Μετά τη μάχη της Πύδνης το 168 π.Χ., οι νικητές Ρωμαίοι χώρισαν τη Μακεδονία σε τέσσερις γεωγραφικές και διοικητικές περιοχές («Μερίδες / Regiones»): 1) «ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΠΡΩΤΗ», 2) «ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΔΕΥΤΕΡΑ», 3) «ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΤΡΙΤΗ» και 4) “ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΤΕΤΑΡΤΗ”, με πρωτεύουσες αντίστοιχα τις πόλεις Αμφίπολη, Θεσσαλονίκη, Πέλλα και Πελαγονία. Στην μερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΤΕΤΑΡΤΗΣ» περιελήφθησαν περιοχές των αρχαίων τοπικών βασιλείων της Μακεδονίας και συγκεκριμένα της Εορδαίας, Λυγκηστίδος και Πελαγονίας, καθώς και η Ατιντάνια, η Τυμφαία και η Ελιμιώτις. Οι Ρωμαίοι χορήγησαν, θεωρητικά, τοπική αυτονομία σε πολλές ελληνικές πόλεις, αλλά κάθε δραστηριότητα εξόρυξης χρυσού και αργύρου υπήχθη απευθείας στον έλεγχο της Ρώμης. Οι Ρωμαίοι επέτρεψαν τη διατήρηση τοπικών στρατευμάτων σε περιοχές των μερίδων, οι οποίες είχαν σύνορα με βαρβαρικά φύλλα (Titus Livius, Ab Urbe Condita Libri, XLV, 29-30).
Το πιο σημαντικό τμήμα των μακεδονικών συνόρων ήταν η συνοριακή γραμμή, βόρεια της περιοχής μεταξύ Ηράκλειας Λυγκιστίδος (σήμερα παρά τα Βιτώλια / Μοναστήρι) της και Ηράκλειας Σιντικής (A. Westermann (Ed.), Stephani Byzantii Ἐθνικων quæ super sunt (Lipsiae, 1839), 134. Ένα μεγάλο μέρος της σημερινής Δυτικής Μακεδονίας και μόνο ένα μικρό μέρος του σημερινού κράτους της FYROM, ανήκαν στην έσχατη βόρεια Μακεδονία και ιδίως στην ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΤΕΤΑΡΤΗΣ. Κοινώς μέγα μέρος του κράτους των Σκοπίων, δεν ανήκε ιστορικά στην Αρχαία Μακεδονία. Όπως πολύ σωστά παρατήρησε ο νομισματολόγος Αστέριος Τσίντσιφος, οι Στόβοι (σήμερα εντός της FYROM), οι οποίοι ως πόλη δεν ανήκε στη Μακεδονία, έκοψε πολλά νομίσματα με το πορτραίτο του αυτοκράτορα Καρακάλλα (198-217 μ.Χ.), σε αντίθεση με τις πραγματικά μακεδονικές πόλεις, τις οποίες ο ίδιος Ρωμαίος αυτοκράτορας είχε κατευθύνει να προτιμήσουν το πορτραίτο του θεοποιημένου Αλεξάνδρου (Α. Τσίντσιφος, «Τα αρχαία μακεδονικά νομίσματα καταρρίπτουν τους μύθους των Σκοπίων», ΙΧΩΡ 150 [2016]), 9.
Γνωρίζουμε δύο τύπους νομισμάτων της μερίδος «ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΤΕΤΑΡΤΗΣ». Στον πρώτο, ο οποίος είναι περισσότερο γνωστός, στην εμπρόσθια όψη αναπαραστάθηκε ο Ζευς σε προτομή, ενώ στον οπισθότυπο κεντρική θέση επείχε το ρόπαλο του Ηρακλή. Ο Ζευς στον ορφισμό μυθολογούνταν ως πατήρ του Διονύσου Ζαγρέως (Νόννος, Διονυσιακά, ΣΤ΄, 155-165). Μιας κύριας θεότητος στη θεολογική παράδοση των θρυλικών Οίκων του Τημένου και του Αιακού, από όπου προέρχεται ο Μέγας Αλέξανδρος. Έτσι το ρόπαλο του Ηρακλή ήταν από την μια, ένα σύμβολο βασιλικής προέλευσης από τον Δία και τον Ηρακλή, αλλά υπήρξε, από την άλλη, ένα ηλιακό σύμβολο: ένα βασικό στοιχείο της μυστηριακής ηλιολατρικής ιεράς παράδοσης των Μακεδόνων και όχι μόνο (Πορφύριος, απ. 5, στο Ευσέβιος Καισαρείας, Ευαγγελική προπαρασκευή, 3.11.25-26).
Ο δεύτερος νομισματικός τύπος της «ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΤΕΤΑΡΤΗΣ» είναι πολύ σπάνιος. Στην εμπρόσθια όψη απεικονίστηκε η προσωποποιημένη Ρώμη. Στον οπισθότυπο φιλοτεχνήθηκαν έφιπποι οι Διόσκουροι Κάστωρ και Πολυδεύκης. Ως νόμισμα, ο τύπος μιμείται ένα παρόμοιο ρωμαϊκό δηνάριο. Πολιτικά, οι Διόσκουροι απετέλεσαν ένα σύμβολο νίκης της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, έναντι του τελευταίου βασιλιά, τότε, Lucius Tarquinius Superbus το 495 π.Χ. Στο όνομα αυτής της νίκης, ένας γιος του νικητή Postumius, ίδρυσε ναό του Κάστορος στις 15 Ιουλίου του 484 π.Χ. (Titus Livius, Ab Urbe Condita Libri, ΙΙ, 42.).Οι Διόσκουροι αργότερα αναδείχθηκαν σε προστάτες της Ρωμαϊκής Γερουσίας.
Ωστόσο, ως θεολογία, είναι αμφίβολο αν η επιλογή αυτού του θέματος είναι απλώς μια τυπική έκφραση της Ρώμης. Οι Διόσκουροι, ασφαλώς, στα σύνορα της Μακεδονίας ετέθησαν ως αποτροπή προς τον εισβολέα. Αλλά είχαν μυηθεί στα καβείρια μυστήρια της Σαμοθράκης και λατρεύθηκαν ως χθόνιες θεότητες, συμβολίζοντας την στρατιωτική μύηση και κυρίως την ναυτική προστασία στις τελετές των Μεγάλων Θεών (Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη, Ε΄, 48-49). Και στην μερίδα “ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΤΕΤΑΡΤΗΣ” έχει καταγραφεί η παράδοση των μύθων για τον Κάδμο και την Αρμονία, των οποίων ο ιερός γάμος ήταν το κεντρικό δρώμενο στη μυστηριακή λατρεία της Σαμοθράκης (Στράβων, Γεωγραφικά, Ζ΄, 7, 8). Σε αυτές τις τελετές ήταν, που ο Φίλιππος ο Β΄ γνώρισε την αρχιέρεια Ολυμπιάδα (Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι – Αλέξανδρος, 2, 1-2).