Ήταν Σάββατο μεσημέρι, όταν η νέα και όμορφη Μελίνα αποφάσισε να πει στους γονείς της για τον άνθρωπο που είχε επιλέξει ως σύντροφο της το τελευταίο διάστημα.
Η συζήτηση ξεκίνησε λέγοντας στη μαμά της να ετοιμάσει ένα πιο επίσημο φαγητό για το βράδυ, μιας που περίμεναν επισκέπτες. Μόλις άκουσε αυτά τα λόγια ο μπαμπάς, σήκωσε το αυστηρό βλέμμα του από την εφημερίδα. «Ποια περίεργη φίλη σου θα μας κουβαλήσεις πάλι;». Η Μελίνα άρχισε να χτυπά νευρικά τα νύχια της στο ξύλινο τραπέζι, χαμογελώντας εκνευρισμένη, «Αυτή τη φορά δεν είναι φίλη μου. Είναι ένα πρόσωπο πολύ πιο σημαντικό για μένα». Η μαμά εξέφρασε την απορία με μια ξαφνιασμένη, ξινή γκριμάτσα. Η κόρη συνέχισε λέγοντας, «Τον γνώρισα στη σχολή, όταν ήρθε για Εράσμους. Σκοπεύουμε να συγκατοικήσουμε και να υιοθετήσουμε έναν σκύλο. Ο μπαμπάς τη διέκοψε λέγοντας, «Είπες Εράσμους; Δηλαδή από πού είναι το παλικάρι μας; Γερμανία; Σουηδία; Αγγλία;». Η Μαρίνα, φοβερά εκνευρισμένη, απάντησε: «Όχι! Είναι από τη Συρία, αλλά τι σημασία έχει αυτό, αφού με αγαπάει και τον αγαπώ». Ο μπαμπάς σηκώθηκε όρθιος με βλέμμα φωτά. «Αυτός ο πρόσφυγας δεν πρόκειται να ακουμπήσει την κόρη μου ούτε πρόκειται να τον ταΐσω κιόλας». Η Μελίνα πήγε να μιλήσει, μα ο πατέρας την απέτρεψε. Η Μελίνα βγήκε από το σπίτι βουρκωμένη.
Μετά από πολλές ώρες που οι γονείς δεν είχαν κανένα νέο από την κόρη τους, έλαβαν ένα φωνητικό μήνυμα στο κινητό της μαμάς. Η Μελίνα εξηγούσε πως θα έφευγε στην Αμερική για δουλειά. Εξήγησε πως εκεί θα έμεναν στο σπίτι του συντρόφου της και ότι τα πεθερικά της θα της έκαναν δώρο τα έξοδα του πρώτου καιρού. Τέλος, λίγο πριν κλείσει το μήνυμα, διευκρίνισε πως ο σύντροφός της ονομαζόταν Αχχιλέας, έμεινε στη Συρία από μικρός, γιατί ο μπαμπάς του είχε εκεί το εργοστάσιο δημητριακών και στην καταγωγή ήταν Έλληνας.
Δέσποινα Νικηφορίδου
μαθήτρια της Γ΄ τάξης
του 1ου Γυμνασίου Πτολεμαΐδας