Η κρατική εξουσία έχει ως κύριο σκοπό τη χάραξη πολιτικής επί του συνόλου των θεμάτων που σχετίζονται με τον λαό, ο οποίος την εκλέγει. Στις δυτικές κοινωνίες όλα τα άλλα θέματα έχουν επισκιαστεί από το οικονομικό, καθώς οι κυρίαρχες ιδεολογίες, αστική και μαρξιστική, ερμηνεύουν τις ενέργειες του ανθρώπου με βάση το οικονομικό κίνητρο και μόνο. Κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά τη λήξη του Β΄ μεγάλου πολέμου του 20ου αιώνα η κρατική εξουσία διέθετε σημαντική ισχύ, ώστε εν πολλοίς να είναι σε θέση να ελέγχει την οικονομική δραστηριότητα των επιχειρηματιών, αλλά, το πλέον σημαντικό, να επιχειρεί η ίδια στον οικονομικό τομέα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αναπτύχθηκαν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και στη δική μας κρατικές επιχειρήσεις, πολλές από τις οποίες πολύ δυναμικές. Τότε δεν διενοείτο κανείς να καταγγείλει το μονοπώλιο κάποιων δημοσίων επιχειρήσεων επικαλούμενος αρχές όπως της του οικονομικού ανταγωνισμού προς όφελος των καταναλωτών (όλα για το καλό τους πλέον γίνονται!) και της ελευθερίας του επιχειρείν. Εθεωρείτο αυτονόητο σε ευρέα στρώματα ότι το κράτος όχι μόνο έχει το δικαίωμα του επιχειρείν, αλλά έχει το αποκλειστικό δικαίωμα στους πλέον σημαντικούς κλάδους της οικονομίας, όπως αυτοί της ενέργειας, των επικοινωνιών, των κυρίων μεταφορών. Ο σημαντικότατος βέβαια κλάδος του τραπεζικού συστήματος είχε περάσει στα χέρια ιδιωτών ήδη κατά τον 19ο αιώνα και παραμένει, με συνέπειες συνθλιπτικές για τους λαούς και ιδιαίτερα τον ελληνικό.
Ποιοι λόγοι επέβαλλαν τότε να γίνεται καθολικά σχεδόν αποδεκτό το δικαίωμα του κράτους στο επιχειρείν; Ένας, πολύ πιθανόν, ήταν η αντιπαράθεση του καπιταλιστικού με τον κομμουνιστικό κόσμο και η δυναμική διείσδυση του κομμουνισμού σε αρκετές δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες. Το κράτος έπρεπε να δείχνει ότι δεν είναι πρόθυμο να εκχωρήσει τα πάντα στο αδηφάγο κεφάλαιο. Ένας άλλος ήταν οι δυναμικοί πολιτικοί ηγέτες της τότε εποχής, οι οποίοι δεν είχαν διάθεση να παραδώσουν την εξουσία στους πλουτοκράτες και αυτοί απλώς να προεδρεύουν. Η κατάσταση εκείνη θα παρέμενε για πολλές δεκαετίες ακόμη στο δυτικοευρωπαϊκό στερέωμα, αν δεν είχε επέλθει η κατάρρευση του λεγομένου «υπαρκτού σοσιαλισμού». Το αστικό σύστημα χωρίς αντίπαλο δέος πλέον είχε όλη τη δύναμη να αναλύσει το φαινόμενο της κατάρρευσης και να επικεντρώσει την πολεμική όχι κατά της ιδεολογίας, αλλά κατά του κράτους – επιχειρηματία. Προβλήθηκε μάλιστα κατά τρόπο θριαμβευτικό η ιδιωτική πρωτοβουλία ως η πανάκεια για το σύνολο των οικονομικών προβλημάτων και εγγύηση ασφαλούς πορείας της οικονομίας των κρατών.
Επειδή στον δυτικό κόσμο απουσιάζει παντελώς η διάθεση αυτοκριτικής, οι κομμουνιστές δεν επιχείρησαν να εξηγήσουν τα συμβάντα στη Σοβιετική Ένωση και στους δορυφόρους της. Παρέμειναν απλοί θεατές στο φυλλορρόημα των κομμουνιστικών κομμάτων και στην άγρια επέλαση του παγκοσμιοποιημένου πλέον κεφαλαίου κατά των δυτικών κρατών. Το τραπεζικό σύστημα άρχισε προκλητικά πλέον να επεμβαίνει στην άσκηση της εξουσίας μέσω κυβερνήσεων, οι ηγέτες των οποίων προεπιλέγονται και στη συνέχεια οι σχηματισμοί τους ψηφίζονται από τους λαούς, τα «ζαλισμένα κοπάδια» κατά Τσόμσκυ.
Δεν υπήρχαν αδυναμίες στις δημόσιες επιχειρήσεις; Ασφαλώς και υπήρχαν και μάλιστα πολλές και ακόμη περισσότερες στις ελληνικές, καθώς το κομματικό κράτος είχε απλώσει επάνω τους τα πλοκάμια και τις απομυζούσε, προκειμένου να ασκήσει πολιτική απασχόλησης χωρίς να πολυνοιάζεται για την παραγωγικότητα και για τους σημαντικούς, τουλάχιστον, οικονομικούς δείκτες. Οι δημόσιες επιχειρήσεις είχαν αφεθεί στο φιλότιμο κάποιων εργαζομένων, όπως κάποιο σύνταγμα στον πατριωτισμό των Ελλήνων! Αλλά τόσο ο πατριωτισμός όσο και το φιλότιμο άρχισαν να στοχοποιούνται κατά τη μεταπολίτευση με συνέπεια να καταστούν δυσεύρετα περί το τέλος του 20ου αιώνα. Και στην κατάπτωση αυτή του Νεοέλληνα δεν συνετέλεσαν τόσο οι ξένοι, οι για τα πάντα συνήθως πταίοντες, αλλά οι ασκήσαντες την εξουσία με γνώμονα την εξυπηρέτηση των ξένων συμφερόντων.
Κάποια εποχή θεωρήθηκε επιτακτική η ανάγκη οι δημόσιες επιχειρήσεις να εισαχθούν στο χρηματιστήριο. Ο στόχος ήταν εμφανής: Να καταβαραθρωθεί η μετοχή τους, μέσω του αθλίου χρηματιστηριακού παιγνίου, και να πωληθούν εν καιρώ ως άχρηστα υλικά. Και δεν έφθανε αυτό, αλλά επινοήθηκε από τους ασκούντες την εξουσία ανταγωνισμός μεταξύ δημοσίων επιχειρήσεων με σαφή τη διάκριση του επιχειρηματικού τομέα. Έτσι είδαμε ξαφνικά (2003) τη ΔΕΗ να συμμετέχει στην ίδρυση νέας εταιρείας τηλεπικοινωνιών. Ο λαός μας βομβαρδίστηκε από την τηλεοπτική διαφήμιση των μελισσών, οι οποίες τελικά δεν απέδωσαν μέλι παρά μόνο ζημία στην πρώτη δημόσια επιχείρηση. Και είχαν την αφροσύνη οι διοικούντες τότε τη ΔΕΗ να ωθήσουν στους δρόμους υπαλλήλους εθισμένους στο κρατικό μονοπώλιο, με σκοπό να πείσουν αυτοί τον εμπορικό κόσμο κυρίως να εγκαταλείψει τον ΟΤΕ. Και δεν είχε ακόμη εκείνος ξεπουληθεί στους Γερμανούς!
Έκτοτε πέρασαν από πάνω μας θύελλες και τυφώνες. Οι δημόσιες επιχειρήσεις, κατά διαταγή των δανειστών, που ασκούν πλέον απροκάλυπτα την εξουσία στη χώρα μας χωρίς οι κοινοβουλευτικοί μας να αισθάνονται ίχνος ντροπής, εκποιούνται η μία μετά την άλλη αντί πινακίου φακής. Είναι απορίας άξιο που υφίσταται η ΔΕΗ ως ελεγχόμενη ακόμη από το κράτος επιχείρηση. Ίσως κάποιοι επιθυμώντας να επισπεύσουν τις διαδικασίες κατάρρευσής της έδωσαν εντολή στους διοικούντες τα ΕΛΤΑ, εταιρεία μετοχική με το κράτος να κατέχει το 90% των μετοχών της, να ασχοληθούν και με την εμπορία ενέργειας, καθώς έχουν χάσει σημαντικό μέρος της εργασίας από τη λειτουργία πληθώρας ιδιωτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών. Τί είδους ενέργεια θα πωλούν τα ΕΛΤΑ και ποιά επιχείρηση θα ανταγωνίζονται;
Ο περιφρονημένος σήμερα από μεγάλους και μικρούς Ιησούς Χριστός τόνισε: «Κάθε βασίλειο, που χωρίστηκε σε αντιμαχόμενα μέρη, καταστρέφεται. Επίσης κάθε πόλη ή οικογένεια, που χωρίστηκε σε αντιμαχόμενα μέρη, δεν δύναται να σταθεί» (Ματθ. ΙΒ΄ 25). Μπορούμε να κρατήσουμε ως τελευταία γραμμή άμυνας την οικογένεια; Τότε θα απομείνει και ελπίδα.
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»