Οι Χαράλαμπος και Ιωάννης Κιουρτσίδη, από τα Κομνηνά Πτολεμαΐδας, γεννήθηκαν στο χωριό Χαβά του Τσεβισλούκ’ της Τραπεζούντας του Πόντου, ένα όμορφο παραδεισένιο χωριό πάνω στις πλαγιές του όρους Ζύγανα, που βρίσκονταν χτισμένο μέσα σ’ ένα καταπράσινο και ελατόφυτο δάσος με ολάνθιστες αζαλέες που από τον ανθό τους γίνονταν το μενόμενον μέλι του Ξενοφώντα ( το παλαλόν το μέλ’).
Το χωριό Χαβά απείχε πέντε ώρες με τα πόδια από την Τραπεζούντα και μισή ώρα από την Μάτσκα ( Καρυές- Δικαιόσημον).
Ο Χαράλαμπος και ο Ιωάννης, μόλις τελείωσαν το δημοτικό σχολείο στη Χαβά, πήγαν στην Τραπεζούντα, όπου και τελείωσαν το σχολαρχείο και το φροντιστήριο.
Ο άνθρωπος, που συνέβαλε καθοριστικά στις σπουδές των δύο αδελφών Κιουρτσίδη ήταν η μάνα τους, Μαρία και οι γυναίκες τους Κυριακή και Σοφία, που έμεναν στη Χαβά και έστελναν τρόφιμα στους άντρες τους, που σπούδαζαν στην Τραπεζούντα.
Η μάνα τους Μαρία χειμώνα, καλοκαίρι κάθε εβδομάδα φόρτωνε το γαϊδουράκι με τρόφιμα και τα πήγαινε στην Τραπεζούντα στα παιδιά της .
Μετά την αποφοίτησή τους από το φροντιστήριο της Τραπεζούντας ο μεν Ιωάννης Κιουρτσίδης, ο μεγάλος αδελφός, έγινε δάσκαλος στα χωριά της Ματσούκας και ανέλαβε την ευθύνη να συντηρήσει τις δύο οικογένειες, ο δε Χαράλαμπος επιστρατεύθηκε στον τουρκικό στρατό.
Ας αφήσουμε τον Χαράλαμπο Κιουρτσίδη να μας περιγράψει τις τραγικές στιγμές του ξεριζωμού από τη γλυκιά του πατρίδα, τη Χαβά.
΄΄ Μετά την Μικρασιατική καταστροφή τους χωριανούς μας τους έδιωξαν οι τουρκικές αρχές χωρίς να τους επιτραπεί να πάρουν τίποτε από την περιουσία των, την οποίαν άρπαξαν και δήμευσαν οι Τούρκοι. Η διαταγή έλεγε: εντός 24ων ωρών όλοι οι κάτοικοι οφείλουν να φύγουν αμέσως , χωρίς να πάρουν τίποτε επί ποινή ξυλοδαρμού και θανάτου. Όταν εγκατέλειψαν το χωριό μου οι δύστυχοι κάτοικο,ι ήταν Δεκέμβριος μήνας.
,Μέσα στο κρύο και στην παγωνιά πέταξαν όλα τα γυναικόπαιδα έξω από τα σπίτια τους. Δε σεβάστηκαν ούτε τις οικογένειες, όσων υπηρετούσαν στον τουρκικό στρατό.
Το λέω αυτό, γιατί, τότε υπηρετούσα στον τουρκικό στρατό και το ένα μου κορίτσι πέθανε από το κρύο στο δρόμο για την Τραπεζούντα. ΄΄
Παραμονές των Χριστουγέννων του 1922 οι δάσκαλοι του Πόντου με τις οικογένειές τους αποβιβάστηκαν στο φορτηγό καράβι ΄΄ Εύξεινος Πειραιεύς ΄΄ μαζί με χιλιάδες άλλους ξεριζωμένους. Όταν ξεκίνησε το καράβι και ανοίχτηκε στο πέλαγος, όλοι οι ρωμιοί πέταξαν τα φέσια από το κεφάλι τους, αυτά τα σύμβολα του τουρκισμού και σε μια στιγμή θαρρείς και κοκκίνισε η θάλασσα.
Τη μοναδική αυτή περιγραφή την καταθέτει ο ανηψιός του Χαράλαμπου, Κωσταντίνος Κιουρτσίδης, γεωπόνος, στα απομνημονεύματα, που μας άφησε.
Στην Ελλάδα τους έφεραν στο καταραμένο νησάκι του Άη –Γιώργη στον Πειραιά και τους έβαλαν καραντίνα. Εκεί πέθαναν τα αγαπημένα παιδιά του Γιάννη, ο Φώτης και η Ελπίδα και τα παιδιά του Χαράλαμπου, ο Περικλής και η Ελένη.
Αυτή ήταν η μοίρα της προσφυγιάς, δεμένη με το χαμό και τον θάνατο.
Όσοι μπόρεσαν να γλυτώσουν από τις σφαγές και τις εξορίες έγιναν θύματα του ξεριζωμού και της εγκατάλειψης . Η ζωή των ανθρώπων είχε μικρότερη αξία από αυτή των ζωντανών.
Ο Χαράλαμπος Κιουρτσίδης μετά την προσφυγιά του 1922 εγκαταστάθηκε στα Κομνηνά της Πτολεμαΐδας και ως δάσκαλος δίδαξε στα χωριά Κομνηνά, Ανατολικό, Μεσόβουνο και Πελαργό. Στον Πελαργό μάλιστα με πρωτοβουλίες του χτίστηκε το όμορφο δημοτικό σχολείο του χωριού.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, όπου το 1960, με προτροπή του Κέντρου μικρασιατικών σπουδών ,συνέγραψε ένα χειρόγραφο βιβλίο με τίτλο “Η Χαβά Ματσούκας΄΄
Η πιο σημαντική πληροφορία, που μας δίνει στο παραπάνω χειρόγραφο, είναι η μακρινή καταγωγή της οικογένειάς του, η οποία προέρχεται από την Γεωργία( Κιουρτσία) από όπου προέρχεται και το επώνυμό του.
Αυτό μας παραπέμπει στις αυτοκρατορικές οικογένειες των μεγάλων Κομνηνών, που είχαν την καταγωγή τους από την Γεωργία και ήρθαν σε επιμειξία με τις βασιλικές οικογένειες των Ελλήνων του Βυζαντίου.
Είναι αδιαμφισβήτητο, ότι στην περίοδο της τραπεζουντιακής αυτοκρατορίας ο ελληνικός πολιτισμός και η γλώσσα κυριάρχησαν, ώστε όλες οι πρωθύστερες καταβολές να αφομοιωθούν και να ομογενοποιηθούν μέσα στα πλαίσια της αυτοκρατορίας.
Εξ’ άλλου είναι γνωστό ότι οι οικογένειες από την αυλή των Κομνηνών είχαν τις θερινές τους κατοικίες στην κάτω Ματσούκα στην περιοχή Τσεβιζλούκ ( αρχ. Δικαίοσημον) Λιβερά ,Καπίκιοϊ, Χαβά. Η λέξη Χαβά, από την τουρκική Χαβάσ’(ιν) φανερώνει το φυσικό κάλλος της περιοχής, που επέλεξαν ως παραθεριστικό τόπο οι αυλικοί της εποχής. Ας αφήσουμε το συγγραφέα να μας περιγράψει με τα δικά του λόγια τις φυσικές ομορφιές της πατρίδας του Χαβά.
΄΄ Κάθε νοικοκύρης είχε στα λιβάδια τριάντα-πέντε στρέμματα με θερινή κατοικία ( μεζιρέ) Κάθε χρόνο τον μήνα Ιούνιο τα ζώα έβγαιναν στα παρχάρια, που ήταν γεμάτα με άφθονα χόρτα και κρύα νερά. Πυκνά δάση γύρω -γύρω από έλατα ,οξιές, σφενδαμιές, κουμαριέ, και αζαλέες, που μοσχοβολούσαν τα λουλούδια τους και η μυρωδιά τους ήταν πολύ διάχυτη και μαγευτική.
Στο τέλος Αυγούστου τα ζωντανά κατέβαιναν πάλι χαμηλά στα λιβάδια. Το όνομα του παρχαριού το έλεγαν Διχέρ’ ( δί’ ‘μας χέρ’) από τη μεγάλη εξυπηρέτηση και ευκολία, που πρόσφερε στους κατοίκους .΄΄
Ο συγγραφέας στις χειρόγραφες μαρτυρίες του μας εξομολογείται τη μεγάλη χαρά και τον ενθουσιασμό, που επέδειξαν οι Τούρκοι του χωριού του όταν το επισκέφθηκε ο Κώστας Ζαπουνίδης : ΄΄ Στα πρόσωπα των Τούρκων ήταν ζωγραφισμένη η μετάνοιά τους, που διώξανε τους χριστιανούς και καταριόταν άφοβα τους πρωταίτιους.
Οι πρόσφυγες δάσκαλοι γλωσσομαθείς, με ευρεία μόρφωση και επαγγελματική συνείδηση υπήρξαν άριστοι παιδαγωγοί και επιμορφωτές στη νέα τους πατρίδα.
Μετέφεραν την αγάπη για την πατρίδα και τον ελληνικό πολιτισμό στα ελληνόπουλα.
Με υποτυπώδεις αμοιβές και πολλές δυσκολίες κατόρθωσαν να συνταξιοδοτηθούν σε μεγάλη ηλικία, αφού επιτέλεσαν στο έπακρο το ευγενές λειτούργημα του δασκάλου.
Ο Χαράλαμπος και ο Ιωάννης Κιουρτσίδης τίμησαν την ιδιαίτερη πατρίδα τους, τη Ματσούκα του Πόντου, με την φιλομάθειά τους και την προσφορά τους στην ελληνική παιδεία.
Το 1944, στην περίοδο της γερμανικής κατοχής, σκοτώθηκε η γυναίκα του Χαράλαμπου, Σοφία. Η μεγάλη του αγάπη για τα παιδιά την έκανε πράξη, αφού απέκτησε εν ζωή εφτά παιδιά. Πέθανε σε βαθιά γεράματα το 1977 στα Κομνηνά της Εορδαίας.
Κλείνοντας το μνημονικό αφιέρωμα στους δημοδιδασκάλους του Πόντου καταγράφω μερικά από τα αγαπημένα τραγούδια, που μας άφησε ο αείμνηστος δάσκαλος Χαράλαμπος Κιουρτσίδης αποχαιρετώντας τη βουκολική του πατρίδα και την αδικοχαμένη του γυναίκα.
Εγάπη μ’ κείται άρρωστος
κ’ εγώ σύρω τα πόνια,
Θεέ μ’, κόψον και δόσ’ ατέν
τ’ εμά τ’ ημ’σά τα χρόνια.