Με προορισμό το βλάχικο χωριό κάτω Σέλι Βερμίου, ξεκινάμε σούρουπο από τη Νάουσα διασχίζοντας 17 χιλιόμετρα μέσα σε πυκνό δάσος, σε έναν δρόμο γεμάτο καγκέλια, που δεν μας επιτρέπει να αναπτύξουμε ταχύτητα. Βαρύ σκοτάδι έχει πέσει γύρω μας, κι ας είναι ακόμα η ώρα εννέα, και στον δρόμο δεν συναντάμε ψυχή. Το φως των προβολέων φωτίζει μόνο ένα μικρό μέρος του δρόμου κάθε φορά, αλλά η ομορφιά δεν κρύβεται. Στο μυαλό μου παίζει το I’m deranged του Bowie από τη Χαμένη λεωφόρο. Άργότερα μάθαμε ότι ο δρόμος της Βέροιας είναι μεν μεγαλύτερος, αλλά πιο εύκολος· αν όμως είχα να διαλέξω, πάλι αυτόν της Νάουσας θα προτιμούσα.


Το Κάτω Σέλι μάς περιμένει στα 1.450 μ. υψόμετρο, ένα από τα ψηλότερα χωριά της Ελλάδας. Τα σπίτια του καινούργια, μεγάλα, με δύο και τρεις ορόφους το καθένα, αλλά άδεια τέτοια εποχή και σφαλισμένα. Τα προσέχει ο φύλακας του χωριού, που περιπολεί καθημερινά για να ειδοποιήσει σε περίπτωση που κάτι δεν πάει καλά. Ελάχιστοι, μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, μένουν εδώ τον χειμώνα, ανάμεσά τους και ο Αντώνης Μπένας, που εδώ και 16 χρόνια έχει επιστρέψει στο Σέλι κι έχει ανοίξει ένα τσιπουράδικο-ταβέρνα στην πλατεία, το Μαγαζάκι. Είναι ο λόγος που το χωριό έχει λίγη ζωή, αφού στο μαγαζί του ανεβαίνουν σχεδόν καθημερινά παρέες από Νάουσα και από Βέροια για φαγητό, αλλά και επισκέπτες από όλη την Ελλάδα, λάτρεις του βουνού. Δεν αργεί να ανάψει το γλέντι εδώ, όπως μαρτυρά και μια χαρτοπετσέτα που έχει σκαλώσει στο φωτιστικό κι έχει ξεχαστεί από όταν λίγες μέρες πριν, μια παρέα τζιπάδων ζεσταμένοι από το τσίπουρο και το φαγητό, άρχισαν να χορεύουν και να πετούν τις χαρτοπετσέτες σαν κομφετί. «Λίγο νωρίτερα να είχατε έρθει, θα πετυχαίνατε μια παρέα με μπουζούκια», μας είπε μόλις φτάσαμε. Μας βάζει να καθίσουμε στο τραπέζι μπροστά στην αναμμένη σόμπα και μας βγάζει να φάμε μια φέτα-δυναμίτη, αλμυρούτσικη και τσουχτερή, από έναν βοσκό που το καλοκαίρι ανεβάζει τα ζώα του στο βουνό, λαχανοσαρμάδες μεγάλους, σφιχτούς και γεμάτους, τζιγεροσαρμάδες, ζουμερό μπιφτέκι και ένα βουνό από φρεσκοτηγανισμένες χρυσαφιές πατάτες. «Σε λίγο θα έρθει και ο γιατρός», μας λέει. «Είναι ο χορηγός των κρασιών μας». Κι ανοίγει μια φιάλη από το Ξινόμαυρο 1879 του Μπουτάρη, του 2007. Σε λίγο, πράγματι, καταφθάνει ο Νίκος Σούμπουρος, συνταξιούχος μικροβιολόγος, κάτοικος του χωριού και φίλος του Αντώνη, και μέγας λάτρης και συλλέκτης κρασιού με πάνω από 800 ετικέτες στο κελάρι του.


Το ίδιο βράδυ το περνάμε στο Κάτω Σέλι, φιλοξενούμενοι του Αντώνη. Ξυπνάω στις 6 και κάθε τόσο βγαίνω στο μπαλκόνι για να πετύχω το χάραμα. Στις 7.17, απέναντί μου στο βουνό, αρχίζει να ανοίγει μια σχισμή φωτός.
Ξεκινάμε νωρίς, φορτωνόμαστε στο αγροτικό του Αντώνη και ξεκινάμε μια διαδρομή μέσα στο βουνό, σε σχετικά βατό χωματόδρομο, αλλά με συνεχή κατηφόρα στην αρχή, προτού αρχίσουμε να ανηφορίζουμε ξανά. Γύρω μας πυκνό δάσος από πεύκα αλλά και οξιές, λεύκες και δρένια, που αλλού έχουν ρίξει τα φύλλα τους και αλλού τα συγκρατούν πεισματικά, ντύνοντας το δάσος με πράσινα, κίτρινα και κόκκινα χρώματα. 80.000 στρέμματα από αυτό το δάσος ανήκουν στους Σελιώτες, που έχουν ιδρύσει αναγκαστικό δασικό συνεταιρισμό. «Το δασικό αυτό κτήμα το αγόρασαν οι πρόγονοί μας, γιατί είχαν ανάγκη τα ξύλα από το δάσος και τη βοσκή για τα ζώα. Εκείνα τα χρόνια, το Σέλι είχε πάνω από 100.000 πρόβατα», μας εξηγεί ο Αντώνης και μας διηγείται την ιστορία της μετανάστευσης των Βλάχων από την Αβδέλλα Γρεβενών σε αυτά τα μέρη. «Ένας Βλάχος από την Αβδέλλα, ο Μπαρταλέξης, δεν ήθελε να δώσει την κόρη του νύφη στον πασά των Γρεβενών και είπε θα πάρω την οικογένειά μου και θα φύγω. Τον ακολούθησαν πολλοί, χιλιάδες κόσμος από το χωριό, τσελιγκάδες. Άφού έφευγαν τα ζώα, οι φτωχοί άνθρωποι τι να έκαναν, ακολούθησαν κι αυτοί. Φτάσαν Χαλκιδική, αλλά δεν βρήκαν βοσκοτόπια καλά, μετά πήγαν στις Σέρρες. Κάποιοι μείνανε στα Άνω Πορόια και οι υπόλοιποι βρήκαν αυτό το ευλογημένο μέρος κι έκαναν το χωριό, το Κάτω Σέλι. Στην αρχή κάναν καλύβια. Ένα καλό που είχαν οι Βλάχοι ήταν ότι όλοι μαζί δουλεύαν και φτιάχναν εκκλησία και γινόταν χωριό. Όλα αυτά έγιναν γύρω στο 1820».

Σε λίγο φτάνουμε στο Άνω Σέλι, παλιό βλαχοχώρι κι αυτό και μεγάλο μάλιστα, που όμως καταστράφηκε τρεις φορές στην ιστορία του και σήμερα έχει απομείνει ένας μικρός οικισμός με μόνο 15 σπίτια, που τα περισσότερα χτίστηκαν τη δεκαετία του 1990. Δεν έχουν ρεύμα. Κάθε νοικοκυριό τα φέρνει βόλτα με διάφορες λύσεις, όπως ηλιακά πάνελ, μπαταρίες αυτοκινήτου, θερμοσίφωνες με ξύλα και γκάζι για το μαγείρεμα. Στην αυλή έχουν ξυλόφουρνους και κάποιοι έχουν και ανοιχτές πυροστιές στο έδαφος, περιφραγμένες με πέτρες κατά τον βοριά, όπου ανάβουν φωτιές το καλοκαίρι και ψήνουν σε παραδοσιακές γάστρες, καπακώνοντας τα ταψιά τους με βαρύ σιδερένιο καπάκι.

Εδώ μας υποδέχεται ο Νίκος Βρούσιας στην ξύλινη καλύβα του, όπου μένει έξι μήνες τον χρόνο. Την έχτισε μόνος του με κορμούς πεύκων και του πήρε επτά χρόνια.
Πιο φιλόξενος και γλυκός άνθρωπος δεν υπάρχει! Είχε σηκωθεί από πολύ πρωί για να ανάψει φωτιές για τα μαγειρέματά μας και όση ώρα ήμασταν εκεί, μας γέμισε δώρα: τσάι και σπαθόχορτο που είχε μαζέψει από το βουνό και τζαντ (δαδιά από πευκόξυλο εμποτισμένα με ρετσίνι) που χρησιμοποιούνται για προσάναμμα, αλλά και για να απομακρύνουμε τα ακάρεα από τις ντουλάπες μας. Μας λέει πως το Άνω Σέλι ιδρύθηκε επί Τουρκοκρατίας. Στην ακμή του είχε 1.200 κατοίκους, σχολείο με 70 παιδιά, δύο δασκάλες, έναν δάσκαλο, υπήρχε χωροφυλακή, ένας ενωμοτάρχης, επτά χωροφυλάκοι. Ήταν κεφαλοχώρι και λεγόταν Άνω Συνοικισμός Ναούσης. Οι περισσότεροι είχαν πρόβατα και γίδια και οι υπόλοιποι κάτοικοι δούλευαν για το χωριό και για τον Κωστα-Βασίλα, τον κεχαγιά. «Είχαμε 10.000-12.000 γιδοπρόβατα και 5.000 μουλάρια, γιατί οι περισσότεροι ήταν κερατζήδες [αγωγιάτες] και κουβαλούσαν ξύλα ή κάρβουνα κάτω στα τρένα. Υπήρχε και μεγάλο μπατζό [τυροκομείο] που έστελνε τότες κεφαλογραβιέρα στη Γαλλία και στην Ελβετία.
»Οι Βλάχοι του Άνω Σελίου ήταν Φαρσεριώτες [σ.σ.: η λέξη προέρχεται από την πόλη Φράσσαρη στη σημερινή Αλβανία, κοιτίδα των Αρβανιτόβλαχων]. Από το Πάσχα μέχρι τον Οκτώβριο βοσκούσαν τα κοπάδια εδώ στο βουνό και μετά έφευγαν με τα πρόβατά τους μέχρι την Αλβανία και τη Ρουμανία και ξαναγυρνούσαν, ενώ οι Βλάχοι στο Κάτω Σέλι δεν μετακινούνταν εκτός Ελλάδας. Πρώτα ήρθαν οι Τούρκοι και το έκαψαν το χωριό, μετά οι Βούλγαροι κομιτατζήδες και μετά οι Γερμανοί. Κι έπειτα, εδώ πάνω είχε 1.700 άτομα αντάρτες, ήρθε ο στρατός και τέλειωσαν».
Η γειτόνισσά του, Αναστασία Ράπτη, που ζει κι αυτή στο Άνω Σέλι τον μισό χρόνο και τέτοια εποχή σφραγίζει το σπίτι για να περάσει τον χειμώνα στην Κατερίνη, ακολουθώντας τον βλάχικο τρόπο ζωής, κι ας μην έχει κοπάδια που χρειάζεται να ξεχειμάσουν, συμπληρώνει την ιστορία: «Ο μπαμπάς μου γεννήθηκε εδώ, αλλά εγώ πρωτοήρθα 16 χρονών, το 1978. Τότε απέμεναν ακόμα τα ερείπια από το πετρόκτιστο σπίτι του τσιφλικά. Το χωριό αυτό υπήρχε σίγουρα πριν από το 1800, γιατί ο παππούς μου γεννήθηκε εδώ το 1890. Μετά τον χειμώνα του 1940 οι κάτοικοι δεν ξανανέβηκαν. Άλλοι είχαν πάει στον πόλεμο, τους κατάσχεσαν και τα μουλάρια… Με το Αντάρτικο κάηκε ό,τι είχε απομείνει. Από μεράκι κάποιων ξαναχτίστηκε το Άνω Σέλι τις δεκαετίες του ’80 και του ’90».
Πάνω στην ώρα, ο γιατρός φέρνει τους υπόλοιπους της παρέας, τρεις σεφ που ταξίδεψαν από διάφορα μέρη φορτωμένοι με τα ταψιά και τα υλικά τους· από τη Θεσσαλονίκη ο Σωτήρης Ευαγγέλου (executive chef, Makedonia Palace), από τη Βέροια ο Νίκος Μαλλιάρας (σεφ και ιδιοκτήτης στο εστιατόριο Βεργιώτικο) και από τα Γιαννιτσά ο Βασίλης Μπαρμπαρούσης (σεφ και ιδιοκτήτης του εστιατορίου Βασιλικός στην Καλλίπολη Γιαννιτσών). Και οι τρεις δέχτηκαν πρόθυμα να αφήσουν για μία μέρα τα εστιατόριά τους και να ανέβουν στο Άνω Σέλι, για να μαγειρέψουν για τον Γαστρονόμο γιορτινά πιάτα στα οποία πρωταγωνιστεί το κρέας. Επιστρατεύσαμε και τον ξυλόφουρνο της κυρίας Αναστασίας για να μοιράσουμε τα μαγειρέματα και η δράση ξεκίνησε. Ήταν ο βουνίσιος αέρας που μας άνοιξε την όρεξη, το έμπειρο χέρι των μαγείρων, που ξέρει να ξυπνάει τις γεύσεις και να εκβιάζει τη νοστιμιά ακόμα και από τα πιο ταπεινά υλικά; Ήταν οι απίστευτες κρασάτες σάλτσες, τα χυλωμένα γιουβέτσια, τα τρυφερά κρέατα; Ή το Ξινόμαυρο που έρρεε άφθονο και η καλή παρέα; Πάντως, αυτό το χριστουγεννιάτικο τραπέζι αλ φρέσκο που στρώσαμε στο βουνό, χωρίς καλά σερβίτσια και πολυτέλειες, θα το μνημονεύουμε ως εμπειρία ζωής.


































