρό ενδιαφέρον των Ρομαντικών για το «ένδοξο» παρελθόν το οποίο εξιδανικεύεται ως «παλιός καλός καιρός».
Οι «Άθλιοι» αποτελούν για τον Ουγκώ τεράστια εμπορική επιτυχία. Επιτυχία, η οποία πιθανώς οφείλεται στον Γιάννη Αγιάννη τον κεντρικό χαρακτήρα του μυθιστορήματος, ο οποίος εξωθούμενος στην παρανομία αφενός από την αδικία των νόμων και αφετέρου από την ακαμψία των κοινωνικών συμβάσεων, οδηγείται στο περιθώριο και τον υπόκοσμο. Επιθυμία του Ουγκώ, την οποία εκφράζει και στους «Αθλίους» είναι η συμφιλίωση της επανάστασης με την φιλανθρωπία και την επιείκεια.
Ο Βίκτωρ Ουγκώ πεθαίνει στις 22 Μαΐου του 1885 σε ηλικία 83 ετών.