Ντὶπ στοὺ τυχαίου μὶ λιέει ἡ μάνναμ’ τοὺ προυΐ, «κιρὸς πανιά-κιρὸς πιδγιά». Κι τὶ θέλ’ νὰ πῆ αὐτόσισια ἡ λόγους, ἀ ρὰ μάννα; Νὰ, μὶ λιέει, εἶνι κιρός, π’ τὰ κουρίτσια μπουροῦν νὰ ὑφάν’ στοὺν ἀργαλειό τα ἀ κι νὰ φκιάσν τὰ σπάργανα κι τὰ πανιὰ π’ θὰ χρειάζουνταν ἀργότιρα γιὰ τὰ πιδγιά τις, ἰπειδὴς αὐτὰ εἶχαν πουλὴ δλειά κι ἰπηξιργασία, γιὰ νὰ γένουνταν ἀσπριδιρά, γαλατσιάνκα κι μαλακά. Αὐτάϊας τὰ πανιὰ τἄλιγαν κι μὶ μνιὰ ἄλλ’ σύνθητ’ λέξ’, κου..πανα. Δὲν τ’γράφου ὅλ’, ἀμπουτὶς (=ἰπειδὴς) ἀντρέπουμι. Ὕστιρα ἅμα παντρεύουνταν, κι φάσκιουναν τὰ κούτσκα τις, δὲν θὰ μπουροῦσαν νὰ ὑφάν’ ἰτότις κι νὰ φκιάσν τὰ μουρουδγιακά, ἀπ’ λέν’ οἱ γναῖκις. Εἶνι κιρός, νὰ φκιάσουμι τὰ πανιὰ μὶ τν ὥρα μας γιὰ ὄντας μᾶς χρειαστοῦν, κι κιρὸς νὰ φκιάσουμι τὰ πιδγιά μας, ὅταν μὶ τοὺ καλὸ θέλ’ ‘νἄρθν. «Σμάζουξέμι φόντας μὴ βρεῖς, γιὰ νὰ μ’ἔχς φόντας μὶ χρειαστῆς», ἴλιγι ἡ θκόζμας ἡ Τρανός.
Τοὺ κάθι πρᾶμα στοὺν κιρότ’ κι ἡ κουλιὸς τοὺν Αὔγουστου, ἡ σαρδέλλα τοὺν Μάη, οἱ τσιγαρίδις τοὺν Γινάρ’, ἡ λίγδα τοὺν χειμῶνα, ἡ παστὸς κι ἡ σκουρδάρ’ στοὺν θέρου.
Αὐτοῦϊας σιακάτ’ κα’ τς θάλασσις αὐτὴν ‘μπαροιμία ‘νἴλιγαν λίγου ἀλλιῶς. Ἴλιγαν «πανιά, κουπχιά». Ἤθιλναν νὰ ποῦν, ὅτ’ «ἅμα ἔχ’ ἀέρα τέντουναν τὰ πανιὰ κι τραβοῦσι τοὺ καΐκ’ τς μπρός. Ὅμους ἅμα ἔπιφτι ἡ ἀέρας, τότις τσάκουναν τὰ κουπχιὰ κι μὶ κόπουν προυχουροῦσαν».
ΣμΠαλιὰ Διαθήκ’, στοὺν Ἰκκλησιαστῆ κιφ. 3ου, ἔχ’ τ’λέξ’ κιρός, ἔτσιας ὅπους ‘νεἶπι ἡ μάνναμ’, καμνιὰ 29 ζβγάργια φουρές, «Τοῖς πᾶσι χρόνος καὶ καιρὸς παντὶ πράγματι ὑπὸ τὸν οὐρανόν. Καιρὸς τοῦ τεκεῖν καὶ καιρὸς τοῦ ἀποθανεῖν…».
Τρίτ’ 24.11.2020
παπαδγιὰ Ἀφρουδίτ’
κι ἡ γιός τς ἀρ.νι.μα.