-Άαα, ρε αυτοί θα με σκάσουν!
-Ποιοι βρε Κάκκο;
-Αυτοί μωρέ…που κάθομαν μαζί τους πριν έρθεις…
-Άαα, κατάλαβα Κάκκο. Κατάλαβα!
-Καλά που ήρθες βρε Χάμπο και βρήκα διακιολογία κι έφυγα απ’ το τραπέζι τους.
-Έεε, βρε Κάκκο. Κι ήθελες και δικαιολογία να φύγεις; Σήκω και φύγε εν ψυχρώ και μη λες και τίποτα!
-Σωστά Χάμπο. Τέτοιος είμαι! Η ευγένεια θα με φάει εμένα…
-Μα βρε Κάκκο. Εγώ χαζός είμαι; Ούτε που το σκέφτομαι να κάτσω μαζί τους και να ανοίξω και πάρλα. Τους αποφεύγω, που λες, για να μη χαλάω τη ζαχαρένια μου…
-Μα, να μου λεν βρε Χάμπο πως όλα είναι καλώς καμωμένα…και πως να κάνω υπομονή, λέει, γιατί μετά, εκτός από αυτά που μας δώσανε, λέει, θα μας δώσουνε κι άλλα, λέει. Αρκεί να τους δώσουμε την ευκαιρία, λέει!
-Αμάν βρε Κάκκο είσαι. Αυτοί βρε γίνηκαν σα τους κράχτες στο παζάρι τις Τετάρτες, που τους ακούς να κράζουν : “Έλα κόσμε, πάρε – πάρε”. Παλιά λέγανε: “Έλα κόσμε, διαλέχτε – διαλέχτε”…
-Ά γεια σου Χάμπο. Λαϊκή γίναμε: “Έλα κόσμε, πάρε – πάρε”.
-Τώρα θυμήθηκα κι άλλο Κάκκο: “Πάρε κόσμε, τ’ αφεντικό τρελάθηκε και τα ‘βαλε όλα τζάμπα”!
-Ό,τι θέλουμε δηλαδή, ε Χάμπο;
-Ό,τι τραβάει η ψυχή σου Κάκκο. “Έλα τώρα που γυρίζει” λέγαν παλιά στα πανηγύρια στη ρουλέτα.
-Ξες τι με θυμώνει Χάμπο;
-Αϊνστάιν δεν είμαι, αλλά μπορώ και να το μαντέψω Κάκκο.
– Με πειράζει που μέχρι τώρα οι ντελάληδες κράζανε “Έλα βάλε – βάλε” …όπως στη ρουλέτα για, στα πανηγύρια…γιατί “βάλε – βαλε” ήτανε για. Και τώρα…το γύρισαν: “Έλα κόσμε, πάρε – πάρε”!
-Αυτό ακριβώς για Χάμπο. Εσύ βρε είσαι Αϊνστάιν.
-Τι Αϊνστάιν και Μαϊνστάιν βρε Κάκκο. Άκουσα τα τελευταία που λέγατε και κατάλαβα τι συζητάτε.
-Βρε καλώς το Γιάννε… Έλα βρε Γιάννε, κάτσε μαζί μας. Να κάτσε εδώ…
-Να κάτσω Χάμπο. Να κάτσω και να πω και γω το κοντό μου και το μακρύ μου.
-Για πε δέσκαλε. Ξέρεις πως τη γνώμη σου τη μετράμε εμείς!
-Μικρός αλήτευα, και πήγα ένα ταξίδι στην Ευρώπη με το τρένο. Έβγαζες τότε ένα εισιτήριο για ένα μήνα και ταξιδεύεις μ’ αυτό όπου ήθελες στην Ευρώπη…φθηνά!
-Ναι. Θυμάμαι…Λοιπόν;
-Λοιπόν…πήρα το τρένο Μιλάνο -Ρώμη. Χριστούγεννα ήτανε…κι εκεί έπιασα συζήτηση…ας το πούμε συζήτηση…μ’ έναν Ιταλό κομμουνιστή!
-Κι ήξερε Ελληνικά ο Ιταλός ή ήξερες μήπως εσύ Ιταλικά Γιάννε;
-Ούτε το ένα, ούτε το άλλο και ούτε και Αγγλικά ήξερε…γρι!
-Και πως κάνατε συζήτηση για;
-Έβγαλε απ’ την τσέπη του, που λες Χάμπο, πέντε νομίσματα Ιταλικά, και μ’ έδειχνε πως εγώ είχα πέντε νομίσματα και αυτός και τρεις άλλοι, που ήταν στο κουπέ του τρένου μαζί μας, δεν είχαν καθόλου. Κι έπρεπε, έδειχνε με παντομίμα δηλαδή, να τα μοιραστούμε, ένα εγώ, ένα αυτός και από ένα άλλοι τρεις για να έχουμε όλοι από ένα. Κι αυτό ήτανε ο κομμουνισμός…
-Εντάξει. Κατάλαβα. Με τα νομίσματα λοιπόν και με την νοήματα…
-Ναι Κάκκο. Αλλά δεν μπόρεσα κι εγώ να του πω, πως αυτό ήταν το δύσκολο. Πώς κάπως…με κάποιο τρόπο, πρέπει να βγάλουμε τα πέντε νομίσματα…Κι άμα μια φορά τα βγάλουμε, μετά τα μοιράζουμε…Γιατί αν είν’ οι πέντε μας να βγάλουμε μισό, τότε βράσε όρυζα. Τι να μοιράσουμε στα πέντε; Το μισό; Κάποιοι πρέπει να βγάλουμε τα πέντε, φίλε Ιταλέ, καλή σου ώρα όπου και να ‘σαι…
-Δεν ειν’ λοιπόν θα έλεγες στο φίλο σου τον Ιταλό, “Έλα κόσμε πάρε – πάρε”…Έτσι Γιάννε;
-Ακριβως Χάμπο. Είναι και : “Έλα κόσμε βγάλε – βγάλε”!