‘-Γεια σου Χάμπο. Έλα να κάτσεις μαζί μας. Θα πιεις ένα τσιπουράκι; Πετράκη! Ένα καθαρό!
……
-Γεια σου Κάκκο. Ο γιος, ε; Ο Γιωγάνης;
-Γεια σου Χάμπο. Όλα καλά; Μία χαρά σε βλέπω εγώ!
-Έ, ας τα λέμε καλά Γιωγάνη. Ας τα λέμε καλά.
-Το καθαρό…Και μεζεδάκια!
-Μπράβο Πετράκη! Ωραία!
…….
-Ας τα λέμε λοιπόν καλά Γιωγάνη γιατί δεν είμαστε πια παλληκαράκια σα κι εσένα…
-Έ, κι εγώ τριανταπέντε έγινα πια Χάμπο. Δεν είμαι πια νεαρός!
-Μωρέ, νεαρός εισ’ ακόμα. Νεαρός. Μη βιάζεσαι να τρανείνς Γιωγάνη… Πώς τα πας λοιπόν στην Αθήνα; Είσαι σε μια φαρμακευτική εταιρία μαθαίνω από τον πατέρα σου, έτσι;
-Ναι Χάμπο. Τώρα πια είμαι υπάλληλος. Δόξα τω θεώ.
-Δόξα τω Θεώ Χάμπο. Πράγματι! Ούτε ρίσκο…ούτε στεναχώριες…Και ο μισθός – μισθός. Κάθε πρώτη του μηνός, ντάν, μπαινει στο λογαριασμό. Στην τράπεζα. Κάθε πρώτη του μηνός, νταν! Έτσι Γιωγάνη;
-Έτσι Πατέρα. Έτσι. Δεν έχω παράπονο. Λυτρώθηκα απ’ το άγχος. Ηρέμησα πια.
-Ναι! Μ’ έλεγε ο πατέρας σου πως είχες φτιάξει μια δική σου δουλειά, εκεί στην Αθήνα. Γύρω στο 2010;
-Ναι Χάμπο. Ακριβώς. Το 2011. Πώς μ’ ήρθε και στην εποχή της κρίσης έφυγα από μιαν εταιρία που είχα σταθερή δουλειά για να κάνω, ας πούμε, μία μικρή βιοτεχνία. Έκανα κρέμες για τις γυναίκες κυρίως…
-Για ομορφιά;
-Για ομορφιά στην αρχή και μετά θα έβαζα πλώρη για άλλα προϊόντα. Για εγκαύματα, για αντιηλιακές…τέτοια πράματα…Αν τα κατάφερνα…
-Σε χτύπησε η κρίση Γιωγάνη. Δε φταις εσύ…
-Ναι Χάμπο. Χαστούκια ήταν αυτά! Δε προλάβαινα να μετράω σφαλιάρες! Πολύ ξύλο μιλάμε!
-Και χρέη Γιωγάνη. Πες τα στο Χάμπο. Δε μας παρεξηγεί ο Χάμπος. Δικός μας είναι. Και δε κουτσομπολευει ποτέ! Ο Χάμπος είν’ αδερφός!
-Το ξέρω πατέρα. Κι εγώ για θείο τον λογαριάζω. Και χρέη Χάμπο. Και χρέη! Το ’16 έκλεισα την επιχείρηση κι ακόμα ξεπληρώνω τα τελευταία. Έχω ακόμα ένα δύο χρόνια μπροστά μου να ξεπληρώνω ζημιές…
-Τι λες βρε Γιωγάνη. Τότε πουλί μ’ εσύ λυτρώθηκες. Πραγματικά λυρώθηκες! Ούτε ρωτάω τι έφταιγε; Η κρίση σίγουρα έφταιγε…
–Η κρίση έφταιγε Χάμπο. Δεν είν’ χαζός ο Γιωγάνης…και του κόβει και προκομμένος είναι! Ας όψεται η κρίση…
-Το ξέρω Κάκκο. Τον ξέρω τον Γιωγάνη…Και του κόβει και προκομμένος είναι.
-Σ’ ευχαριστώ Χάμπο…αλλά καμία φορά αναρωτιέμαι…Μήπως δεν ήμουν για επιχειρήσεις;
-Να μη το σκέφτεσαι αυτό Γιωγάννη. Γιατί αν δεν επιχειρήσει ο ένας κι αν δεν επιχειρήσει ο άλλος, κι αν κάτσουν όλοι στ’ αυγά τους, πως θα γίνουν οι δουλειές; Πώς θα γίνει προκοπή;
-Χάμπο. Άσε! Μη του βάζεις ιδέες του παιδιού. Είδε κι έπαθε να ξεμπλέξει!
-Δε λέω βρε Κάκκο. Αλλά να! Δε σου μένει μια απορία βρε Γιωγάννη. Αν το πάλευες; Μήπως;
-Μπα Χάμπο. Καμία απορία. Την απόφαση μου την πήρα εγώ…
-Την πήρε Χάμπο το παιδί. Μη βάζεις ιδέες σε λέω…
-Δε βάζω ιδέες. Απλά εγώ το Γιωγάννη τον πιστεύω.
-Μπα Χάμπο. Άκου να δεις! Μία είν’ η απόφαση. Δεν επιχειρώ και μ’ έρχεται πιο συμφερτικά! Η απόφαση δεν αλλάζει. Ας αλλάξει πρώτα το τοπίο γύρω μου…Ας αλλάξουν τα πράματα…και τότε ίσως…θα δω! Νέος ειμ’ ακόμα. Αλλά τώρα Χάμπο, δεν επιχειρώ! Λουφάζω Χάμπο. Λουφάζω και περιμένω!